«Σφήγκα να σας κεντρώσει. Όταν λέμε τον εθνικό μας ύμνο θα κάθεστε ακίνητοι», ήταν τα λόγια του δασκάλου μας που πάντα τόνιζε: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο».
Το Σάββατο 6 Αυγούστου οι μαθητές του δημοτικού σχολείου Νέδουσας τιμούμε για δεύτερη φορά το δάσκαλό μας με γιορτή στην πλατεία του χωριού.
Από τη Μακεδονία όπου δίδασκε ήρθε το 1954 και ανέλαβε το σχολείο του χωριού, που τότε αριθμούσε κοντά τα εκατό παιδιά. Μόνος του έκανε μάθημα σε όλες τις τάξεις. Τα πρωτάκια τα υποδεχόταν με στραγάλια και καραμέλες για να τα καλωσορίσει. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε τετράδια αλλά την πλάκα με το κοντύλι και το σφουγγαράκι. Η καλύτερη ώρα στο σχολείο για τα παιδιά ήταν το διάλλειμα, η γυμναστική και η μέρα της εκδρομής. Η Μογγονιά, η Γούβα και ως επί το πλείστον η Σγουμπίτσα ήταν τα μέρη που πηγαίναμε. Προχωρούσαμε συντεταγμένα τριάδες μπροστά τα κορίτσια και ακολουθούσαν τα αγόρια. Στη διαδρομή λέγαμε διάφορα τραγούδια, όπως «χωριό μου ώ χωριό με τις ραχούλες και τις ρεματιές» κ.λπ. ή «είναι θεός μας οδηγεί και μας διδάσκει αυτά που πρέπει».
Μια φορά ήρθε καβάλα στο μουλάρι από την Αλαγονία ο επιθεωρητής. Τα παιδιά φοβισμένα , σε στάση προσοχής, ήταν όλα μπροστά στο σχολείο, δίπλα στη μεγάλη μουριά. Αφού ξεπέζεψε γύρισε προς την Αγία Αικατερίνη, έκανε το σταυρό του και είπε κοιτάζοντας το δάσκαλό μας. «Το ξυπόλυτο τάγμα είναι εδώ;». Του φάνηκε περίεργο γιατί τα περισσότερα παιδιά δεν φορούσαν παπούτσια. Θυμάμαι τα παπούτσια του επιθεωρητή, μαύρα μπροστά, λευκά στη μέση και πίσω μαύρα. Μια φορά οι μεγάλες τάξεις πήγαμε με το δάσκαλό μας στην Αρτεμισία με τα πόδια και κάναμε βατσίνα (εμβόλιο). Τα χάσαμε διότι τα σπίτια τους ήταν όλα με κεραμίδια ενώ τα δικά μας με μαύρες τίκλες. Η δεμοσά πέρναγε μέσα στο χωριό. Αυτοκίνητα πήγαιναν για Σπάρτη και Καλαμάτα μ’ ένα σύννεφο μπουχό πίσω τους.
Στο σχολείο πηγαίναμε πρωί και απόγευμα, όπου μας καλούσε το καμπανέλι της Αγίας Αικατερίνης. Το κούρεμά μας ήταν σιούξουρα με την ψιλή ή με το γιδοψάλιδο. Δύο παιδιά αλληλοκουρεύτηκαν και στο τέλος έκοψαν ο ένας τα φρύδια του άλλου. Το χειμώνα κάθε πρωί όλα τα παιδιά πηγαίναμε από ένα ξύλο για τη σόμπα. Κάποια κορίτσια έφερναν και λουλούδια για την έδρα. Σε κάποια διαλλείματα βλέπαμε τους μαγαζάτορες που έσφαζαν αγροκάτσικα, ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα. Στην εκκλησία το σχολείο μας είχε τη δική του θέση. Τότε ο κόσμος έμπαινε από τη μεσημβρινή πόρτα. Στην πρώτη κολώνα μπαίνοντας ήταν οι επίτροποι με τα κεριά, στη δεύτερη κολώνα ήταν η θέση του σχολείου. Πριν χτυπήσει η ευλογημένη είμαστε στην εκκλησία. Τον Απόστολο, το πιστεύω και το πάτερ ημών το έλεγαν μπροστά στην Ωραία Πύλη πάντα οι μαθητές. Όταν ο παπα – Δημήτρης έλεγε το τα σα εκ των σων, όλα τα παιδιά γονατίζαμε καθώς και όλες οι γυναίκες. Κάθε πρωί στο σχολείο μας έδιναν γάλα από σκόνη μαζί με ένα κομμάτι κίτρινο τυρί.
