Πρόγραμμα λαμπρών εκδηλώσεων έχει ετοιμάσει ο Δήμος Πύλου για την υποδοχή των οστών του Ολυμπιονίκη Κωστή Τσικλητήρα, για σήμερα Κυριακή 20 Αυγούστου. Θα γίνει λαμπαδηδρομία, θρησκευτικές τελετές, κατάθεση στεφάνων, ομιλίες από τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης, τον περιφερειάρχη, τον δήμαρχο Πατρέων καθώς ο Κωστής Τσικλητήρας είχε ταφεί στην Πάτρα, την πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών, το δήμαρχο Πύλου Νέστορος αλλά και τον ναύαρχο εν αποστρατεία του Λιμενικού Σώματος, Πελοπίδα Αγγελόπουλο, ο οποίος ήταν αυτός που κινητοποίησε το Δήμο για τη μετακομιδή των λειψάνων του Ολυμπιονίκη στη γενέτειρα πόλη του. Οι εκδηλώσεις θα ξεκινήσουν από το πρωί και θα ολοκληρωθούν το βράδυ.
Ποιος ήταν ο ήρωας Ολυμπιονίκης
Ο Τσικλητήρας γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1888 στην Πύλο από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και αποτελούσε εξέχον μέλος της τοπικής αριστοκρατίας.
Από μικρός ο Τσικλητήρας έδειξε την κλίση του στον αθλητισμό και πρωταγωνιστούσε σε όλους τους αυτοσχέδιους αλλά και αργότερα στους μαθητικούς αγώνες σε διαφορετικά αγωνίσματα. Διηγούνται πως πήδαγε τρία άλογα δεμένα μαζί και πως η πόρτα του σπιτιού του δεν τον έβλεπε ποτέ, αφού του άρεσε να μπαίνει μέσα πηδώντας πάνω από τη μάντρα.
Στα 17 του ανέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει οικονομικά στην Εμπορική Ακαδημία, αλλά τον απορρόφησε κυριολεκτικά ο αθλητισμός. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και ακολούθησε την συμβουλή των προπονητών του να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα άλματα εις μήκος και εις ύψος άνευ φοράς. Άρχισε εντατικές προπονήσεις ανεβάζοντας συνεχώς τις προσωπικές του επιδόσεις σε επίπεδα πλέον ανταγωνιστικά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Ο Τσικλητήρας διέθετε πλούσια χαρίσματα, τόσο ως αθλητής, όσο και ως χαρακτήρας.
«Σπάνιες οι ψυχικές του αρετές, έξοχες οι σωματομετρικές του ικανότητες», διαβάζουμε στην ιστορία του Πανελλήνιου Γ.Σ. Ήταν ψηλός – 1.90 μ. – με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό σπάσιμο της μέσης του. Η βελτίωσή του συνεχίστηκε με ταχείς ρυθμούς, όμως η «τρέλα» του για τον αθλητισμό τον έσπρωξε και σε άλλα σπορ. Ασχολήθηκε περιστασιακά με το πόλο, τον ακοντισμό και την πάλη, ενώ υπήρξε ο πρώτος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού (που ίδρυσε το 1908 ο συναθλητής του στον Πανελλήνιο, Γεώργιος Καλαφάτης με την επωνυμία Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών).
Οι πρώτες επιτυχίες
Το 1906 πήρε μέρος στους Πανελλήνιους αγώνες, κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 2.83μ. Ένα χρόνο αργότερα, το 1907, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25μ. Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά την αποθέωση από τους θεατές και του απονεμήθηκε τιμητικά ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου. Το 1908 ήταν Ολυμπιακή χρονιά και ο Τσικλητήρας ήταν πλέον έτοιμος για την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του: το βάθρο στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου.
