Σήμερα θα αναφερθούμε σε δύο καλαματιανά αστέρια που έλαμψαν στο μουσικό στερέωμα και ξεκίνησαν απ’ τον τόπο μας. Αναγνωρίσθηκε πανελληνίως το μουσικό τους ταλέντο και τίμησαν τ’ όνομά τους, αλλά και τον τόπο μας:
Γιάννης Ντάβος
Εκεί στη ΝΔ ρίζα του Κάστρου μας, που πολύ κοντά κυλούσαν τα νερά του Νέδοντα για αιώνες και αιώνες, και που με τα νερά του τρομοκρατούσε τους Καλαματιανούς με τις πλημμύρες, εκεί κοντά στην ωραία εκκλησία του Αγιάννη του Πρόδρομου, μέσα σ’ ένα στενό γραφικό δρομάκι, που ανηφορίζει προς το Κάστρο, βρισκόταν το μικρό και χαμηλό σπιτάκι που είδε το φως του ήλιου το 1888 ο μουσουργός μας Γιάννης Ντάβος.
Εκεί, σ’ αυτό το φτωχικό σπιτάκι, του έδωσαν οι Μούσες το Πρώτο Φιλί τους. Εκεί τον επισκέφτηκε και η φτώχεια, μα τίμια η οικογένειά του – ο πατέρας του ο μαστρο-Χαράλαμπος ήταν επισκευαστής ομπρελών. Το φτωχικό του περιβάλλον, όχι μόνο δεν τον απογοήτευσε, αλλά απεναντίας του ατσάλωσε τη θέληση και τον ισχυροποίησε για ν’ αναζητήσει καλύτερη ζωή και δημιουργική.
Ο πατέρας του, για οικονομικούς λόγους, αναγκάστηκε να τον σταματήσει απ’ το Γυμνάσιο που φοιτούσε (το 1905), στην Πρώτη τάξη.
Δεν αποθαρρύνθηκε και βρήκε αμέσως τρόπο να διοχετεύσει πνευματικές δυνάμεις και ενδιαφέροντα, καλλιεργώντας το μουσικό ταλέντο του.
Εκεί κοντά στη γειτονιά του λειτουργούσε ένα μουσικό σχολείο φιλαρμονικής της Καλαμάτας. Εκεί φοιτούσαν – τις βραδινές ώρες – τα εργαζόμενα φτωχόπαιδα που είχαν κλίση στη μουσική και μάθαιναν τη θεωρία της μουσικής και στη συνέχεια πνευστά όργανα.
Σ’ αυτό, λοιπόν, το φυτώριο, με θέληση και υπομονή, καλλιεργούσε το ταλέντο του ο μικρός Γιάννης.
Επιδόθηκε στην εκμάθηση του φλάουτου και σε λίγο καιρό, με την άριστη επίδοσή του σ’ αυτό, βγήκε εκτελεστής πλέον στην «μπάντα» της Φιλαρμονικής Καλαμάτας.
Ο αρχιμουσικός Γιουγκοσλάβος Γεώργοβιτς, βλέποντας τις επιδώσεις του, τον βοηθούσε σε ανώτερες μουσικές σπουδές.
Στη συνέχεια αυτό το ταλαντούχο παιδί συνέθεσε ένα εμβατήριο, που προκάλεσε το θαυμασμό των συναδέλφων του και, κυρίως, του μαέστρου της Φιλαρμονικής Μάγγελ, ο οποίος σήκωσε ψηλά το νεαρό συνθέτη και τον φίλησε.
Ο ίδιος προφήτευσε – και δεν έπεσε έξω – ότι ο Ντάβος θα έφτανε στις ψηλότερες κορυφές της θείας τέχνης.
Οι Καλαματιανοί καλλιτεχνικοί κύκλοι, δυστυχώς, δεν πρόσεξαν αυτόν τον πολύτιμο μουσικό θησαυρό, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει ο Ντάβος την αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα και να φύγει για την Αθήνα.
Στην αρχή, η ζωή του επαρχιώτη καλλιτέχνη ήταν δύσκολη. Το θάρρος, όμως, και η αυτοπεποίθηση ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν. Απεναντίας δυνάμωσαν τη θέλησή του, ενίσχυσαν τις προσπάθειές του και, τέλος, νίκησε.
Επιβλήθηκε στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους και υπήρξαν ευμενέστατα και επαινετικά τα σχόλια των κριτικών και του Τύπου.
