Τι φεστιβάλ θέλουμε; «Να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά»


Στην Καλαμάτα, τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξε διάθεση από τη Δημοτική Αρχή να ανοίξει μια συζήτηση για το τι είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις ή φεστιβάλ θέλουμε. Είτε επειδή τα ήξερε όλα είτε επειδή τέτοιου είδους διαδικασίες τις θεωρεί… πολυλογίες και άνευ πρακτικής σημασίας, ιδιαίτερα οι καλλιτεχνικές δημιουργίες και παρουσίες για το «Πολιτιστικό Καλοκαίρι» ανακοινώνονται και τέλος. Καλές, κακές, μέτριες, αυτές είναι και σε όποιον αρέσουν.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την υποψηφιότητα για την πολιτιστική πρωτεύουσα το 2021, έγιναν κάποια δειλά ανοίγματα, αλλά επί της ουσίας  κρατάει το μαχαίρι και το πεπόνι σφιχτά στην αγκαλιά της ακόμα η Δημοτική Αρχή.
Τις προηγούμενες ημέρες, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, έγινε μια τέτοια συζήτηση μεταξύ ειδικών και μη. Μια δημόσια εκδήλωση για το τι πολιτισμό θέλουν οι Αθηναίοι. Επειδή ορισμένα συμπεράσματα είναι χρήσιμα να τα έχουμε υπόψη μας, σταχυολογούμε από το αναλυτικό ρεπορτάζ της Λουίζας Αρκουμανέα στο ΒΗΜΑ της Κυριακής:
«Ένα Φεστιβάλ που να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά. Που να λειτουργεί ως πόλος έλξης ξένων επισκεπτών, ερευνητών και συνομιλητών. Ένα εργοτάξιο ιδεών. Μια πλατφόρμα διαλόγου που να μας εκθέτει σε νέους τρόπους θέασης του κόσμου. Ένας χώρος πρωτογενούς παραγωγής και έρευνας που θα ενθαρρύνει τη συνάντηση όλων των μορφών τέχνης. Που θα εξασφαλίζει στους καλλιτέχνες την ελευθερία να πειραματίζονται, απαλλαγμένοι από το άγχος της “εμπορικότητας”. Ένα Φεστιβάλ, τέλος, που θα αφουγκράζεται το παρόν αλλά θα φροντίζει για το μέλλον, εκπαιδεύοντας τους μελλοντικούς θεατές του από τα γεννοφάσκια τους.
Αυτές είναι μερικές από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις που κατατέθηκαν την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα στον κήπο της Πειραιώς 260, εκεί που συναντήθηκαν για μια δημόσια συζήτηση εκπρόσωποι της πολιτιστικής ζωής της χώρας και του εξωτερικού: ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (πρωτοβουλία του οποίου ήταν η εν λόγω συνάντηση με τίτλο “Τι Φεστιβάλ θέλουμε;”), ο Σάββας Πατσαλίδης, καθηγητής Θεατρολογίας στο ΑΠΘ, ο οποίος έκανε και τη βασική εισήγηση, η Κατερίνα Κοσκινά, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, η Βίκυ Μαραγκοπούλου, πρώην διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, ο Γιάννης Σβώλος, μουσικοκριτικός, η Όλγα Ταξίδου, διευθύντρια εκπαιδευτικών δράσεων του Φεστιβάλ Εδιμβούργου και καθηγήτρια Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ο Ματίας φον Χαρτς, διευθυντής του Θερινού Φεστιβάλ Βερολίνου και σύμβουλος του Φεστιβάλ Αθηνών για τις διεθνείς παραγωγές.
 
Διαφορετικές συγγένειες
Αν τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ του παρελθόντος, όσα θεσπίστηκαν μετά τον Α’ ή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ως στόχο να προβάλουν την εθνική κληρονομιά και τα κλασικά κείμενα για να επιφέρουν τη συσπείρωση των αποπροσανατολισμένων πολιτών και την επούλωση των τραυματισμένων συνειδήσεών τους, τα σημερινά φεστιβάλ, όπως τόνισε ο Σάββας Πατσαλίδης, βρίσκονται αντιμέτωπα με τις αντίθετες προκλήσεις: την αφομοίωση της διαφορετικότητας, την ενίσχυση της πολυσυλλεκτικότητας, τη δημιουργία ενός “στέρεου μετώπου ανομοιοτήτων”. Ένα σύγχρονο φεστιβάλ δεν μπορεί να εξασφαλίζει μόνο το εθνικό παρόν. Οφείλει να αφουγκράζεται το διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, να ανοίγει διάλογο και να σφυρηλατεί νέες συγγένειες.
 
Ο αιφνιδιασμός των θεατών
Το Φεστιβάλ που ονειρευόμαστε, όμως, αρνείται τους παθητικούς μιμητές προτύπων και εμψυχώνει τους καλλιτέχνες που γεννούν το “δημιουργικά απρόβλεπτο”. Το φεστιβάλ αυτό οφείλει να προκαλεί τη ρουτίνα του κόσμου και να αιφνιδιάζει τους θεατές. Να τους πείθει ότι οι παραστάσεις εκπορεύονται από το εργοτάξιο του δικού τους χωροχρόνου. “Η πραγματικότητα είναι πλέον η πρωτοπορία” επέμεινε ο κ. Πατσαλίδης σε μία από τις πιο εύστοχες διατυπώσεις της βραδιάς.
Και οφείλουμε όλοι, καλλιτέχνες, κοινό και διοργανωτές, να τη λάβουμε υπόψη μας και να την αναδείξουμε, ο καθένας από το πόστο του.
Την ανάγκη να αντικατοπτριστεί στο Φεστιβάλ όχι μόνο η Αθήνα όπως τη φαντασιώνονται οι ξένοι, αλλά και η Αθήνα όπως τη βιώνουν οι Αθηναίοι εν μέσω κρίσης, επισήμανε η Βίκυ Μαραγκοπούλου στη δική της εισήγηση. Τόνισε επίσης την αξία μιας πολιτιστικής πολιτικής που δε θα δέχεται παρεμβάσεις στο έργο της και που θα βασίζεται σε ξεκάθαρο νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο, έτσι ώστε να μη συμβαίνουν τόσο συχνά “ατυχήματα” και “λάθη”».
 
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης