Συνεχίζεται η εκδίκαση στο μεικτό ορκωτό εφετείο Καλαμάτας
Με εξαντλητικούς ρυθμούς και καταθέσεις βασικών μαρτύρων συνεχίσθηκε χθες και διεκόπη για τις 3 Μαΐου στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας η επανεκδίκαση, έπειτα από εντολή του Αρείου Πάγου, της υπόθεσης για την άγρια δολοφονία του δικηγόρου Σπύρου Ιωάννου στο γραφείο του στην Κυπαρισσία στις 26 Ιανουαρίου 2009.
Χθες από το πρωί κατέθεσαν η σύζυγος του δολοφονημένου δικηγόρου, η υπάλληλος του γραφείου του, ο λογιστής φίλος του που τον βρήκε μέσα στο γραφείο χτυπημένο και δικηγόρος φίλος του, ενώ η διαδικασία ολοκληρώθηκε νωρίς το βράδυ.
Αν και την πρώτη μέρα της δίκης στο εδώλιο του κατηγορουμένου είχε καθίσει μόνο ο Βορειοηπειρώτης Ορέστη Ντούτσι, η αίτηση αναίρεσης του οποίου έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο, χθες με εντολή του δικαστηρίου έγινε η μεταγωγή και του δεύτερου Αλβανού κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να μην παραστεί στη διαδικασία και να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Ωστόσο, ύστερα και από αίτημα των δικηγόρων, το δικαστήριο αποφάσισε πως η παρουσία του είναι απαραίτητη και ζήτησε τη μεταγωγή του, όπως και έγινε.
Να σημειωθεί ότι στο πρώτο δικαστήριο είχαν καταδικασθεί σε ισόβια κάθειρξη αμφότεροι.
Κατά τη χθεσινή διαδικασία κατατέθηκαν αιτήματα από την υπεράσπιση του Ντούτσι να κληθούν να καταθέσουν ο αστυνομικός υποδιευθυντής που είχε χειρισθεί τότε την υπόθεση στην Κυπαρισσία και έχει κατηγορηθεί από πολλές πλευρές για λάθη και παραλείψεις, ο ιατροδικαστής, αλλά και οι δύο αστυνομικοί που το βράδυ της δολοφονίας πήγαν στο σπίτι του κατηγορούμενου Βορειοηπειρώτη.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη των αιτημάτων, ενώ το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει σε αυτά στην επόμενη συνεδρίαση.
Η σύζυγος
Πρώτη τη διαδικασία άνοιξε χθες με την κατάθεσή της η χήρα του δολοφονημένου δικηγόρου, η οποία αρκετές φορές μίλησε για λάθη και παραλείψεις της τοπικής Αστυνομίας στις έρευνες, ενώ άφησε και άλλες αιχμές λέγοντας πως στα εννιάμερα του άντρα της στο νεκροταφείο Αλβανός την πλησίασε και της είπε ότι το προηγούμενο βράδυ ο αστυνομικός υποδιευθυντής ήταν με τον αδελφό του Ντούτσι και έτρωγαν στο Καλό Νερό. Επίσης, δήλωσε ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός είχε μιλήσει στο μεγάλο της γιο και του είχε ζητήσει συγγνώμη, λέγοντας ότι «δεν τα έκανε καλά».
Για το μοιραίο βράδυ, η μάρτυρας ανέφερε ότι ο άντρας της τηλεφώνησε περίπου στις 10.05 από το γραφείο και της ζήτησε να του ετοιμάσει φαγητό. Ωστόσο, μέχρι τις 11.00 δεν επέστρεψε, ενώ δεν απάντησε στις κλήσεις στο κινητό τηλέφωνο και στο γραφείο. Την ώρα που ετοιμάσθηκε να τον αναζητήσει, την πήρε τηλέφωνο συνάδελφος δικηγόρος, ο οποίος την ενημέρωσε να πάει στο νοσοκομείο, γιατί ο «Σπύρος είχε γλιστρήσει και είχε χτυπήσει».
Πηγαίνοντας στο νοσοκομείο, όπως περιέγραψε, βρήκε πολλούς δικηγόρους και εκεί ο δικηγόρος που την είχε πάρει τηλέφωνο της είπε ότι τον έχουν χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι.
Όπως είπε ακόμη, μιλώντας με την υπάλληλο του άντρα της, της ανέφερε όνομα πελάτη με τον οποίο είχαν έντονη αντιδικία εκείνο το διάστημα και αυτή της απάντησε ότι δεν είναι αυτός ο δράστης, αλλά ο Ντούτσι.
Περιέγραψε στη συνέχεια πως, όταν είχαν το σύζυγό της στο ακτινολογικό, καθ’ υπόδειξη ο φίλος του λογιστής τον ρώτησε τρία ονόματα και το θύμα με νεύματα απάντησε καταφατικά, όταν άκουσε το όνομα του Ντούτσι, αν είναι ο δράστης.
Μάλιστα, κατέθεσε πως, αν και ενημερώθηκε γιατί ήταν παρών ο αστυνομικός υποδιευθυντής και του είπαν «στον έδωσε», δεν έκανε τίποτα, ενώ όταν τον ρώτησαν αν θα συλλάβει το Βορειοηπειρώτη, δεν το αμφισβήτησε, αλλά απάντησε ότι θα περιμένει να συνέλθει το θύμα για να τα πει καλύτερα το πρωί.
Ο άτυχος δικηγόρος διακομίσθηκε διασωληνωμένος στην Τρίπολη, όπου έπεσε σε κώμα και ύστερα από λίγες ημέρες κατέληξε.
Τόνισε ότι από την Αστυνομία της Κυπαρισσίας έγιναν πολλά λάθη, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως όταν ο νοσηλευτής έβγαλε τα ρούχα του άντρα της, ρώτησε το συγκεκριμένο αστυνομικό τι να τα κάνει και του είπε να τα πετάξει, ενώ τα βρήκαν την άλλη μέρα στη χωματερή του Δήμου. Επίσης, κατήγγειλε το συγκεκριμένο αστυνομικό ότι διόρθωσε την ώρα στην έκθεση αυτοψίας που έκανε στο γραφείο του θύματος.
Κατέθεσε δε την απόλυτη πεποίθησή της ότι δράστης είναι ο Βορειοηπειρώτης, ενώ πρόσθεσε πως, όταν ο Αλβανός οδηγείτο στον Ανακριτή, τον ρώτησε γιατί το έκανε κι αυτός της ζήτησε συγγνώμη και της είπε ότι το έκανε ο Ντούτσι.
Η χήρα αναφέρθηκε και στο δικηγόρο του Βορειοηπειρώτη που είχε καταθέσει στο πρώτο δικαστήριο ότι αυτός έπεισε τον Ντούτσι να ομολογήσει, αν και επέμενε ότι είναι αθώος. Είπε ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, μετά τη μήνυση που του έκαναν για ψευδορκία, παραδέχθηκε ότι πράγματι είχε πει ψέματα, υποστηρίζοντας ότι ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης είχε απειλήσει για τη ζωή τη δική του και των παιδιών του.
Τέλος, κατέθεσε ότι η οικογένειά της ακόμα υποφέρει από το τραγικό γεγονός, ενώ υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις στα δύο της παιδιά.
Καταθέσεις
Ακολούθως, κατέθεσε η γραμματέας του θύματος, η οποία σημείωσε ότι ο Σπύρος Ιωάννου ασχολούνταν με υποθέσεις χρεών και επιταγών, ενώ αναφέρθηκε σε δύο αντιδικίες με πελάτες, η μία με τον κατηγορούμενο Βορειοηπειρώτη. Περιέγραψε τον εργοδότη της ως τυπικό στη δουλειά του, που πάντα έδινε περιθώρια στους αντιδίκους. Εξήγησε ότι τις επιταγές του Βορειοηπειρώτη έφερε στο γραφείο ένας πελάτης και ανέθεσε τη υπόθεση στον Ιωάννου. Μάλιστα, είπε ότι ο πελάτης από την πρώτη επίσκεψη χαρακτήρισε το Βορειοηπειρώτη «κάθαρμα και άνθρωπο της νύχτας».
Η ίδια δήλωσε μάρτυρας σκηνής στο γραφείο του Ιωάννου, όπου ο πελάτης περιέγραφε πως τον επισκέφθηκε ο κατηγορούμενος και του είπε πως «όποιος πειράξει το σπίτι του, θα τον φάει το μαύρο χώμα». Μάλιστα, η μάρτυρας κατέθεσε ότι αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή τούς είπε: «Θα φάτε κανά βρωμόξυλο». Παρά ταύτα, πρόσθεσε ότι ο εργοδότης της δεν τρόμαξε.
Περιέγραψε και τα περιστατικά στο νοσοκομείο, ενώ υπογράμμισε ότι βλέποντας το δικηγόρο χτυπημένο, αυθόρμητα είπε ότι ο Βορειοηπειρώτης το έχει κάνει.
Δήλωσε, τέλος πως δε γνωρίζει καθόλου τον κατηγορούμενο Αλβανό. Ωστόσο, δέχτηκε ερωτήσεις από τον κατηγορούμενο Βορειοηπειρώτη γιατί λέει ότι δεν τον θυμάται, αφού ο Αλβανός είχε κάνει τα χαρτιά του στο γραφείο τους, και απάντησε ότι μπορεί να είχε πάει κάποια στιγμή που αυτή έλειπε.
Επίσης, επιβεβαίωσε ότι άκουσε τον Αλβανό, όταν πήγαινε στον ανακριτή, που απάντησε στη χήρα ότι ο Βορειοηπειρώτης το έχει κάνει.
Νεύματα
Αργά το απόγευμα ξεκίνησε η κατάθεση του φίλου του θύματος και λογιστή τότε του Δικηγορικού Συλλόγου Κυπαρισσίας. Όπως είπε, περίπου στις 10.00 εκείνο το βράδυ με κοινό τους φίλο πήγαιναν σε ταβέρνα και πέρασαν έξω από το γραφείο του Ιωάννου για να τον πάρουν μαζί, αλλά είδαν ότι είχε πελάτη και έφυγαν. Περίπου στις 11.30 ξαναπέρασε από την περιοχή και είδε τα φώτα αναμμένα, την πόρτα μισάνοιχτη και ένα σώμα πεσμένο στο πάτωμα.
Μπαίνοντας στο γραφείο βρήκε τον άτυχο δικηγόρο πεσμένο σε ύπτια θέση και με κατεύθυνση προς την πόρτα. Η τεχνητή οδοντοστοιχία που είχε το θύμα βρισκόταν στο πάτωμα, ενώ υπήρχε πολύ αίμα. Το δε γραφείο ήταν αναστατωμένο και φαινόταν να έχει προηγηθεί έντονη πάλη.
Ο άτυχος δικηγόρος σοβαρά χτυπημένος, όπως περιέγραψε ο μάρτυρας, βογκούσε και σοκαρίσθηκε πολύ από αυτό που αντίκρισε. Τότε κάλεσε φίλο τους δικηγόρο, ο οποίος, όταν πήγε, κάλεσε Αστυνομία και ασθενοφόρο. Ο μάρτυρας περιέγραψε ότι ο δικηγόρος τον ρωτούσε μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο τι έγινε, αλλά το θύμα έβγαζε φθόγγους χωρίς να απαντάει συγκεκριμένα.
Ο λογιστής περιέγραψε ότι στο Ακτινολογικό προσπαθούσαν να κρατήσουν το θύμα ακίνητο για να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις, αλλά έκανε έντονες κινήσεις. Του είπε να «κάτσει ήσυχα» και αμέσως ησύχασε, ωστόσο, όταν του είπε αν καταλαβαίνει τι του λέει να του σφίξει τη γροθιά, δεν το έκανε.
Τότε, όπως κατέθεσε, τον ρώτησε δύο φορές για τον άνθρωπο που είχαν έντονη αντιδικία ή αν ήταν Αλβανοί οι δράστες και όλες τις φορές έκανε νεύμα σαν να εννοεί όχι. Στη συνέχεια, με υπόδειξη του αστυνομικού που βρισκόταν στο χώρο, τον ρώτησε αν τον χτύπησε ο Βορειοηπειρώτης και κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω, αφήνοντας ένα βογκητό σαν ναι. Τότε γύρισε στο συγκεκριμένο αστυνομικό και του είπε «στον έδωσε» και ο αστυνομικός έφυγε. Όπως σημείωσε, θεώρησε ότι ο αστυνομικός πήγε να συλλάβει το Βορειοηπεριώτη ως δράστη. Όταν όμως βγήκε από το νοσοκομείο, είδε εκεί τον αστυνομικό, τον ρώτησε γιατί δεν πήγε και του απάντησε ότι αυτά είναι ενδείξεις.
Τέλος, περιέγραψε ότι τη μεθεπόμενη μέρα και ενώ περπατούσε, τον συνάντησε ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης με το αυτοκίνητο και του ζήτησε να μπει, αλλά τον απέφυγε γιατί φοβόταν. Κατέθεσε πως του είπε επιτακτικά «εσύ που τον βρήκες ξέρεις πολλά», καθώς και ότι θέλει να ζήσει ο δικηγόρος για να πει την αλήθεια.
Τελευταίος κατέθεσε χθες το βράδυ ο δικηγόρος που προσέτρεξε στο γραφείο του θύματος, όταν τον ειδοποίησε ο λογιστής. Από τα βασικά σημεία στην κατάθεσή του ήταν το κατά πόσο το θύμα αντιλαμβανόταν. Αρχικά είπε πως πριν έρθει το ασθενοφόρο στο γραφείο, προσπαθούσε να συγκρατήσει το σώμα του θύματος, το οποίο τρανταζόταν ολόκληρο. Προσπάθησε τότε να τον ρωτήσει ποιος το έκανε αυτό, αλλά το θύμα μόνο βογκούσε. Χαρακτηριστικά είπε «μούγγριζε».
«Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, πιστεύω ότι δεν επικοινωνούσε», είπε και λίγο αργότερα, όταν τον ρώτησαν αν μέσα στο ακτινολογικό το θύμα έδωσε απαντήσεις όταν το ρώτησαν ονόματα πιθανών δραστών.
Εξήγησε στη συνέχεια πως ο ίδιος δεν αντιλήφτηκε νεύμα από το θύμα. Μάλιστα, είπε ότι είναι αδιανόητο να συνέβη κάτι τέτοιο, αφού τον είχε ρωτήσει ο ίδιος νωρίτερα και δεν είχε πάρει απαντήσεις.
Αντίθετα, διέψευσε τον προηγούμενο μάρτυρα ότι φοβάται και δε λέει ότι είδε νεύμα. Μάλιστα, είπε ότι ποτέ δεν του έχει πει κάτι τέτοιο και πως αυτό το έχει πει και στον ίδιο.
Ωστόσο, ανέφερε πως άκουσε το λογιστή να λέει στον αστυνομικό «στον έδωσε» και ο αστυνομικός να φεύγει.
Και ο συγκεκριμένος μάρτυρας μίλησε για σοβαρές ελλείψεις στην αστυνομική έρευνα, ενώ χαρακτήρισε καθοριστικό το αποτύπωμα του Αλβανού κατηγορουμένου που βρέθηκε σε ένα χαρτί στο γραφείο του θύματος.
Της Βίκυς Βετουλάκη