Μεσσηνίας Χρυσόστομος: Η εξουσία στόχος του πολιτικού λόγου


Σκληρός με τον πολιτικό λόγο ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος
Στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Καλαμάτα πραγματοποιήθηκε χθες ένα ακόμα ανοιχτό σεμινάριο για τον «Πολιτικό Λόγο».
Ομιλητής ήταν ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο οποίος αναφέρθηκε ενώπιον μιας κατάμεστης αίθουσας στη σχέση Πολιτικού και Εκκλησιαστικού Λόγου.
Για ακόμα μια φορά ο μητροπολίτης κ.κ. Χρυσόστομος δε «μάσησε» τα λόγια του, αυτή τη φορά για τον πολιτικό λόγο που, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, υπηρετεί την κατάκτηση της εξουσίας και έτσι αποκτά εύκολα δημαγωγικά και λαϊκίστικα χαρακτηριστικά.
Ξεκινώντας την ομιλία του μίλησε για τη δομή αλλά και το σκοπό του κάθε λόγου, συγκρίνοντάς τους δε στη δομή και στη σκοποθεσία, είπε πως μεταξύ τους υπάρχουν περισσότερες αποκλίσεις.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι ο εκκλησιαστικός λόγος δε δικαιολογεί εκπτώσεις ούτε εξυπηρετεί σκοπιμότητες, γι’ αυτό απαιτείται να είναι καθαρός και κρυστάλλινος.
Όμως, το σημείο αυτό που καθίσταται εμφανής η διαφοροποίηση και αποκαλύπτεται η σκοπιμότητα είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο το οποίο καλείται να εκφράσει ο κάθε ένας από αυτούς τους δύο λόγους, γι’ αυτό και χωρίς αυτή την προοπτική ο λόγος μπορεί να καταλήξει σε μια ανούσια πολυλογία ή και λαϊκισμό, κάτι που χαρακτηρίζει συχνότερα τον πολιτικό τρόπο έκφρασης.
Προσεγγίζοντας την παθολογία των δύο μορφών του λόγου, ο κ.κ. Χρυσόστομος ανέφερε ότι ο πολιτικός λόγος συνήθως στηρίζεται σε μια λογική επιχειρηματολογία και στον πυρήνα του βρίσκεται ένα κεντρικό ιδεολόγημα, μια πεποίθηση πάνω στην οποία οικοδομούνται επιχειρήματα υποστήριξής του και κριτικής των θέσεων του αντιπάλου, γιατί χωρίς την ύπαρξη κάποιου αντιπάλου ο πολιτικός λόγος δεν έχει λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να αποκτήσει την όποια δυναμική του, αφού οριοθετεί έναν ιδεολογικό χώρο και διαμορφώνεται σε σχέση με κάποιον άλλο, ο οποίος αποτελεί το βασικό αντίπαλο δέος.
Είναι δεδομένο ότι ο πολιτικός λόγος υπηρετεί την κατάκτηση της εξουσίας και έτσι αποκτά εύκολα δημαγωγικά και λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, θέτει διλήμματα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που στοχεύει στον εκφοβισμό του κοινού. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι συχνό φαινόμενο στην Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, είναι το «Θα πάνε χαμένες οι θυσίες» ή «Θα καταρρεύσει η κοινωνία». Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πως αντί για επιχειρήματα χρησιμοποιεί συνθηματολογικές έννοιες, όπως οι λέξεις πατρίδα, εθνική ανεξαρτησία, λαός κ.λπ., δηλαδή έννοιες με εθνική βαρύτητα, που δεν επιτρέπουν στο ακροατήριο το λογικό έλεγχο, αλλά του επιβάλλονται σχεδόν υποσυνείδητα.
Αυτός ο πολιτικός λόγος μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε προπαγάνδα, γι’ αυτό και συχνότατα χαρακτηρίζεται από πλεονασμούς.
Επίσης, συχνά χρησιμοποιεί σχήματα που δηλώνουν υπόσχεση, ειλικρίνεια, ηθική δέσμευση για άμεση ικανοποίηση επιθυμιών και αιτημάτων. Γενικότερα μπερδεύει λέξεις και έτσι πετυχαίνει μια σύγχυση για το περιεχόμενο του μηνύματός του και καταφέρνει να το κάνει αποδεκτό, παρά το αβαθές νόημά του.
Από την άλλη, ο εκκλησιαστικός λόγος έχει τη δύναμη να είναι αυταπόδεικτος, ενώ στην πυρήνα του βρίσκονται οι αδιαμφισβήτητες αρχές και στόχος είναι ο εξορθολογισμός του κάθε μηνύματος, στηρίζεται δε στην άνωθεν εξουσία με συχνή την επίκληση της σωτηρίας, κάτι που σε συγκεκριμένες συνθήκες όμως παρατηρείται και στον πολιτικό λόγο.
Ο εκκλησιαστικός λόγος είναι λόγος ήθους και αλήθειας, που σέβεται τη διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου, τον αποδέχεται και μπορεί να θυσιαστεί και γι’ αυτόν.
Στη συνέχεια ο μητροπολίτης Μεσσηνίας έδωσε παραδείγματα με λέξεις, όπως η ελευθερία ή το τέλος, που μεταφράζονται πολύ διαφορετικά ανάμεσα στους δύο λόγους.  
Ολοκληρώνοντας την εντυπωσιακή του ομιλία, κατέληξε ότι οι δύο μορφές λόγων είναι όχι μόνο αντίθετες, αλλά και ασύμπτωτες ως προς τη στοχοθεσία και τη λειτουργικότητά τους.
 
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση