«Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του» ο 33χρονος ότι είναι αθώος για τη δολοφονία της 89χρονης


Σήμερα το πρωί η απόφαση για την άγρια δολοφονία της 89χρονης στο Μοναστήρι
 
 
«Είμαι αθώος. Δεν αντέχω άλλο. Δεν έχω κάνει τίποτα. Είμαι φυλακή 1,5 χρόνο χωρίς να φταίω» έλεγε συνεχώς κατά την απολογία του χθες στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας ο 33χρονος Αλβανός που δικάζεται σε δεύτερο βαθμό για την άγρια δολοφονία και ληστεία της 89χρονης στο Μοναστήρι Αετού το Φεβρουάριο του 2008. Σε πρώτο βαθμό δικάστηκε σε δις ισόβια.
Η δίκη ολοκληρώθηκε χθες με την απολογία του κατηγορουμένου, την πρόταση της εισαγγελέως κας Νικολοπούλου, που ζήτησε την ενοχή του, και τις αγορεύσεις των δικηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης. Λόγω του προχωρημένου της ώρας το δικαστήριο διέκοψε και η απόφαση θα εκδοθεί σήμερα το πρωί.
 
Απολογία
Σε μια απολογία με συναισθηματική φόρτιση, ο 33χρονος κατηγορούμενος από την αρχή έβαλε όλες του τις δυνάμεις για να αποδείξει ότι είναι αθώος. Επανέλαβε δε πολλές φορές τις φράσεις: «Είμαι αθώος», «Δεν αντέχω άλλο», «Είμαι ειλικρινής, ρωτήστε με ό,τι θέλετε», «Δε θα πείραζα ποτέ άνθρωπο» κ.ά.
Εξήγησε ότι όσα καταθέτει η πρώην φίλη του είναι ψέματα, διότι θέλει να τον εκδικηθεί. Υποστήριξε ότι την περίοδο εκείνη ήταν τσακωμένοι, διότι είχε συμβεί περιστατικό με άλλον άνδρα, αυτός δεν μπορούσε να το δεχτεί και της ζήτησε να διακόψουν.
Δώρο, όπως υποστήριξε, της έκανε στα γενέθλιά της και όχι μια εβδομάδα μετά, την επομένη της δολοφονίας της 89χρονης. Επίσης, ότι το κολιέ που της πήρε κόστισε 37 ευρώ και όχι 160 που λέει η ίδια. Πρόσθεσε ακόμη πως ούτε η οικογένειά της ούτε η δική του ήθελαν τη σχέση αυτή.
Σε ερωτήσεις της Έδρας αρνήθηκε πως όταν έφυγε την πήρε τηλέφωνο και της ζήτησε να τον ακολουθήσει, ενώ στις επίμονες ερωτήσεις γιατί την πήρε, καθώς η τηλεφωνική κλήση φαίνεται από την άρση απορρήτου, χωρίς να είναι αρκετά πειστικός υποστήριξε ότι ήταν επίμονη αυτή και την κάλεσε για να της πει ότι δε θα συνεχίσουν τη σχέση τους.
Σε ό,τι αφορά τις ημέρες των γεγονότων, αρνήθηκε ότι είχε μπει στο σπίτι του θύματος. Υποστήριξε με θέρμη ότι ήταν στο καφενείο του χωριού και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί όλοι λένε ότι δεν τον είδαν το προηγούμενο βράδυ. Αναφέρθηκε στον τσακωμό με τον πατέρα του, ο οποίος τον χτύπησε και με αφορμή αυτό το γεγονός, αλλά και ότι ήταν παράνομος στην περιοχή, έφυγε την επόμενη ημέρα από την αποκάλυψη της δολοφονίας, καθώς στην περιοχή ήταν πολλοί αστυνομικοί.
Παραδέχθηκε ότι το 2007 συνελήφθη για παράνομη μεταφορά αλλοδαπών και καταδικάστηκε 24 μήνες φυλάκισης, ισχυρίσθηκε ωστόσο πως επρόκειτο για συγγενείς του που πήγε και πήρε από τα σύνορα και δεν ήξερε ότι αυτό ήταν παράνομο.
«Δεν έχω πειράξει ποτέ κανέναν. Για να πάρω ένα πορτοκάλι από έναν κήπο ρωτούσα. Πάντα δούλευα και δεν ενοχλούσα. Σκότωσαν τον αδελφό μου όταν ήταν 20 χρονών και η Αστυνομία δε βρήκε ποτέ κανέναν. Πώς θα έκανα εγώ αυτό σε άλλο άνθρωπο; Πώς να σκοτώσω έναν άνθρωπο, όταν ξέρω πως πονάει αυτό; Όταν έχω πονέσει από αυτό. Ιδιαίτερα τη γιαγιά, που μου είχε δώσει και δουλειά; Όλα τα λεφτά που είχα πάντοτε, ήταν λεφτά με ιδρώτα. Έχω πει όλη την αλήθεια από την αρχή. Δεν έχω κάνει τίποτα. Αν το είχα κάνει, να με κρεμάσετε», είπε λίγο πριν ολοκληρώσει την απολογία του.
 
