Στη Μεσσηνία μιλάμε πολύ για το λάδι και τις ελιές και πολύ λιγότερο για το κρασί. Κι όμως υπάρχουν καλές ιστορίες για το προϊόν, αρκεί να έχει κανείς τη διάθεση να τις ψάξει. Υπάρχουν εταιρείες που όχι μόνο τυποποιούν εξαιρετικής ποιότητας προϊόν, αλλά, πολλές από αυτές, το στέλνουν και σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.
Η παραπάνω παρατήρηση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τις προηγούμενες ημέρες, μετά από την πρωτοβουλία που ανέλαβαν περισσότεροι από είκοσι οινοπαραγωγοί οι οποίοι δημιούργησαν τον νεοσύστατο Σύλλογο Οινοποιών Μεσσηνίας, με πρόεδρο τον Παναγιώτη Πουλημένο.
Ο στόχος είναι ένας και μοναδικός. Με τη συνεργασία το τοπικό κρασί να γεμίσει όλο και περισσότερα ελληνικά και ξένα ράφια, ενώ, να αποκτήσει και την ποιοτική φήμη που του αξίζει. Μάλιστα, η συγκυρία είναι άριστη, αφού, η φετινή παραγωγή προβλέπεται εξαιρετική.
Ο νεοσύστατος σύλλογος συμμετέχει και στην τετραήμερη έκθεση «Άρτος – Οίνος – Έλαιον» στο Δημοτικό Πάρκο Σιδηροδρόμων, για να παρουσιάσει τα προϊόντα των μελών του και να κεράσει κρασί τους επισκέπτες της έκθεσης.
Κι ενώ η προσπάθεια δεν θα πρέπει να πάει χαμένη, τα επίσημα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας τις προηγούμενες ημέρες δείχνουν ότι η Αχαΐα είναι ο νομός που κατατάσσεται ως πρώτος σε χορήγηση Αδειών Φύτευσης φέτος, με ποσοστό 11,14% επί του συνόλου της χώρας και 699,2 στρέμματα, τα αιτήματα ανήλθαν σε 6407,95 στρέμματα, έκταση που ως αίτημα δείχνει μακράν το ενδιαφέρον για αμπελοκαλλιέργεια, σε σύγκριση με όλους του Νομούς της χώρας. Δεύτερος Νομός στη λήψη Αδειών Φύτευσης κατατάσσεται η έτερη μεγάλη αμπελουργική περιοχή της χώρας, αυτή της Βοιωτίας, με 458,1 στρέμματα. Ακολουθούν οι Νομοί Αρκαδίας (433,6 στρέμματα), Λάρισας (425,5 στρέμματα), Δράμας (401,3 στρέμματα) και Κορινθίας (336,2 στρέμματα). Η Μεσσηνία στον τομέα αυτό έχει ποσοστό μόλις 0,64% σε πανελλήνιο επίπεδο και 4,30% σε επίπεδο Περιφέρειας Πελοποννήσου και μόλις 40,2 στρέμματα.
Παρά τα προβλήματα, το εγχείρημα του νέου Συλλόγου μπορεί να πετύχει. Αρχής γενομένης από τον προσδιορισμό των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του Νομού. Αν καθίσουμε και σκεφτούμε το πρόβλημα μόνοι μας, και στη συνέχεια προσκαλέσουμε άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως εστιάτορες και οινοδημοσιογράφους, ζητώντας τους να συμβάλλουν στον σχετικό προβληματισμό.
«Τι είναι αυτά που κάνουν μοναδικά την κουζίνα και τα κρασιά μας;» θα πρέπει να είναι το ερώτημα που θα θέσουμε. Μια πρώτη απάντηση είναι ο συνδυασμός τριών παραγόντων: άνθρωποι, προϊόντα, τόποι.
Ένας ανάλογος προβληματισμός θα μας δώσει μια σαφή απάντηση: οι οινοπαραγωγικές περιοχές που θέλουν να πετύχουν είναι ανάγκη να συνεργαστούν με παραγωγούς τροφίμων, σεφ εστιατορίων και tour operators για να προβάλουν το κρασί, ως μέρος μιας συνολικής γαστρονομικής προσφοράς.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη