Αστυνόμευση τύπος ή ουσία;

Αστυνόμευση τύπος ή ουσία;

Ενώ το Προεδρικό Διάταγμα για την αναδιάταξη των δυνάμεων της Αστυνομίας βρίσκεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την κατά νόμο γνωμοδότηση, υπάρχουν διαμαρτυρίες των κατοίκων των περιοχών όπου τα αστυνομικά τμήματα συγχωνεύονται με άλλα, με προεξάρχουσα τη διαμαρτυρία των κατοίκων των Φιλιατρών.
Κι αυτό συμβαίνει την ίδια στιγμή που είναι γενικά αρνητική η απάντηση στο ερώτημα, αν η υπάρχουσα κατάσταση αστυνόμευσης τους ικανοποιεί. Είναι κοινά αποδεκτό ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται σήμερα η αστυνόμευση δεν αποτρέπει την εγκληματικότητα, δεν εμπεδώνει το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, αλλά και δεν παρέχει ασφάλεια στους ίδιους τους αστυνομικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Η διαμαρτυρία στις περιοχές που συγχωνεύονται τα αστυνομικά τμήματα εστιάζεται αποκλειστικά στην “υποβάθμιση” της συγκεκριμένης περιοχής από την απομάκρυνση διοικητικών υπηρεσιών.
Όμως, στην εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, της εύκολης μετάβασης από την μια περιοχή στην άλλη και της ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιών, η βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου δεν μπορεί να βασίζεται στην εγκατάσταση κάποιων διοικητικών υπηρεσιών με ολιγάριθμο προσωπικό, που ουσιαστικά δεν παράγει έργο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της λειτουργίας Ειρηνοδικείων, τα οποία κατ’ έτος εξέδιδαν ελάχιστο αριθμός αποφάσεων, που μπορούσε να μετρηθεί στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αντίθετα, η ανάπτυξη ενός τόπου θα πρέπει να βασίζεται στην ορθολογική και βιώσιμη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κάθε περιοχής και στην ανάδειξη των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων.
Για παράδειγμα, στις αγροτικές περιοχές προέχει η αναβάθμιση των αγροτικών καλλιεργειών, η οργάνωση της τυποποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, ώστε αυτά να αποκτήσουν προστιθέμενη αξία. Από τη μεριά της η Πολιτεία θα πρέπει να διευκολύνει την ορθολογική ανάπτυξη μιας περιοχής, αλλά και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, στις παρούσες συνθήκες, να περιορίσει τα έξοδα χωρίς να μειώσει τις υπηρεσίες που αποδίδει στους πολίτες.
Όσον αφορά στην ασφάλεια των πολιτών, αυτή πρέπει να είναι ουσιαστική. Να μη βασίζεται στη φρούρηση κτηρίων αστυνομικών τμημάτων, αλλά στην αδιάκοπη παρουσία των αστυνομικών στους δρόμους, στην εποχούμενη αναμονή τους σε καίρια σημεία και στην ετοιμότητά τους να επέμβουν τάχιστα όπου χρειαστεί.
Η ύπαρξη ενός κτηρίου αστυνομικού τμήματος εδώ, εκεί ή παραπέρα, δε βελτιώνει την παρουσία των αστυνομικών στην ευρύτερη περιοχή. Το αντίθετο, μάλιστα, τους “κλείνει” μέσα απλά και μόνο για να φρουρήσουν ένα αστυνομικό τμήμα σε συνεχόμενη βάση. Πράγμα που τα παραβατικά άτομα το γνωρίζουν.
Στη συγκεκριμένη περίοδο της οικονομικής κρίσης επιχειρείται καλύτερη κατανομή των υπαρχουσών δυνάμεων, γιατί ορθά έχει επισημανθεί ότι το υπάρχον μοντέλο αστυνόμευσης δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Αναδιατάσσονται οι αστυνομικές δυνάμεις, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν το ρόλο τους, αυτού της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της εμπέδωσης του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες, με δημοκρατία και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και ασφάλεια για τους ίδιους τους αστυνομικούς. Ο νόμος δεν πρέπει να είναι κλεισμένος σε κτήρια, αλλά να φαίνεται στο δρόμο, ανάμεσα στους πολίτες. Από μόνο του το κτήριο δεν παρέχει ασφάλεια!
Στην κατεύθυνση αυτή η κυβέρνηση έχει ήδη καταγράψει και αποδεσμεύσει από τη φύλαξη επισήμων και άλλων προσωπικοτήτων περίπου 700 αστυνομικούς, που θα αποσταλούν για να στελεχώσουν τις δυνάμεις που διασφαλίζουν το δικαίωμα των πολιτών στη ζωή και την ιδιοκτησία και έπεται συνέχεια. Για να αντιμετωπιστεί καλύτερα το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα.
Η Ελλάδα ήταν και παραμένει ασφαλής χώρα και για μας και για τα 30 εκατομμύρια που μας επισκέπτονται κάθε χρόνο, παρά τις ανεπανάληπτες ροές προσφύγων και μεταναστών που πέρασαν από τα εδάφη μας. Η αναδιοργάνωση έχει ως κύριο στόχο να διατηρήσει αυτό το ασφαλές περιβάλλον και να συνεισφέρει στην έξοδο από την κρίση. 

Της Παναγιώτας Κοζομπόλη – Αμανατίδη
Δικηγόρου – Βουλευτή Μεσσηνίας ΣΥΡΙΖΑ