Εισαγγελέας
Στην αγόρευσή της η εισαγγελέας ανέλυσε αρχικά τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης, εξηγώντας τις κατηγορίες. Για την ακροαματική διαδικασία, τη χαρακτήρισε εξονυχιστική, ενώ μίλησε για μια δολοφονία ιδιαίτερα αποτρόπαιη, με ωμότητα και πρωτόγνωρη βία.
Αφού παρουσίασε το ιστορικό της δολοφονίας, είπε πως πρόκειται για μια πολύ δύσκολη υπόθεση, όπου η υπεράσπιση έχει το έργο να αποτινάξει από τον κατηγορούμενο την ενοχή, γιατί, όπως είπε, υπάρχουν πολλά στοιχεία εναντίον του.
Το θύμα, σημείωσε, γνώριζε τους δράστες, γι’ αυτό και τη σκότωσαν. Ο κατηγορούμενος πάλι, όπως είπε, παρότι μεγάλωσε σε ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον και η οικογένειά του τον ενέταξε σωστά στην κοινωνία, κυριεύτηκε από τον παροξυσμό της αφθονίας και του καταναλωτισμού που υπήρχε τριγύρω του και με μεγάλη ευκολία μπήκε στο χώρο της παρανομίας, επισημαίνοντας τη σύλληψή του για παράνομη μεταφορά μεταναστών. Έτσι κατέστρωσε το σχέδιο με τον ανήλικο που έχει καταδικασθεί και άλλο ένα άτομο να σκοτώσουν την 89χρονη, καθώς ήξεραν ότι έχει λεφτά στο σπίτι.
Κλείνοντας και ζητώντας την ενοχή του, είπε ότι τα στοιχεία που «βάζουν» τον κατηγορούμενο στον τόπο του εγκλήματος είναι:
-Από την ενεργοποίηση κεραίας από το κινητό του, ότι το βράδυ της δολοφονίας βρισκόταν στο χωριό της 89χρονης
-Δεν έχει πειστικό άλλοθι και το άλλοθι που προσπαθεί να του δώσει ο πατέρας του μπερδεύει ακόμα την κατάσταση, διότι έχει πέσει σε πολλές αντιφάσεις
-Επέστρεψε το βράδυ εκείνο αργά στο σπίτι του, ενώ η κοπέλα του, παρά τις προσπάθειές της, δεν μπορούσε να τον βρει
-Την επομένη της δολοφονίας συναντιέται με την κοπέλα του και έχει αρκετά χρήματα πάνω του, τα οποία δεν μπορεί να δικαιολογήσει
-Το απόγευμα τον κάλεσε η Αστυνομία, έδωσε κατάθεση και του πήραν βιολογικό υλικό και την επομένη έφυγε από την περιοχή και δεν ξαναγύρισε
-Τέλος, εξαφανίσθηκε όλο αυτό το διάστημα, έως το Δεκέμβριο του 2015, που συνελήφθη στο Μαυροβούνιο. Μάλιστα, η εισαγγελέας είπε πως γνώριζε ότι τον έψαχναν και γι’ αυτό δεν ήρθε ξανά στην Ελλάδα.

Της Βίκυς Βετουλάκη