Είχε ήδη πάρει μέρος στην Μεσολυμπιάδα των Αθηνών (το 1906), αλλά δεν τα είχε πάει καλά. Κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30μ. ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό. Στους αγώνες της Αθήνας όμως είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει προσεκτικά τις κινήσεις του Αμερικανού Ray Ewry, ήδη χρυσού Ολυμπιονίκη στο Παρίσι (το 1900), στο Σεντ Λούις (το 1904) αλλά και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τόσο στο μήκος όσο και στο ύψος, αμφότερα άνευ φοράς.
Λονδίνο 1908, τα δύο ασημένια μετάλλια
Ο Τσικλητήρας έφτασε στο Λονδίνο έχοντας ψηλώσει ακόμα περισσότερο (ήταν πλέον 1.92μ.) και έχοντας τελειοποιήσει την τεχνική του. Εκεί κατέκτησε δυο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25μ. Και στα δυο αθλήματα βρέθηκε πίσω από τον Ρέι Έουρι, απόλυτο κυρίαρχο του ψηλότερου σκαλιού στο βάθρο.
Το γράμμα που στέλνει στους δικούς του στην Πύλο είναι ενδεικτικό: «Το φέρω πολύ βαρέως που έχασα. Μα ήταν η πρώτη φορά που αγωνιζόμουν σε ξένη χώρα και είναι αλήθεια ότι σάστισα μόλις βρέθηκα στο στάδιο του Λονδίνου, ασφυκτικώς γεμάτο και ανάμεσα στους πανύψηλους συναθλητάς μου Αμερικανούς και Σουηδούς. Τώρα επήρα θάρρος, θα επιδοθώ με μεγαλύτερο ζήλο και είμαι βέβαιος ότι θα γίνω πρώτος Ολυμπιονίκης».
Εξίσου ενδεικτικό είναι και το κείμενο για τον Τσικλητήρα που στέλνει ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος» από το Λονδίνο, ο γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «Είναι σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένο. Εις το σχέδιον του μελαχρινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχρινός, πολύ υψηλός σχετικώς με την νεότητα του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είναι ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθεί και είναι μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είναι αρκετά έξυπνος ώστε να μην τον χάσει. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζει διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια».
Το πολυπόθητο χρυσό
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Τσικλητήρας ξεκίνησε για τη Στοκχόλμη, έχοντας σα μοναδικό στόχο το χρυσό. Πιο ώριμος αλλά και καλύτερα προετοιμασμένος από την προηγούμενη φορά, ο Έλληνας αθλητής που είχε πλέον συμπληρώσει τα 24 χρόνια, ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην επίτευξη του παιδικού του ονείρου. Ήθελε να γίνει χρυσός Ολυμπιονίκης. Λίγους μήνες πριν, την Πρωταπριλιά του 1912, είχε ισοφαρίσει το παγκόσμιο ρεκόρ στο μήκος άνευ φοράς με επίδοση 3.47 μ. (Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Παναθηναϊκό Στάδιο). Στον Πειραιά, πριν επιβιβαστεί στο πλοίο για το μακρινό ταξίδι στη Σκανδιναβία, ο ποιητής Σπύρος Ματσούκας του παρέδωσε την ελληνική σημαία και του ανακοίνωσε ότι θα είναι σημαιοφόρος στην τελετή έναρξης. Ο Τσικλητήρας συγκινημένος, του υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει νικητής. Και κράτησε την υπόσχεσή του.
Με άλμα στα 3.37 μ. στο μήκος άνευ φοράς και μετά από επική μάχη με τους Αμερικανούς αδελφούς Άνταμς, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο και ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Συμπλήρωσε την θριαμβευτική του παρουσία κατακτώντας και το χάλκινο μετάλλιο στο ύψος άνευ φοράς με επίδοση 1.55 μ. Ο ελληνικός Τύπος εξύμνησε τον Τσικλητήρα, η μεγαλύτερη όμως στιγμή για τον αθλητή της Πύλου, ήταν όταν επέστρεψε στην Αθήνα, στις 24 Ιουλίου του 1912.