Πήραν «φωτιά» τα έδρανα στα δικαστήρια της Καλαμάτα για τη δολοφονία της 89χρονης


Μάχη για τα δις ισόβια για τη δολοφονία της 89χρονης στο Μοναστήρι Αετού
 
 
Μια ιδιαίτερα σκληρή δικαστική μάχη δόθηκε χθες στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας, στην εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της υπόθεσης 33χρονου  Αλβανού ο οποίος έχει καταδικασθεί σε δις ισόβια για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα 89χρονης στο χωριό Μοναστήρι Αετού το Φεβρουάριο του 2008.
Πρωτόδικα ο 33χρονος κρίθηκε ένοχος με οριακή πλειοψηφία 4-3 από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας, ενώ από τους άλλους δύο που κατηγορούνται πως ήταν μαζί το μοιραίο βράδυ στο σπίτι της ηλικιωμένης, ο μεν ανήλικος έχει δικασθεί ερήμην σε 28 χρόνια κάθειρξης και ένας 25χρονος Αλβανός έχει αθωωθεί λόγω  αμφιβολιών.
Η δίκη του 33χρονου ξεκίνησε χθες το πρωί και συνεχίσθηκε με καταθέσεις μαρτύρων μέχρι νωρίς το βράδυ (και με αρκετές στιγμές έντασης), οπότε το δικαστήριο διέκοψε για να συνεχίσει τη Δευτέρα το πρωί.
 
Άγριο έγκλημα
Οι τρεις Αλβανοί την περίοδο που έγινε το έγκλημα διέμεναν στο Κοπανάκι. Η δίκη του 33χρονου ξεκίνησε με τις καταθέσεις των παιδιών της άτυχης 89χρονης, τα οποία ζουν μόνιμα στην Αθήνα.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2008 αναζητούσαν τη μητέρα τους στο τηλέφωνο, αλλά δεν την έβρισκαν. Ανησύχησαν και την επόμενη ημέρα ο ένας γιος ταξίδεψε από την Αθήνα και όταν έφθασε στο σπίτι της, βρέθηκε μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα.
Όπως περιέγραψε ο συγκεκριμένος γιος, η πόρτα του σπιτιού ήταν κατεστραμμένη και το σπίτι ψαγμένο. Ειδοποίησε την Αστυνομία και έπειτα από έρευνα εντόπισαν στην κρεβατοκάμαρα, πίσω από την πόρτα το άψυχο σώμα της 89χρονης σκεπασμένο με πάρα πολλά ρούχα και κουβέρτες. Οι δράστες την είχαν χτυπήσει άσχημα, την είχαν δέσει χειροπόδαρα και την είχαν φιμώσει, βάζοντας πανιά στο στόμα της, με συνέπεια να πεθάνει από ασφυξία.
Τα παιδιά της άτυχης γυναίκας δήλωσαν με βεβαιότητα ότι η μητέρα τους γνώριζε τους δράστες και γι’ αυτό τη σκότωσαν. Μάλιστα, έχουν εκτιμήσει ότι ο δράστης είχε πάει σε προηγούμενο χρόνο στο σπίτι της 89χρονης, προκειμένου να πληρωθεί για εργασία που έκανε και πιθανότατα είχε δει πού φυλούσε τα χρήματα. Επίσης, κατέθεσαν ότι η μητέρα τους εκείνη την περίοδο περίμενε να πάρει κάποια αναδρομικά χρήματα και το έλεγε στο χωριό.
Η ηλικιωμένη εκτιμάται ότι είχε χρήματα στο σπίτι, ενώ οι υποψίες για τους συγκεκριμένους τρεις Αλβανούς ξεκίνησαν όταν όλοι τους την επόμενη ημέρα έφυγαν από την περιοχή.
 
Έφυγαν για Αθήνα
Από την αγριότητα του εγκλήματος είχαν σοκαρισθεί και οι αστυνομικοί, αφού, όπως κατέθεσαν βρήκαν την άτυχη γυναίκα, όταν η πόρτα του υπνοδωματίου της δεν άνοιγε κανονικά, εντοπίζοντάς την κάτω από πολλά ρούχα και κουβέρτες πεταμένα στο έδαφος.
Ήταν χτυπημένη και είχε αίματα, ενώ φορούσε τις πιτζάμες της. Οι δράστες είχαν κόψει τα καλώδια του τηλεφώνου στο σαλόνι και στο υπνοδωμάτιο, ενώ οι αστυνομικοί βρήκαν ανοικτά την τηλεόραση και το φως.
Τότε ο 33χρονος μαζί με τον πατέρα του είχαν εργασθεί στην ηλικιωμένη και προσήχθησαν από τους αστυνομικούς, αλλά δεν προέκυψε κάτι και αφέθηκαν ελεύθεροι. Όταν, όμως, οι Αρχές αναζήτησαν τις επόμενες ημέρες εκ νέου τον 33χρονο, αυτός είχε εγκαταλείψει την περιοχή. Συνελήφθη 8 χρόνια μετά με ένταλμα στο Μαυροβούνιο.
Αστυνομικός κατέθεσε ότι έπειτα από άρση τηλεφωνικού απορρήτου διαπιστώθηκε ότι οι τρεις συγκεκριμένοι Αλβανοί εκείνες τις ημέρες βρίσκονταν στην Αθήνα, επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αλλά λίγες ημέρες μετά τα κινητά όλων απενεργοποιήθηκαν χωρίς να ξαναεκπέμψουν.
 
Τσακώθηκε με τον πατέρα του
Ο πατέρας του κατηγορουμένου ανέφερε πως μένει πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ότι είχαν δουλέψει στην 89χρονη, αλλά πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχει κάνει αυτές τις πράξεις ο γιος του.
Ισχυρίσθηκε πως το βράδυ της δολοφονίας ο γιος του ήταν στο σπίτι, ενώ περιέγραψε περιστατικό που συνέβη το επόμενο βράδυ, οπότε στο στάβλο που έχουν τσακώθηκε με το γιο του, χτυπώντας τον στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα ο 32χρονος να  μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει από το Κοπανάκι.
Παραδέχθηκε, επίσης, ότι εκείνη την περίοδο ο γιος του είχε πρόβλημα με την άδεια διαμονής, ενώ πρόσθεσε ότι επειδή μετά τη δολοφονία η περιοχή γέμισε αστυνομικούς, όλοι οι αλλοδαποί που ήταν παράνομοι έφυγαν.
Αρνήθηκε, όπως και πρωτόδικα, ότι σε συμπληρωματική του κατάθεση στην Αστυνομία είχε πει ότι ο γιος του έφυγε από την περιοχή γιατί κάτι είχε κάνει.

Της Βίκυς Βετουλάκη