Τη δημιουργία νέων δικτύων φυσικού αερίου σε όλη την ελληνική επικράτεια προοιωνίζεται η επέλαση νέων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων από τις τρεις εταιρείες διανομής. Δίπλα στα προγράμματα που είναι ήδη σε εξέλιξη, προ των πυλών βρίσκονται και νέες μεγάλες επενδύσεις.
Ειδικότερα, επέκταση θα γίνει σε περισσότερες από 50 περιοχές και Δήμους της ηπειρωτικής χώρας (μεταξύ αυτών και της Καλαμάτας), αλλά και σε μεγάλα νησιά, αρχής γενομένης από φέτος και με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2023, περιλαμβάνουν τα επενδυτικά σχέδια των εταιρειών διανομής.
Τα σχέδια για την ανάπτυξη της διανομής φυσικού αερίου, ανά την Ελλάδα, ανέπτυξαν σε ημερίδα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος ο διευθύνων σύμβουλος της Δημόσιας Επιχείρησης Δικτύων Αερίου (ΔΕΔΑ) Θόδωρος Τερζόπουλος και ο γενικός διευθυντής της Εταιρίας Διανομής Αερίου (ΕΔΑ) Θεσσαλονίκης – Θεσσαλίας, Λεωνίδας Μπάκουρας.
Αύξηση του δικτύου φυσικού αερίου κατά 20% προβλέπει το «Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2017-2021» της Εταιρείας Διανομής Αερίου Θεσσαλονίκης – Θεσσαλίας (ΕΔΑ ΘΕΣΣ). Αντιστοίχως, το πλάνο ανάπτυξης της Εταιρείας Διανομής Αερίου Αττικής (ΕΔΑ Αττικής), για την ίδια περίοδο, περιλαμβάνει 18.000 παροχές, 100 χλμ. τεχνικά έργα και ανάπτυξη δικτύου. Αυτά ανακοινώθηκαν στην ημερίδα για το φυσικό αέριο που διοργάνωσε την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου το ΤΕΕ.
Όσο για την υπόλοιπη χώρα, η ΔΕΔΑ ΑΕ (Εταιρεία Διανομής Αερίου Λοιπής Ελλάδος) προτίθεται να επενδύσει 142 εκατ. ευρώ σε ανάπτυξη δικτύων, προκειμένου να δημιουργήσει νέες αγορές αερίου, σε πρώτη φάση (2018 – 2021) σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Κεντρική Μακεδονία και Στερεά Ελλάδα, σε δεύτερη φάση (2019 – 2023) σε Πελοπόννησο, Δυτική Ελλάδα και Δυτική Μακεδονία και σε τρίτη φάση (2020 – 2023) σε Ήπειρο, Κρήτη, Βόρειο και Νότιο Αιγαίο.
Το όφελος από τη μείωση του ενεργειακού κόστους για την περίοδο 2018-2036, μετά την ολοκλήρωση των έργων της ΔΕΔΑ, εκτιμάται στα 2,211 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στις περιοχές οι οποίες θα τροφοδοτηθούν με συμπιεσμένο φυσικό αέριο θα αναπτυχθεί δίκτυο μετά το σημείο αποσυμπίεσης. Η δυναμικότητά τους θα είναι της τάξης των 70.000-100.000 κυβικών μέτρων τα πρώτα έτη, με μέγιστο τα 500.000 – 600.000 κυβικά μέτρα ετησίως, με ανάπτυξη του τοπικού δικτύου.
Α.Π.