Η ναυμαχία του Ναυαρίνου και οι πρώτες γραφές της


«Κόνις Ονείρων»
 
«…τα ρούσικα καράβια, δύο μεγάλα κομμάτια, η καπιτάνα κι ένα δεύτερο, είχαν αράξει στις Κιτριές, ανοιχτά στο κόλπο της Καλαμάτας… η θάλασσα βαρέθηκε τη μπουνάτσα, τα βουνά, τα δέντρα πεθυμάνε χειμώνα, λαχταρήσανε από τώρα τον αγριωπό, τον αντρίκειο άνεμο. Το αποσταμένο καλοκαίρι πάει να κάτσει, πάει ν’ ακουμπήσει απάνου στο φθινόπωρο, η ζεματισμένη γη βιάζεται σα θηλυκιά, να δεχτεί τη βροχή που θα την ετοιμάσει για το σπορείο.
-Εκεί που βλέπετε – λέει στους αξιωματικούς, ο Έλληνας δραγουμάνος, δείχνοντάς τους προς τα δυτικά τον ορίζοντα – είναι η Μεσσηνία, η γη του θεού. Ένα σπέρνεις, δέκα θερίζεις. Μόνο που τη κόψανε οι αραπάδες ως τα Γιαννιτσάνικα.
Κι από τούτη τη μεριά;
-Από τούτη τη μεριά αρχίζει η Μάνη, τα Κακαβούλια. Το βουνό το λένε Σέλιτσα. Kι απ’ τη Σέλιτσα κι εδώθε ούτε χώματα, ούτε νερά. Μόνο αίμα και ντουφέκια…».
(Γεώργιος Φτέρης)
 
Η ΝΑΥΜΑΧIΑ από αυτόπτη μάρτυρα, με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 1827
 
«Η εξής έκθεσις της εν Νεοκάστρω ναυμαχίας μας εκοινοποιήθη από άνθρωπον εξαίρετον, όστις ευρέθη εις την ναυμαχίαν επί της Αγγλικής φρεγάτας Κάμβριαν.
Ο συμμαχικός στόλος συνιστάμενος εις πλοία 29, εξ ων 3 δίκροτα Αγγλικά, 3 Ρωσσικά και 4 Γαλλικά, 4 φρεγάται Αγγλικαί, 3 Ρωσσικαί και 1 γαλλική, κορβέττα Αγγλική, 1 Ρωσσική, και έτερα βρίκια και εν κότερον, την 8 του ενεστώτος εις τα 2 ώρας μετά τη μεσημβρίαν επλησίασεν εις τον λιμένα του Νεοκάστρου. Ενώ δε οι τρεις ναύαρχοι επικεφαλής όλου του στόλου διέπλεον το στόμιον του λιμένος, τα Τουρκικά κανονοστάσια έρριψαν ένα κανόνι εις τον αέρα. Τα συμμαχικά πλοία εισπλεύσαντα εις τον λιμένα άραξαν, και τα μεν Ρώσσικά κατέλαβον το αριστερόν κέρας, τα δε Γαλλικά το δεξιόν, το μέσον δε τα Αγγλικά. Επειδή δε η Σειρήν έτυχε τοποθετημένη πλησίον ενός τουρκικού πυρπολητηρίου, ο κύριος Δεριγνής έστειλε τινάς βάρκας δια να τους ειπούν να το απομακρύνουν, οι δε εν τω πυρπολητηρίω Τούρκοι ευκαίρωσαν τινά τουφέκια κατ’ αυτών. Τότε ο κύριος Δεριγνύς ήνοιξε την κανονοσειράν του εναντίον του πυρπολικού, το οποίον οι Τούρκοι εν τω άμα πυρπολήσαντες εγκατέλειπον. Εν ταυτώ μία κορβέτα του Μεχμέτ Αλλή από τας εν Μασσαλία κατασκευσθείσας ήρχισε να κανονοβολή κατά της Ασίας, Αγγλικής ναυαρχίδος. Ο κύριος Κόδριγκτων έστειλε τον ποδότην (πιλότον) του με μία βάρκαν εις τον Ταχίρ –πασάν να τον είπη, ότι δεν εμβήκε δια να κτυπήση, αλλά δια να τους βιάση ν’ αναχωρήσουν, και ότι οι τρεις ναύαρχοι δεν εμβήκαν επί σκοπώ να αρχίσουν τον πόλεμον, ειμή αν τους βιάσουν οι Τούρκοι. Αλλά μόλις ανήγγειλε ταύτα ο ποδότης, και στραφείς να αναχωρήση εφονεύθη από τους Τούρκους. Ταυτοχρόνως ο καπετάνος της Δαρτιμούθ έστειλεν ένα άνθρωπον εις το πλησίον του αραγμένον έτερον πυρπολητήριον Τουρκικόν, δια να τους είπη να το απομακρύνουν χωρίς να βάλουν πυρ’ αλλά, προτού να το είπη, οι Τούρκοι του έκοψαν διαμιάς την κεφαλήν και τους πόδας. Τότε ήρχισαν πανταχόθεν το πυρ, τρία πυρπολητήρια έκαυσαν οι Τούρκοι εις μάτην. Η Κάμβρια και η Γλασκώ διορισθείσαι εκτύπησαν τα επί του νησίου και της ξηράς τουρκικά κανονοστάσια, τα εις το στόμιον του λιμένος κείμενα, και μετ’ ολίγον μία φρεγάτα και δύο κορβέτται Τουρκικαί υψώσασαι Αγγλικήν σημαίαν παρεδόθησαν. Ακτάπαυστον πυρ εγένετο πανταχόθεν, και η μάχη διήρκεσεν από την 3 ώραν μετά μεσημβρίαν έως τη νύκτα. Φρεγάται και κορβέτται τινές Τουρκικαί εβυθίσθησαν, όσα δε πλοία Τουρκικά παρελύοντο, οι Τούρκοι τα έκαιον ώστε την νύκταν όλην ήτο μεγάλη φωτοχυσία.
Η ζημία των Τούρκων ωσέγγιστα είναι αύτη.
Ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος, καθώς είχε μετρηθή προ ολίγων ημερών, συνίστατο από επτά δίκροτα, δεκαεννέα φρεγάτας, εικοσιτέσσαρας κορβέττας, δεκατέσσερα βρίκια, εξ πυρπολητήρια, δύο γολέττας και τεσσαράκοντα εξ φορτηγά.
Ένδεκα έως δώδεκα φρεγάται και κορβέτται κατεβυθίσθησαν, άλλαι δε έπεσον έξω εις την ξηράν. Τα δίκροτα όλα ηφανίσθησαν και κατά τα κατάρτια και κατά τα σκάφη. Μίαν και ήμισυ ημέραν και δύο νύκτας έκαιον οι Τούρκοι τα μισοχαλασμένα και πεσμένα εις την ξηράν πλοία. Λογίζομεν ότι υπέρ τα 25 εκάησαν.
Ήδη σώζονται εις τους Τουρκοαιγυπτίους, με μερικά Αλγερίνικα και Τενεζίνικα , τα εξής:
2 δίκροτα χωρίς κατάρτια, τρυπημένα και πεσμένα εις την ξηράν άχρηστα.
1 δίκροτον χωρίς κατάρτια, εις την θάλασσαν.
4 φρεγάται ριμμέναι εις την ξηράν χωρίς κατάρτια.
6 κορβέτται σώαι.
2 κορβέτται ριμέναι εις την ξηράν.
8 βρίκια πολεμικά.
33 φορτηγά.
2 γολέτται.
2 Αυστριακά πολεμικά.
Λογίζονται ότι Τούρκοι είναι χαμένοι πέντε έως εξ χιλιάδες.
Η δε ζημία του συμμαχικού στόλου είναι ωσέγγυστα η εξής:
Η Ασία, ήτις και πρώτη εισέπλευσεν, έχασε της πρύμνης το κατάρτι και είχεν έως 40 φονευμένους και πληγωμένους.
Η Γένουα ομοίως έχασε το κατάρτι της πρύμνης, εις την οποίαν εν δίκροτον τούρκικον δύο φοράς ηθέλησε να εφορμήση. Είχε τινάς Έλληνας αυτό το Τουρκικόν πλοίον, τους οποίους εις την προσέγγισιν έβαλλον έμπροσθεν δια να δέχονται το πρώτον χτύπημα, εκείνοι δε εισπηδώντες εις την Γένουαν εφώναζον το όνομα χριστιανός και έστρεφον τα όπλα των κατά των Τούρκων. Ο κομμοδόρος αυτής Βάρθος λεγόμενος απέθανε την εποιούσαν εις τας δύο ώρας το πρωί.
Η Σειρήν έχασεν ομοίως το κατάρτι της, οκτώ αξιωματικούς και αρκετούς ναύτας.
Πάντα τα πλοία εδοκίμασαν κατά το μάλλον και ήττον ζημίαν.
Ο Ναύαρχος Ρώσσος Βαρών Άιδην είχε σώσει τινάς από τα ναυάγια των Τουρκικών πλοίων, καθώς και ο καπετάν Άμελτων και όλοι διέσωσαν όσους ηδυνήθησαν. Οι από τον Ρώσσον Ναύαρχον λοιπόν διασωθέντες ηθέλησαν να βάλουν την νύκτα εις το δίκροττόν του πυρ, και επειδή, δια να σωθούν, είχον ειπεί ότι είναι Έλληνες και ωμιλούσαν την Ελληνικήν γλώσσαν, ενομίσθησαν από τον Ναύαρχον ότι είναι Έλληνες, πλην είναι πιθανώτατον ότι είναι Τούρκοι, διότι, εάν ήσαν Έλληνες, ήθελον φερθή, καθώς εφέρθησαν εκείνοι, οίτινες, αφού εμβήκαν εις την Γένουαν, έστρεψαν τα όπλα των κατά των Τούρκων.
Πολλοί Αυστριακοί, Ιταλοί και Γάλλοι, ευρίσκοντο εις τα Τουρκοαιγυπτιακά πλοία και αξιωματικοί και ναύται.
Κατά τας δοθείσας αναφοράς ή εις ανθρώπους ζημία των συμμάχων είναι η εφεξής:
 
    Φονευμένοι Πληγωμένοι   
Άγγλοι……………………..74………….198………….272
Γάλλοι…………………….43………….141………….184
Ρώσσοι……………………59………….139………….198
Όλον …         654
 
Τόσην ασπλαχνίαν έδειξαν οι Τούρκοι προς τους ιδίους αυτών, ώστε ενώ τα συμμαχικά πλοία έσωζαν την επιούσαν της ναυμαχίας τους έτι ζώντας εις την θάλασσαν Τούρκους, εκείνοι τους παρέβλεπον με άκραν ωμότητα.
Μετά την ναυμαχίαν τα μεν Αγγλικά και Ρώσικα πλοία απέπλευσαν εις Μάλταν, και Τουλών, τα δε Γαλλικά εις Μήλον, δια να γένη η αναγκαία επισκευή εις τα βλαφθέντα εκ της μάχης».
Θα το πούμε, λοιπόν, πάλι. Φοβότανε τούτος ο τόπος τη μνήμη, την ιστορική μνήμη, που ορίζει την πορεία, την παρουσία και τη διάσταση της απώλειας του Γένους, σε τούτη έστω την ελάχιστη άκρα της γης, που μία από τις προαιώνιες πατρίδες του είναι. Τη μνήμη, που όλο και φυλακώνεται ανάμεσα στην αθλιότητα του ψεύδους, της αλλοίωσης και της στρεβλής παράστασης του «γεγονότος» σαν ιστορικού θεμέλιου λίθου. Της ιστορικής μνήμης, που σχεδιασμένα επιχειρήθηκε να ξεριζωθεί από τούτο τον τόπο, χτυπημένη με ένα ακατανόητο μίσος που φώλιασε σε όλους, ομόφυλους και αλλόφυλους, Βυζαντινούς, δυτικούς και ανατολίτες. Μιας ιστορικής μνήμης, που μόνο προς στιγμήν ελπιδοφόρα θώπευσε η παρουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αυτού του μοναχογιού της Ελληνίδας Ελένης, που «ευτελή πόρνη» ονοματίσανε 1, που πνίγηκε στο σκοταδισμό του Ιουστινιανού που «διωγμό κίνησε σφόδρα κατά Ελλήνων και πολλούς ευρεθέντας εκόλασε» και κυνηγήθηκε αμείλικτα από τους μελανοχίτωνες επιδρομείς του Θεοδοσίου, που μανιασμένα κατέστρεψαν κάθε τι Ελληνικό και δεν άφησαν παρά μόνο χαλάσματα και ερείπια. Καταστροφή που συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, ώστε ό,τι σώθηκε από τους σεισμούς, τους πολέμους και τα πλιάτσικα των Ρωμαίων, των Βυζαντινών και άλλων, να το θωρούμε απαθείς να καταστρέφεται σήμερα, από όσους επιχειρούν και καταφέρνουν να εμπορεύονται την ιστορία μας, που επικίνδυνη λένε πως είναι και ασυμβίβαστη με τη νέα πορεία, στους σημερινούς καιρούς.
 
Σημείωση
Το όνομα “Ναυαρίνο” δεν προέρχεται από τους Αβάρους, που γράφουν Έλληνες ιστορικοί, φιλέλληνες και μισέλληνες ή από ισπανική εταιρεία ή την πόλη Ναυάρα που γράφουν άλλοι, αλλά είναι αρχαιότερο της εισβολής των Αβάρων στην Πελοπόννησο, και όπως γράφει ο Π. Κομνηνός, απαντάται «εν τοις Λατινικοίς σχολίοις Πτολεμαίου».
 
Του Δημητρίου Ν Ζέρβα