Οι γυμναστικές επιδείξεις ήταν μια γιορτή μεγάλης χαράς όπου συναγωνιζόμασταν στο τρέξιμο, στη σκυταλοδρομία, στο πήδημα, στο τριπλούν. Μπαίναμε μέσα σε μια σάκκα και τρέχαμε. Βάζαμε ένα κουτάλι στο στόμα που επάνω είχε ένα βραστό αυγό και πιλαλάγαμε προς το τέρμα. Το έπαθλο ήταν ένα στεφάνι αγριελιάς που φορούσαμε στο κεφάλι με μεγάλη υπερηφάνεια. Στις εθνικές εορτές με φουστανέλες και τα κορίτσια με την τοπική φορεσιά λέγαμε ποιήματα ή διαλόγους και στο τέλος χορεύαμε. Το βράδυ γυρνάγαμε τους δρόμους του χωριού με λαμπαδηφορίες. Θυμάμαι σε μια εθνική εορτή μέσα στην εκκλησία ο σημαιοφόρος μας Νικήτας Νικολάου Πεφάνης λυποθήμησε και η κυρά δασκάλα, η σύζυγός του δασκάλου μας, του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες.
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς παίζαμε ακόμα και θέατρο. Κατά τη διάρκεια του σχολείου απαγορευόταν να βγαίνουμε στην πλατεία χωρίς λόγο. Στα σπίτια μας οι μανάδες μας έβαζαν γύρω από τη γωνία με τη φωτιά να διαβάζουμε με το λυχνάρι. Ο δάσκαλός μας ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος νομίζω. Πιο αυστηρός ήταν με τα ανήψια του και τις κόρες του, που τις σπούδαξε και του χάρισαν σπουδαία εγγόνια, όλα επιστήμονες.
Θυμάμαι μια φορά που ρώτησε ο δάσκαλός μας ένα συμμαθητή μας τι τρώγανε οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες και εκείνος απάντησε κοκορόζουμο. Ένα άλλο παιδί είπε ότι η γίδα έχει τρία πόδια.
Μας συμβούλευε, όταν θα πάμε στην Καλαμάτα για δουλειά να πάμε και στο νυχτερινό Γυμνάσιο θα μας χρειαστεί στο μέλλον. Έτσι πολλά παιδιά από το νυχτερινό καλυτέρεψαν πολύ τη ζωή τους. Προσωπικά εγώ μέχρι το στρατό είχαν τελειώσει πέντε τάξεις. Το άφησα και πήγα πάλι στα 56 μου χρόνια και στα 58 πήρα απολυτήριο. Από τα χέρια του δασκάλου μας που μας δίδαξε αρετή και αρχές βγήκαν πολλοί επιστήμονες σε όλους τους κλάδους καθώς και επιχειρηματίες. Στον τομέα της εκπαίδευσης ο σημερινός επιθεωρητής Μεσσηνίας κ. Δημήτριος Ι. Οικονομόπουλος, τελείωσε το σχολείο της Νέδουσας και ήταν μαθητής του στις πρώτες τάξεις.
Όταν μας συναντάει ο δάσκαλός στο δρόμο μας ρωτάει πάντα με τη φράση «τι κάνεις καλό μου παιδί», δείχνοντας ενδιαφέρον για την οικογένεια του καθενός μας. Όταν παίρναμε το ενδεικτικό στα χέρια μας, εάν είχε καλό βαθμό τα παιδιά το ανέμιζαν με χαρά. Εάν είχε σχεδόν καλώς πέντε, το δίπλωναν και τρέχοντας στα σοκάκια πήγαιναν στο σπίτι τους. Η γιαγιά που δεν ήξερε γράμματα έδινε την ευχή και από το κομποδεμένο μαντήλι της το φράγγο. Εάν έμεναν στην ίδια τάξη οι μεγάλοι γελώντας τους έλεγαν ότι τα φόρτωσαν όλα στον κόκκορα αλλά του χρόνου θα πάρουν άριστα, αρκεί να μην έχουν το μυαλό τους στις φωλιές και τα πουλιά.
Σεβαστέ μας δάσκαλε σε ευχαριστούμε που κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, διότι τα παιδιά του χωριού γεννημένα από ορεσίβιους γονείς γεωργούς και τσοπάνηδες ήταν σκληροτράχηλα αλλά επέμενες και μας έμαθες γράμματα και χορό. Κλείνω λέγοντας τα λόγια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Εις τον πατέρα μου οφείλω το ζην εις δε τον διδάσκαλό μου το ευ ζην».
Του Βασίλη Κων. Βαρελά