Ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανέλαβε την ευθύνη υλοποίησης του χωροταξικού σχεδιασμού της χώρας. Πιστός στην ιδεολογία και στο όραμά του, δεν υποψιαζόταν ότι θα υπάρχουν τόσο έντονες αντιδράσεις, που τρεις δεκαετίες και πλέον μετά το πρόβλημα δεν έχει ξεπεραστεί. Ο λόγος για τους χαρακτηρισμένους ως “στάσιμους οικισμούς”.
Το Προεδρικό Διάταγμα της 24ης.04.1985 (ΦΕΚ 181Δ΄/03.05.1985) προβλέπει συσχετισμό των καθοριζόμενων ορίων των οικισμών ανάλογα με τη θέση του οικισμού στον ευρύτερο χώρο (οικισμοί περιαστικοί, παραλιακοί, απομακρυσμένοι κ.λπ.), το μέγεθος, τη δυναμικότητά του κ.λπ.
Μια μεγάλη κατηγορία οικισμών αφορά στους «στάσιμους». Δηλαδή, σε οικισμούς ορεινούς, απομακρυσμένους και δημογραφικά φθίνοντες. Στους οικισμούς αυτούς παρασχέθηκε από την Πολιτεία (μέσω του Προεδρικού Διατάγματος) η δυνατότητα “χαλαρής” οριοθέτησης σε περιοχή κυκλικού δίσκου ακτίνας 800 μ. από το κέντρο τους, επιδιώκοντας, προφανώς, την οικιστική τους αναζωογόνηση.
Πλην όμως, αποτελεί κοινή διαπίστωση σ’ όλη τη χώρα,
αλλά και ειδικότερα στη Μεσσηνία, ότι έγινε καταχρηστική εφαρμογή της σχετικής διάταξης. Έτσι, οριοθετήθηκαν ως «στάσιμοι – απομακρυσμένοι» οικισμοί (με ακτίνα 800 μ. και κατά συνέπεια αρτιότητα 500 τ.μ.) και οικισμοί που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Διατάγματος.
Θεωρητικά, η αδυναμία αυτή “θεραπεύεται” από τις κατά τόπους Περιφερειακές Επιτροπές Χωροταξίας και Περιβάλλοντος που γνωμοδοτούν σχετικά.
Αυτό, όμως, είναι πρακτικά ανέφικτο, αφού απαιτεί καθημερινές αυτοψίες δεκάδων ανάλογων ανά τη χώρα πολυμελών επιτροπών, αποκλειστικής με το αντικείμενο αυτό απασχόλησης, που θα επισκέπτονται τα εντός των οικισμών αυτών προς ανοικοδόμηση οικόπεδα.
Το ΤΕΕ, ως τεχνικός σύμβουλος της Πολιτείας, έχει επισημάνει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ορίων όλων των ακτινικών – «στάσιμων» οικισμών με τον καθορισμό συγκεκριμένης πολυγωνικής γραμμής οριοθέτησης, διαδικασία που με τα διατιθέμενα σήμερα τεχνικά μέσα γίνεται εύκολα.
Αναφέραμε και στο χθεσινό δημοσίευμα του “Θάρρους” ότι από το ΤΕΕ Πελοποννήσου έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο των «στάσιμων οικισμών» (το οποίο καθορίζει τη ζώνη των 800 μέτρων από το κέντρο του οικισμού), γιατί οι διατάξεις του προέβλεπαν να χρησιμοποιούνται όροι δόμησης εντός οικισμού στην “εκτός σχεδίου” περιοχή, με ταυτόχρονα μικρά όρια αρτιότητας.
“Αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση ενός άναρχου οικιστικού περιβάλλοντος σε μια άτυπη επέκταση, που απαιτεί ιδιαίτερη αξιολόγηση. Οι άτυπες αυτές επεκτάσεις είναι που έχουν δεχθεί τις μεγαλύτερες οικιστικές πιέσεις και, κατά συνέπεια, έχουν υποστεί και τις μεγαλύτερες αλλοιώσεις. Γι’ αυτούς τους λόγους δε συμφωνούμε με τον καθορισμό 14 παραδοσιακών οικισμών στο Δήμο της Δυτικής Μάνης, από τους οποίους σήμερα οι 7 είναι στάσιμοι οικισμοί”, αναφέρεται μεταξύ άλλων.
Το πρόβλημα, επομένως, υπάρχει, κατά κύριο λόγο, στο Δήμο Δυτικής Μάνης, κι αυτό δημιουργήθηκε από τις αντιδράσεις των κατοίκων, των μηχανικών και την ψηφοθηρική πολιτική των εκάστοτε Δημοτικών Αρχών.
Για τον ίδιο λόγο δεν έχει προχωρήσει και η μελέτη για το ΣΧΟΟΑΠ (Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης) του Δήμου, ενώ έχει “κολλήσει” και το εγκεκριμένο ΣΧΟΟΑΠ του πρώην Δήμου Αβίας. Το ερώτημα είναι μέχρι πότε θα υπάρχουν περιοχές εκτός νόμου, αλλά και μέχρι πότε οι αρμόδιοι θα κλείνουν τα μάτια…
Του Αντώνη Πετρόγιαννη