Ένα από τα πράγματα που θα πρέπει να αναγνωρίσουμε σε ορισμένους συμπολίτες μας είναι ότι το μεράκι που έχουν για τον πολιτισμό, σε κάθε είδους έκφρασής του, δεν το χάνουν, παρά τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Ερασιτεχνικοί θίασοι, φορείς αλλά και βιβλιοπωλεία ανεβάζουν έργα, φέρνουν συγγραφείς και το αποτέλεσμα που παράγεται είναι άκρως θετικό.
Την ερχόμενη Πέμπτη, το βιβλιοπωλείο Book Mark, στον πεζόδρομο της Αντωνοπούλου, σε συνεργασία με τις εκδόσεις “Πατάκη”, θα παρουσιάσουν το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα Αύγουστου Κορτώ, “Νεοελληνική Μυθολογία”. Μάλιστα, αν το επιτρέψει και ο καιρός, η εκδήλωση θα γίνει στον πεζόδρομο.
Με περισσότερους από 20 τίτλους να φέρουν την υπογραφή του, ανάμεσά τους μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων, ποιήματα, συλλογές κειμένων και συμμετοχές σε συλλογικά έργα, ο Κορτώ διαθέτει μια από τις διαυγέστερες ματιές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Ψάχνοντας για περισσότερες πληροφορίες στο διαδίκτυο διαβάζουμε, ότι, η στιλιστική του ευλυγισία προσφέρει τη δυνατότητα να κυκλοφορεί μέσα στην ίδια χρονιά ένα σπαρακτικό χρονικό της απώλειας της μητέρας του, («Το βιβλίο της Κατερίνας», εκδ. Πατάκη) και ένα ανάλαφρο κωμειδύλλιο με σαρκαστικές απεικονίσεις της νεοελληνικής κοινωνίας σαν τη «Βιογραφία μιας σκύλας» (εκδ. Διόπτρα).
Ενώ στα τέλη του 2013 πραγματοποιεί την τρίτη του εμφάνιση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με την επανέκδοση του «αλλοπρόσαλλου αστυνομικού» σουρεαλιστικών προεκτάσεων, «Οι νεράιδες του Μαν» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Αστείρευτος, δίχως υπερβολή.
Συνυπολογίστε σε όλα αυτά και μια γλωσσική δεινότητα που του επιτρέπει να αναμετράται με έργα των Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, Κόρμακ ΜακΚάρθι, Τζόις Κάρολ Όουτς, Ναμπόκοφ, Σάρα Γουότερς, Αν Ένραιτ, Τζον Άπνταϊκ, και θα διαπιστώσετε πως πέρα από την προσωπική του συνεισφορά στη λογοτεχνία, ο Κορτώ συγκαταλέγεται και ανάμεσα στους πλέον αξιόλογους μεταφραστές μας.
Τολμηρός σαν δημιουργός και συνάμα συνεσταλμένος ως δημόσια παρουσία, πηγαίος στο χαρτί αλλά και ευπρόσβλητος σε συκοφαντίες, ο Κορτώ δεν έχει την παραμικρή ανάγκη να επιζητήσει τη συναίνεση των Μέσων. Η δουλειά του βρίθει ζωής, η φωνή του αντηχεί στην ψυχή του αναγνώστη.
Όπως σημειώνει ο ίδιος σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις του, “η εξομολογητική φύση της γραφής είναι που με τράβηξε στο γράψιμο. Ότι μπορείς να μιλήσεις ανοιχτά για τον εαυτό σου, χωρίς ντροπή. Είναι σαν το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Λες ό,τι θέλεις, χωρίς λογοκρισία. Με ξαλαφρώνει αυτό το πράγμα.
Αν έχω μια ενδιαφέρουσα ιστορία που με ιντριγκάρει, ένα στόρι που θα ήθελα να εξερευνήσω, δε χρειάζεται να το βασανίσω πολύ, δε χρειάζεται να κρατήσω σημειώσεις. Πέφτω με τα μούτρα και το γράφω. Αυτή είναι μία ευκολία που απέκτησα μετά από χρόνια συστηματικής δουλειάς.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει. Αν θες να γράψεις, θα γράψεις. Αν θες να μεταφράσεις θα μεταφράσεις. Για μένα είναι ανάγκη να μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους. Οπότε όσο και να χαζολογήσω, είναι κάποιες ώρες το πρωί που βάζω το κεφάλι κάτω και δεν κάνω τίποτα άλλο.
Αυτό που με κάνει να θέλω να συνεχίσω να γράφω τόσο απελπισμένα και αχόρταγα είναι ότι ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Τα βιβλία μου αποτελούν από μόνα τους τόσο έντονο και αποκαλυπτικό «ξεγύμνωμα» που οτιδήποτε περαιτέρω και να πω, σε κάποια συνέντευξη ή οπουδήποτε αλλού, ξέρεις, δεν έγινε και τίποτα.
Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς λειτουργούν γράφοντας και ξαναγράφοντας ένα βιβλίο μέχρι να φτάσουν στο τελικό draft. Εγώ πάλι, προκειμένου να κάνω ένα βιβλίο που έχει ήδη γραφτεί λίγο καλύτερο, προτιμώ να γράψω ένα καινούργιο βιβλίο, ει δυνατόν αρκετά καλύτερο.
Όταν τελειώνω ένα βιβλίο, κάθε φορά λέω ότι δε θα ξεκινήσω στα καπάκια το επόμενο, για να χαλαρώσει λίγο το μυαλό μου. Σε μια βδομάδα έχω αρχίσει να γίνομαι ευερέθιστος και ο Τάσος, ο φίλος μου, μου λέει «σε παρακαλώ πάρα πολύ ξεκίνα».
Ποτέ δε δείχνω σε κανέναν αυτό που γράφω πριν το ολοκληρώσω. Μου φαίνεται μάταιο. Όταν με το καλό τελειώσει, γιατί γράφω και γρήγορα, όποιος θέλει ας το διαβάσει.
Αυτό που με κάνει να θέλω να συνεχίσω να γράφω τόσο απελπισμένα και αχόρταγα είναι ότι ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Αφού ολοκληρώσω ένα βιβλίο, αρχίζω να υποφέρω από αμφιβολίες. Ποτέ δεν νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό αφότου γράψω ένα βιβλίο με τον ενθουσιασμό που ένιωθα όταν το σχεδίαζα στο μυαλό μου ή όταν ήταν στα πρώτα κεφάλαια του. Οπότε μπορώ να καταλάβω ποια βιβλία μου είναι που πιέστηκα και δεν αξίζουν”.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη