Μέτριες τιμές παραγωγού για τα αγγούρια Τριφυλίας

Μέτριες τιμές παραγωγού για τα αγγούρια Τριφυλίας

Αυξημένοι ήταν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα οι ρυθμοί εξαγωγών των αγγουριών θερμοκηπίου της Τριφυλίας, κυρίως προς Βουλγαρία και Ρουμανία. Όμως, από αυτή την εβδομάδα έπεσαν στις βαλκανικές αγορές μεγάλες ποσότητες και «φρέναραν» οι ρυθμοί. Φέτος η παραγωγή ήταν καλή ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά οι τιμές παραγωγού δεν κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Μέχρι στιγμής έχει συγκομιστεί περίπου το 70% της παραγωγής.
Εκτιμάται ότι η φετινή παραγωγή ανέρχεται σε 2.500 τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος της εξάγεται. Οι δε φετινές τιμές παραγωγού κυμαίνονται σε περίπου 20-40 λεπτά το κιλό.
Σχετικά ο παραγωγός της περιοχής κ. Θεόδωρος Μιχαλακόπουλος ανέφερε στον ΑγροΤύπο: «Αυξημένη παραγωγή και υψηλή ποιότητα είχαν φέτος τα αγγούρια της Τριφυλίας. Δεν υπήρξαν προβλήματα φυτοπροστασίας. Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε μεγάλους ρυθμούς εξαγωγών. Από αυτή την εβδομάδα έχουν “φρενάρει” οι εξαγωγές. Οι τιμές κυμάνθηκαν σε μέτρια επίπεδα, γύρω στα 40 λεπτά το κιλό, που είναι στα ίδια επίπεδα σε σχέση με πέρσι. Για ακόμη ένα μήνα θα διαρκέσει η συγκομιδή στην περιοχή».
Από την πλευρά του ο κ. Γιώργος Αλεξανδρόπουλος, πρόεδρος στην Οργάνωση Παραγωγών με την επωνυμία «Φιλιατρών Γαία», μιλώντας στον ΑγροΤύπο τόνισε ότι «το επόμενο διάστημα αναμένεται να πέσουν οι εξαγωγές αγγουριών της Τριφυλίας. Ξεκινά η συγκομιδή των βαλκανικών κρατών και έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην αγορά αυτών των χωρών τα αγγούρια της Αλβανίας.
Επίσης, τα αγγούρια από την Κρήτη προς το τέλος της συγκομιδής είχαν πολύ μειωμένες τιμές (50% σε σχέση με πέρσι). Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μειωθούν οι τιμές και να μη συμφέρει να γίνονται αυτή την εποχή εξαγωγές. Από την άλλη, η ελληνική αγορά κινείται σε υποτονικά επίπεδα με τιμές που κυμαίνονται στα 25-35 λεπτά το ζευγάρι».
 
Δύσκολη η βαλκανική αγορά,
κινδυνεύουν να βγουν εκτός οι Έλληνες
«Η βαλκανική αγορά είναι μια αγορά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των καταναλωτών και οι Έλληνες παραγωγοί κηπευτικών είναι υποχρεωμένοι να παίζουν πολλές φορές με μη ανταγωνιστικούς κανόνες», τονίζει ο πρόεδρος, προσθέτοντας ότι «οι Έλληνες παραγωγοί λέμε κάθε πέρσι και καλύτερα».
«Η αγορά των βαλκανικών χωρών έχει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Πέρσι είχαμε μια καλή συνεργασία με σούπερ μάρκετ της Ρουμανίας. Φέτος, όμως, δε συνεχίστηκε η συνεργασία μας, επειδή προτίμησαν να συνεργαστούν με τους Αλβανούς.
Τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει δυναμική παρουσία και οι Αλβανοί, που έχουν στήσει πολλές νέες θερμοκηπιακές μονάδες στη χώρα τους. Εκεί επενδύουν μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες και έχουν χαμηλά εργατικά (5 ευρώ το ημερομίσθιο). Επίσης, χρησιμοποιούν φυτοφάρμακα που αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αποσυρθεί από την Ε.Ε. Παράγουν κυρίως μικρού μεγέθους αγγούρια, που είναι πολύ δημοφιλή στην αγορά της Ρουμανίας.
Επίσης η Βουλγαρία έχει κατασκευάσει αρκετά θερμοκήπια και αν έχει μεγάλη παραγωγή, τη διακινεί στις γειτονικές αγορές και έτσι ρίχνει τις τιμές.
Σε Αλβανία και Σκόπια δεν υπάρχει η διαδικασία πιστοποιήσεων ούτε τα ευρωπαϊκά πρότυπα ποιότητας. Υπάρχει και η μεγάλη παραγωγή της Τουρκίας. Επίσης τα σούπερ μάρκετ των βαλκανικών χωρών (Βουλγαρίας, Ρουμανίας κ.α.) δεν έχουν τις υψηλές απαιτήσεις (ποιοτικά στάνταρ) που έχουν οι αγορές της δυτικής Ευρώπης. Αυτό που ζητούν είναι ένα φτηνό προϊόν. Οι καταναλωτές έχουν περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες».
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑγροΤύπου για εξεύρεση νέων αγορών, ο κ. Αλεξανδρόπουλος αναφέρει ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν. «Μέχρι και την Τσεχία είναι εύκολο να γίνουν εξαγωγές κηπευτικών. Για Γερμανία και πάνω είναι πολύ δύσκολο, αφού αυτές τις αγορές τις έχουν “κερδίσει” οι Ισπανοί που ευνοούνται λόγω της απόστασης (κόστος μεταφοράς). Θα πρέπει να μειωθεί πολύ το κόστος παραγωγής για να έχουν τύχη τα ελληνικά προϊόντα στις αγορές αυτών των χωρών.
Αντίθετα, όμως, τα τελευταία χρόνια το κόστος παραγωγής αυξάνει κάθε χρόνο στη χώρα μας. Έχουμε αυξήσεις στις τιμές των αγροτικών εφοδίων, φορολογίας, ασφαλιστικών εισφορών. Από την άλλη, η κατανάλωση στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένη και δεν μπορεί να απορροφήσει την ελληνική παραγωγή. Και τα θερμοκήπια στη χώρα μας έχουν αυξηθεί και τα προϊόντα αναζητούν αγορές για να απορροφηθούν.
Όσον αφορά στα ευρωπαϊκά προγράμματα του ΠΑΑ, υπάρχει τεράστια γραφειοκρατία και δε βοηθούν ουσιαστικά στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Οι αγρότες που εντάσσονται σε αυτά τις περισσότερες φορές αγανακτούν και μετανιώνουν για αυτό που έκαναν. Αν δεν αλλάξουν την διαδικασία εφαρμογής, τότε μόνο λίγες μεγάλες εταιρίες (πολυεθνικές) θα μπορούν να ενταχθούν σε αυτά».