“Επαγγέλματα που χάθηκαν” ήταν ο θεματικός τίτλος ερευνητικής εργασίας (Project) που υλοποίησαν μαθητές της Α’ τάξης του Γενικού Λυκείου Κυπαρισσίας και την οποία παρουσίασαν το πρωί της Παρασκευής σε ομότιτλη παράσταση στην αίθουσα “Αλέκος Παπαδόπουλος” στην Κυπαρισσία. Παρουσιάστηκαν έξι αυτοτελείς ιστορίες που αναφέρονται σε έξι αντίστοιχα επαγγέλματα, τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα. Μέσα από την έρευνα και τις γνώσεις που απέκτησαν τα παιδιά, έμαθαν, επιπλέον, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της χώρας, ενώ, παράλληλα με τα επαγγέλματα που παρουσιάστηκαν, συνειδητοποίησαν την κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε περιόδου.
Με το πέρασμα των χρόνων, καθώς ο τρόπος ζωής, οι ανάγκες των ανθρώπων και ο τρόπος παραγωγής πολλών προϊόντων αλλάζουν, πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή αντικαθίστανται από άλλα που έχουν να κάνουν με το σύγχρονο τρόπο ζωής. Μερικά από αυτά είναι ο πραγματευτής, ο λατερνατζής, ο κανατάς, ο λούστρος, ο εφημεριδοπώλης και η γκαρσόνα στο καπηλειό.
Πραγματευτής
Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος. Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή «μπασματζήδες») που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι «μπαχτσαβάνηδες», που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, και έφερναν το φορτίο τους μέσα σε ειδικά κοφίνια.
Λατερνατζής
Γύρω στα 1900 στους δρόμους της Αθήνας ο πλανόδιος οργανοπαίκτης, που γυρνούσε τις γειτονιές, και άπλωνε μελωδικούς σκοπούς κάτω από τα σπίτια της παλιάς Αθήνας λεγόταν λατερνατζής. Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο “φορητό” μουσικό όργανο που έχει πάρα πολλές ομοιότητες με το πιάνο. Μάλιστα, το χαρακτηρίζουν και αυτόματο πιάνο. Χωρίζεται σε δύο μέρη: α) το πάνω μέρος που περιλαμβάνει τις χορδές (από το πάνω “μπαλκόνι” μέχρι το κάτω) και το ηχείο και β) το κάτω μέρος (το κιβώτιο) που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του. Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι αρκετά σπάνιο θέαμα .
Κανατάς
Ο κανατάς είναι ένα επάγγελμα που χάθηκε εδώ και χρόνια. Θα έχετε ακούσει το τραγούδι του “μπαρμπα-Γιάννη του κανατά”. Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν μια γραφική και συμπαθητική φιγούρα ενός ανθρώπου που γύριζε όλη τη μέρα στις γειτονιές φορτωμένος με τις όμορφες λαγήνες του, που πρώτα τις έφτιαχνε στο εργαστήριό του και μετά έβγαινε στους δρόμους για να τις πουλήσει. Ο κανατάς ήταν ένα σημαντικό επάγγελμα την εποχή που δεν υπήρχε το πλαστικό, αλλά και δεν ήταν διαδεδομένο το δίκτυο νερού στα σπίτια. Πριν από 40 – 50 χρόνια σε πολλές πόλεις και σ’ όλα τα χωριά δεν υπήρχε κεντρικό δίκτυο νερού και τα σπίτια δεν είχαν νερό. Στα χωριά, τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στις αυλές τους κι από αυτά έβγαζαν νερό για να ποτίσουν τα κηπευτικά, τα δέντρα και τους κήπους τους. Το νερό των πηγαδιών όμως δεν ήταν πάντα πόσιμο. Γι αυτό οι νοικοκυρές ήταν υποχρεωμένες να προμηθεύονται το νερό από κάποιες κεντρικές βρύσες που υπήρχαν σε κάθε πόλη ή χωριό. Το νερό αυτό το μετέφεραν με τις στάμνες. Οι στάμνες ήταν φτιαγμένες από κόκκινο χώμα, που το έβρισκαν οι ειδικοί τεχνίτες, οι κανατάδες.
Λούστρος
Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια των περαστικών. Συνήθως τριγύριζε σε καφενεία, καταστήματα, αλλά και σε διάφορα σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Κουβαλούσε ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ό,τι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό είχε μακρύ λουρί για την μεταφορά του στον ώμο και ένα καρεκλάκι για να κάθεται. Πάνω στο κασελάκι ο πελάτης έβαζε το πόδι του και ο λούστρος έκανε την δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα. Πάντα, όμως, πριν ξεκινήσει, τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνι ή σκληρό πλαστικό στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μην λερώνει τις κάλτσες του πελάτη. Στις μέρες μας, ίσως κάπου στην Αθήνα βρείτε στο δρόμο κάποιον πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
Εφημεριδοπώλης
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα πρακτορεία διανομής Τύπου και τις πουλούσε στους περαστικούς περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του, φωνάζοντας ,συνήθως, δυνατά τους τίτλους των ειδήσεων της πρώτης σελίδας.
Γκαρσόνα σε ταβέρνα-καπηλειό
Η ελληνική παραδοσιακή ταβέρνα έχει μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500 χρόνια. Ξεκινώντας από τα καπηλειά της αρχαίας Ελλάδας και περνώντας από τα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, τις οθωμανικές «λοκάντες» και τα ρεμπέτικα στέκια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, η ταβέρνα παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Έλληνα έως τις ημέρες μας. Στις ταβέρνες της Αθήνας άνθησε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικο, τραγουδήθηκαν τα αντάρτικα. Στην ταβέρνα πρωτογλέντησαν οι ξεσπιτωμένοι Μικρασιάτες, βρήκαν καταφύγιο οι απόκληροι και οι περιθωριακοί, σφυρηλατήθηκε η αντιδικτατορική συνείδηση των νέων την περίοδο της χούντας, τραγουδήθηκαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, έμαθαν οι νέοι του 1980 να τραγουδούν τα ρεμπέτικα. Αποτελεί ,αναμφισβήτητα ,μέρος της ελληνικής κουλτούρας και έχει αποτυπωθεί στις περισσότερες παλιές ελληνικές ταινίες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.
*Τα παιδιά που συμμετείχαν στην ερευνητική εργασία και έπαιξαν στην παράσταση: Βίγλιαρη Ευαγγελία, Γεωργακοπούλου Βενέτα, Γιαννόπουλος Δημήτρης, Διαμαντής Ηλίας, Κάββουρας Παναγιώτης, Καραβούλιας Γιάννης, Λαγού Μάρω, Μακροκάνης Χαράλαμπος, Μεμίση Βασιλική, Μπακούρος Ιωάννης, Μπούρας Απόστολος, Παρασκευόπουλος Αχιλλέας, Σπάλα Ιωάννα, Σταθόπουλος Παναγιώτης, Σταθόπουλος Πολυζώης, Ψαράκης Μιχάλης. Αφηγητές: Γκοτσοπούλου Δέσποινα, Θεοδωρακοπούλου Γεωρία, Λαλιώτη Κανέλλα, Καραχάλιου Κατερίνα. Υπεύθυνη καθηγήτρια Ερευνητικής Εργασίας: Γαλάνη Αικατερίνη.