Παίρνει το πτυχίο του Ωδείου Αθηνών με άριστα και πρωτοδιορίζεται καθηγητής Μουσικής σε σχολείο. Ανοίχτηκαν πλέον οι δρόμοι και οι επιτυχίες του έρχονταν η μία πίσω απ’ την άλλη.
Γράφει ελαφρά κομμάτια, βαλς, ταγκό, μονωδίες και ντουέτα, τετράφωνα, που εκείνα τα χρόνια άρεσαν στους Αθηναίους και γενικά στους Έλληνες.
Γράφει οπερέτες: «Ο μοντέρνος Βασιλιάς» – «Σουλαμίτις» – «Η Νεράιδα» – «Άνδρας με το στανιό» – «Συ Πνοή» – «Τον Βαλκανικό ύμνο» – «Οι μάγισσες» κ.ά.
Αλλά και στην εκκλησιαστή μουσική δημιουργία δε θα υστερήσει. Θα συνθέσει ολόκληρη τη Θεία λειτουργία του Ιωάννου του Προδρόμου, καθώς και ένα θαυμάσιο κοινωνικό «Εις μνημόσυνον αιώνιον…» – σε ντο μινόρε. Επίσης, ένα πλήθος από εκκλησιαστικές υμνωδίες, για τετράφωνες χορωδίες.
Υπήρξε ταλέντο πολύπλευρο. Ασχολήθηκε και με την αγιογραφία. Ένα απ’ τα έργα του το έχουμε στην Καλαμάτα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου, την εικόνα της «Γεννήσεως του Χριστού».
Ο Γιάννης Ντάβος πέθανε στην Αθήνα το 1941. Ήταν τα χρόνια της καταραμένης γερμανικής κατοχής, που οι Έλληνες πέθαιναν στους δρόμους απ’ την άγρια πείνα.
Ο Ντάβος δεν πρόλαβε να ανεβεί στις πανύψηλες κορυφές της τέχνης. Έφυγε αθεράπευτα νοσταλγός της αγαπημένης του Καλαμάτας.
Γιώργος Θεοφιλόπουλος (Γούλος)
«Σαν πας, πουλί μου, στην Καλαμάτα
γλυκά μαντάτα θα σου ειπώ
φιλιά να δώσεις στη μαυρομάτα,
την καλομάτα που αγαπώ.
Και να μ’ ανάψεις κι ένα καντήλι
πάνω στο Κάστρο της το αψηλό
και να μου φέρεις σ’ ένα μαντήλι
τα δυο της χείλη να τα φιλώ.
Πάρε και βόλτα σ’ όλο τον κάμπο
τον καταπράσινο και χλοερό
στα περιβόλια θα ’θελα να μπω
της Βαγγελιώς να πιω κρύο νερό»
Κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, ομολογώ ότι συγκινούμαι ιδιαίτερα. Ο αξέχαστος Γιώργος Θεοφιλόπουλος, μ’ αυτούς τους στίχους και την υπέροχη απλή μουσική του, αγκάλιασε όλες τις ομορφιές της Καλαμάτας μας. Ζωγράφισε με μουσικά χρώματα το γαλάζιο όμορφο χρώμα του ουρανού και της θάλασσας, τις δαντελένιες της ακρογιαλιές, τα μυρωμένα της περιβόλια και τις ολάνθιστες πορτοκαλιές, τις νυφούλες αμυγδαλιές και το Κάστρο της το αψηλό.
Ζωντάνεψε με μουσικές πινελιές τη νοσταλγία του για την πατρίδα την Καλαμάτα, που δε λησμόνησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Έβαλε σε κάθε του νότα και στροφή, κι από ένα χαρούμενο «στακάτο» ρυθμό, που καταλήγουν στο γνωστό λεβέντικο τσάμικο χορό.
Θα μου επιτρέψουν οι φίλοι αναγνώστες να αφιερώσω το σημερινό δημοσίευμα στον άνθρωπο με το μεγάλο μουσικό ταλέντο και την αγάπη του για την Καλαμάτα μας. Έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά για τη μουσική του ευφυΐα. Προσωπικά, γνωρίζω ότι, εκτός απ’ αυτό, υπήρξε ο άνθρωπος που αγάπησε πολύ την Καλαμάτα και βοήθησε με το ταλέντο του, τις μουσικές εκδηλώσεις που ανάδειξαν τον τόπο μας, στην Αθήνα και το εξωτερικό.
Υπήρξε στιχουργός, συνθέτης, ενορχηστρωτής, χορωδός και μαέστρος, με ένα τεράστιο ρεπερτόριο τραγουδιών και εκκλησιαστικών ύμνων.
Έγραψε αρκετά βιβλία μουσικής, ιστορικής αξίας, που σήμερα συμβουλεύονται οι νεότεροι.
Ήταν πηγαίο χαρισματικό ταλέντο. Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής απ’ τον Καλαματιανό μουσικοδιδάσκαλο Θ. Ζέρβα. Αυτό, όμως, που τον καταξίωσε πιο πολύ ήταν ότι υπήρξε αυτοδίδακτος. Όλες τις μουσικές σπουδές τις έκανε μόνος του. Πήρε το δίπλωμα απ’ το Ωδείο Μουσικού Λυκείου Αθηνών με άριστα, χωρίς να παρακολουθήσει μαθήματα.
Ασχολήθηκε από μικρός με τις τετράφωνες χορωδίες και τη χορωδιακή μουσική στον τόπο μας. Υπήρξε μέλος και αργότερα μαέστρος της χορωδίας της Υπαπαντής.
Το όνειρό του ήταν να ενώσει όλους τους ερασιτέχνες χορωδούς της Καλαμάτας σε ένα συγκρότημα. Οι γνωστές, όμως, σ’ όλους μας προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων ατόμων, εμπόδισαν την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου. Με βασικούς εκτελεστές τους χορωδούς της Υπαπαντής, ιδρύεται ο ΕΜΟΚ με διευθυντή τον ίδιο και διευθυντή ορχήστρας το Γ. Σουμή.
Το 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και ανέπτυξε μεγάλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Ήταν περιζήτητος για τις μουσικές του γνώσεις, την οργανωτικότητά του και τις ενορχηστρώσεις. Ήταν άριστος «κοντραμπασίστας» και μέλος της ορχήστρας των εγχόρδων του Ελληνικού Ωδείου. Υπήρξε πολλά χρόνια μαέστρος της εκκλησιαστικής χορωδίας του Αγίου Νικολάου Πευκακίων.
Συνεργάσθηκε κατ’ επανάληψη με τον «ΟΡΦΕΑ» Καλαμάτας, σε επιτυχημένες συναυλίες και παραγωγές δίσκων, με χορωδιακές παλιές καντάδες, δημοτικά, λαϊκά, κρασάτικα κ.ά.
Μερικά τραγούδια απ’ αυτά ήταν δικές του συνθέσεις και ακούστηκαν για πρώτη φορά. Σήμερα κυκλοφορούν σε CD δύο απ’ τους δίσκους: «Τραγούδια του κρασιού» και οι «12 παλιές επιτυχίες».
Ο Γιώργος Θεοφιλόπουλος είχε μεγάλη χορωδιακή δράση. Η προσφορά του υπήρξε σημαντική. Έγραψε, συνέθεσε και διασκεύασε πολλά τραγούδια, καντάδες, λαϊκά κ.ά., τα οποία κυκλοφόρησε σε βιβλία με τίτλους: «Ωραίες Χορωδίες», «Δημοτικά τραγούδια», «Παλιά Λαϊκά», για τετράφωνη ανδρική χορωδία, καθώς και για μεικτή χορωδία.
Επίσης, έγραψε και κυκλοφόρησε τη «Θεωρία μουσικής» και την «Αρμονία».
Ο Γιώργος Θεοφιλόπουλος δεν ξέχασε ποτέ τη γενέτειρά του, Καλαμάτα, γι’ αυτό και την ύμνησε με τα τραγούδια και τις συνθέσεις του.
Αξίζει ν’ αναφερθούν μερικά απ’ αυτά για να ξαναθυμηθούν οι φίλοι τον αξέχαστο μαέστρο και δάσκαλο:
-Πόθος – Σαν πας, πουλί μου, στην Καλαμάτα
-23η Μαρτίου – Η λεβεντιά καμαρωτή
-Καλαμάτα – Ω, να ’στυβα πηχτό ηλιόφως
-Χορός Καλαματιανός – Αν ήταν να ’ρθω να λουστώ
-Καλαμάτα – Πορτοκάλι και αρμύρα
-Μεσσηνία – Χώρα μακάρων
-Παλιά Καλαμάτα – Σαν περπατώ τα πρωινά
-Καλαμάτα – Δώσ’ μου πανί μεταξωτό κ.α.
Αυτός ήταν ο αξέχαστος, συμπολίτης μας ταλαντούχος Γιώργος Θεοφιλόπουλος, ο τραγουδιστής και υμνητής του όμορφου τόπου μας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το έτος 1918 και πέθανε στην Αθήνα το 1998.
Για την ιστορία της πόλης: Βασίλης Ι. Μανιάτης