Τι μάθαμε από τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την κύρωση της σύμβασης στο Ελληνικό; Πολλά για το ιδεολογικό και το δράμα το υπαρξιακό.
Από το 2010 άλλες δύο κυβερνήσεις βασανίστηκαν από «τα μέτρα που δεν ταιριάζουν στη φυσιογνωμία του κόμματος». Διότι τα κόμματα δημιουργήθηκαν για λειμώνες και όταν έπεσαν πάνω στους χειμώνες μάδησαν σαν τις ανεμώνες.
Πώς το ‘πε ο υπουργός Οικονομικών; «Ιστορικά στην Ευρώπη, η Αριστερά πηγαίνει καλά, όχι όταν χειροτερεύει ο οικονομικός δείκτης, αλλά όταν αρχίζει να ανεβαίνει.
Ο κόσμος φοβάται όταν χειροτερεύουν οι οικονομικοί δείκτες και έχει συντηρητικά αντανακλαστικά. Εμπιστεύεται την Αριστερά όταν ανεβαίνει ο οικονομικός δείκτης, γιατί ξέρει ότι θα διαχειριστεί την ανάπτυξη με πιο δίκαιο τρόπο».
Η Δεξιά δηλαδή θέλει… την κρίση της και η Αριστερά την άνοιξη. Ενδεχομένως, αλλά πού κολλάει το Ελληνικό; Ίσως, γιατί λόγω ονομασίας μάς αναγκάζει να ξαναθυμηθούμε ότι αν ο ρεαλισμός των καταστάσεων μας πέφτει βαρύς, μπορούμε να τον δούμε ως διέξοδο προς το… σουρεαλισμό.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει εκ γενετής για μία έννοια που λέγεται “δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού” και στο περιεχόμενό του έχει υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, νίκες και ήττες. Είναι σταθερές οι αξίες μας σε αυτόν τον δρόμο.
Άρα, όταν σ’ αυτόν τον δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρτερους συσχετισμούς που μας αναγκάζουν να υποστούμε μία αναγνωρισμένη ήττα, δεν σημαίνει ότι μετά την ήττα λέμε άλλα από αυτά που λέγαμε πριν.
Λέμε κάτι που αναγνωρίζει το γεγονός μιας ήττας, ότι πρέπει να προσαρμοστούμε, να κάνουμε τον συμβιβασμό που απαιτεί η ήττα για να συνεχίσουμε τον αγώνα».
Τι σημαίνει αυτή η συνέχιση του αγώνα στην περίπτωση του Ελληνικού, κύριε καθηγητά; Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός και η μοίρα του. Αυτό είναι, όμως, μια άλλη ιστορία. Την άλλη ιστορία την πήρε μαζί του ο Πουλαντζάς.
Α.Π.