Πριν από 7 χρόνια ξεκίνησε τη λειτουργία του το «Κύτταρο», το γνωστό ροκ μπαρ στον πεζόδρομο της Αμφείας. Ιδιοκτήτες του είναι ο Δημήτρης Σκοκέας και ο Νίκος Νικολοκέας, δύο άνθρωποι που ξέρουν τη νύχτα όσο ελάχιστοι στην Καλαμάτα. Ο πρώτος είναι γνωστός από το θρυλικό «Νότο», ενώ ο δεύτερος από καταστήματα της Μάνης.
Είναι, επίσης, άνθρωποι επαγγελματικά ανήσυχοι, που δε σταματούν την προσπάθεια να ενισχύσουν την κάβα του μαγαζιού τους, ειδικότερα σε ετικέτες ουίσκι και μπύρας.
Αυτός ήταν ο λόγος που το «Θάρρος» βρέθηκε στο «Κύτταρο», όπου μιλήσαμε μαζί τους για την κάβα τους, που περιλαμβάνει 400 ετικέτες, αλλά και για το πόσο έχει αλλάξει η νυχτερινή διασκέδαση όλα αυτά τα χρόνια.
Η ιστορία του Νίκου και του Δημήτρη και οι αλλαγές στη νύχτα
Όπως μας ανέφεραν, οι ιστορίες τους είναι παράλληλες, αλλά διαφορετικές. Το κοινό τους είναι τα χρόνια που βρίσκονται στο χώρο, αφού πλέον συμπληρώνουν τα 33, με τον έναν να δραστηριοποιείται στη Μάνη και τον άλλον στην Καλαμάτα.
Είχαν την τύχη, όπως παρατήρησαν, να προλάβουν τη νύχτα από την εποχή που άρχιζε να ανθίζει, στο απόγειό της, που, σύμφωνα με τους δύο, ήταν τα έτη 1998-2003. Πλέον υπάρχει φθίνουσα πορεία, αλλά ελπίζουν ότι κάποια στιγμή θα σταματήσει.
Όσο για το τι έχει αλλάξει, όπως λένε, είναι πολλές οι αλλαγές. Αρχικά, η διάθεση του κόσμου. Έπειτα, στο παρελθόν υπήρχαν λίγα μαγαζιά αλλά περισσότερος κόσμος. Πλέον είναι πολλά μαγαζιά αλλά λιγότερος κόσμος.
Παράλληλα, έχει αλλάξει ο τρόπος διασκέδασης, κάτι που φαίνεται από το πώς μιλάει ο κόσμος όταν βγαίνει. Στο παρελθόν ήταν πιο απελευθερωμένοι, έβγαιναν έξω και περνούσαν καλά, χωρίς να σκέφτονται κάτι άλλο.
Σχετικά με την κατανάλωση, στο παρελθόν ο μέσος πελάτης έπινε 5 ποτά, κάτι σπάνιο για τα σημερινά δεδομένα.
Ωστόσο, σήμερα ο κόσμος είναι πιο ενήμερος σχετικά με τα ποτά, κάτι στο οποίο συνέβαλαν όσοι ασχολούνται με το χώρο της διασκέδασης, ενώ πλέον κι αυτά που προσφέρονται είναι πιο πολλά.
«Το Κύτταρο»
Μιλώντας για το «Κύτταρο», που φέτος συμπληρώνει 7 χρόνια λειτουργίας, σημείωσαν ότι ξεκίνησαν μαζί, ενώ το όνομα και η φιλοσοφία τους ταίριαζε με αυτό της Αθήνας. Για τους ίδιους η λέξη κύτταρο σήμαινε ότι κάτι νέο γεννιέται, ενώ το χαρακτηρίζουν ως ένα μπαρ με ταυτότητα ροκ, μηχανές, ουίσκι και μπύρα.
Το ζητούμενο για αυτούς, από την πρώτη στιγμή, ήταν ο κόσμος που θα πήγαινε εκεί να είναι μια παρέα, όλοι να μιλούν μεταξύ τους, κάτι που γίνεται και σε άλλα μαγαζιά της Καλαμάτας, αλλά, δυστυχώς, αυτά είναι λίγα.
Πάντως, το όλο κλίμα και οι πολλές ετικέτες είναι αυτά που έχουν κάνει το μαγαζί να αποκτήσει φίλους και εκτός Καλαμάτας. Οι ίδιοι θεωρούν σημαντικό ότι είναι γεμάτο από την αγάπη τους, αλλά και τη διάθεση να το εξελίξουν, διαβάζοντας και ψάχνοντας.
Η τεράστια ποικιλία ετικετών σε ουίσκι
Αυτή η αγάπη και η ανησυχία των ιδιοκτητών, φυσικά, δε σταματά, όπως μας λένε, γι’ αυτό έχουν πλέον 204 ετικέτες ουίσκι και 36 ετικέτες ελληνικής μπύρας.
Μάλιστα, σημείωσαν πως προτιμούν τα χρήματα που θα έδιναν σε μια ανακαίνιση να τα δώσουν για την επέκταση των ετικετών που διαθέτουν. Άλλωστε, γνώμη τους είναι ότι καταστήματα σαν το δικό τους δε χρειάζονται ριζικές αλλαγές, κάτι που είναι αποδεκτό και φαίνεται από τις παμπ της Αγγλίας.
Όσον αφορά στην ιστορία αυτής της μεγάλης κάβας, ξεκίνησε, όπως λένε, όταν πίστεψαν ότι, πέρα από το χώρο, πρέπει να έχεις πολλά προϊόντα, ώστε ο πελάτης να έχει την ευχέρεια να επιλέξει.
Στην πορεία αυτή η γκάμα έγινε αποδεκτή στον κόσμο και, μάλιστα, φαίνεται από την κατανάλωση που υπάρχει στις διαφορετικές ετικέτες. Κι αυτό, διότι θα μιλήσουν με τον πελάτη και θα του εξηγήσουν τι είναι το κάθε ποτό και σε τι διαφέρει από ένα άλλο. Φυσικά, σε αυτό έχει σημασία ο πελάτης να έχει διάθεση να δοκιμάσει, αλλά και εμπιστοσύνη σε αυτόν που του το προσφέρει.
Η επιλογή των ετικετών
Σχετικά με το πώς επέλεξαν όλες αυτές τις ετικέτες, μας είπαν ότι άρχισαν και συνεχίζουν με ένα σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, ξεχωρίζουν τα ουίσκι ανάλογα με τη χώρα προέλευσης. Ιρλανδέζικα, Ιαπωνικά, Σκωτσέζικα, Καναδέζικα, Ταϊβανέζικα, Ινδικά, Βουλγάρικα, Ελβετικά είναι μόνο κάποια από τα ουίσκι που έχουν στο κατάστημά τους, με στόχο κάποια στιγμή ένα ουίσκι από κάθε χώρα.
Πέρα, όμως, από τις χώρες, χωρίζουν τα ουίσκι και ανά είδος και κατηγορία.
Το ουίσκι σήμερα
Στην ερώτηση αν ο Έλληνας συνεχίζει να πίνει ουίσκι, μας είπαν ότι η Ελλάδα ήταν πρώτη αναλογικά με τον πληθυσμό της στην κατανάλωση ουίσκι, ενώ αυτή τη στιγμή είναι δεύτερη μετά την Ινδία.
Στην Καλαμάτα δε, πολλοί είναι αυτοί που πίνουν ουίσκι και, μάλιστα, ζητούν πληροφορίες για την κάθε ετικέτα.
Οι 36 ετικέτες ελληνικής μπύρας
Πέρα, όμως, από τις 204 ετικέτες ουίσκι, υπάρχει μεγάλη ποικιλία και στις μπύρες με αυτές να αγγίζουν τις 100, ενώ υπάρχουν και 36 ετικέτες ελληνικής μπύρας, κυρίως μπύρες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως τη Μύκονο, τη Φολέγανδρο, την Τήνο, τη Σαμοθράκη, τη Σαντορίνη κ.λπ.
Έχουν, μάλιστα, επιλέξει να φέρνουν στην Καλαμάτα, πέρα από τις γνωστές, μπύρες που παράγονται από μικρές ζυθοποιίες, των οποίων και οι δύο δηλώνουν λάτρεις.
Όπως λένε, η ελληνική μικροζυθοποιία γνωρίζει μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια. Ποιοτικά είναι πολύ καλές, γι’ αυτό έχουν στο κατάστημα 36 ετικέτες, αλλά και 7 κάνουλες με μπύρες για ποτήρι, ενώ υπάρχει ανταπόκριση από τους πελάτες.
Ο κόσμος, όπως είπαν, πειραματίζεται και όταν βρει αυτή που του αρέσει, θα την καθιερώσει.
Ένα ζήτημα, πάντως, ειδικά με αυτές τις μπύρες, είναι ότι έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης, διότι δεν έχουν συντηρητικά, και αυτό είναι κάτι δύσκολο, αλλά, όπως είπαν, όλα χρειάζονται προσπάθεια, ενημέρωση και, φυσικά, αγάπη.
Η δουλειά του μπάρμαν
Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι, μεταξύ άλλων, ένας μπάρμαν είναι ένας καλός ψυχολόγος, έτσι δε χάσαμε την ευκαιρία να τους ρωτήσουμε για αυτή τη δουλειά. Όπως μας είπαν, είναι η πιο ενδιαφέρουσα που υπάρχει παγκοσμίως, η οποία βέβαια σου στερεί πολλά πράγματα από την προσωπική ζωή.
Σχολίασαν δε ότι δεν υπάρχει δουλειά στον κόσμο που να σε φέρνει σε επαφή με τόσο πολύ κόσμο, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του: θα μιλήσεις μαζί του το πρωί που θα έρθει για καφέ, το απόγευμα μπορεί να έρθει νευριασμένος, το βράδυ για ένα σφηνάκι, αργότερα για δύο ποτά και στο τέλος μπορεί και ζαλισμένος.
Πολλοί, δε, είναι αυτοί που θα θελήσουν να μιλήσουν με τον μπάρμαν και να του πουν τις σκέψεις τους, ενώ μας είπαν ότι υπήρξαν άνθρωποι που γνωρίστηκαν στην μπάρα και, τελικά, κατέληξαν παντρεμένοι και τα παιδιά τους έρχονται ως πελάτες.
Σημείωσαν, τέλος, και κάτι άλλο σημαντικό: όσοι κάθονται σε μια μπάρα είναι ισότιμοι και μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους χωρίς να υπάρχουν οικονομικά κριτήρια.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση