Γιώργος Κεντρωτής: Ο μεταφραστής οφείλει να πειθαρχεί τον εαυτό του, αλλά και να είναι «ανοικτός»

Γιώργος Κεντρωτής: Ο μεταφραστής οφείλει να πειθαρχεί τον εαυτό του, αλλά και να είναι «ανοικτός»

Η τελευταία προχθεσινή συνάντηση του 3ου κύκλου των ανοικτών σεμιναρίων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου έδωσε την ευκαιρία για μια επιμέρους …διάλεξη περί μετάφρασης, μάλλον, παρά συνέντευξη, αποκλειστικά για το «Θ» από τον Γιώργο Κεντρωτή, λογοτέχνη, μεταφραστή, και κοσμήτορα της Σχολής Ιστορίας, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας. Επίσης, για το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και την πολύτιμη δουλειά που γίνεται εκεί μας μίλησε ο διευθυντής του, Γιάννης Καζάζης, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε ρεπορτάζ που θα δημοσιευθεί προσεχώς.
Αμφότεροι απάντησαν στην ερώτηση για την ποιότητα του δυναμικού και της δουλειάς που γίνεται στα Πανεπιστήμια.
Για τον κ. Κεντρωτή η μετάφραση είναι «σε δεύτερο βαθμό γλώσσα. Γλώσσα γλώσσας… Και βεβαίως εξαρτάται από το μεταφράζον υποκείμενο, το οποίο είναι ένα διπλό ομιλούν υποκείμενο. Ομιλεί δύο γλώσσες και μεταφράζει προς μια».
 
Ο ίδιος έχει τεράστιο μεταφραστικό έργο να επιδείξει, με προτίμηση στην ποίηση, και σε αυτό το γοητευτικό και ατέρμον ταξίδι, υπάρχουν βέβαια πολλές δυσκολίες και προκλήσεις:
 
«Όλοι οι άνθρωποι είναι μεταφραστές, όπως όλοι οι άνθρωποι είναι ζωγράφοι, όλοι οι άνθρωποι είναι τραγουδιστές, μπορούν να τραγουδήσουν, να ζωγραφίσουν και να μεταφράσουν. Είναι καθολικό του λόγου η μετάφραση. Για να μεταφράσεις παραδεκτά πρέπει να ξέρεις πιο καλά τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεις από τη γλώσσα από την οποία μεταφράζεις.
Τώρα τι θα πει ξέρω μια γλώσσα, τόμοι έχουν γραφεί, δεν μπορεί να ξεφύγει από το μεταφράζον υποκείμενο. Όπως έναν καλό λόγο τον κάνει το ομιλούν υποκείμενο και του δίνει το χαρακτήρα του λόγου, και την καλή μετάφραση την κάνει ένα υποκείμενο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Αν προσπαθήσει να ξεφύγει από τον εαυτό του θα κάνει κάτι άλλο, κάτι που θα μοιάζει με κάτι άλλο. Εκτός αν θέλει να κάνει μίμηση… Αν όμως θέλεις να είσαι καλός μεταφραστής θα πρέπει να ξέρεις να μεταφράζεις αυτό που εσύ προσλαμβάνεις δια του εαυτού σου, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Πρέπει λοιπόν να έχεις εμπιστοσύνη στη γλωσσική σου κατάρτιση, αλλά όχι να είσαι αναπαυμένος «εγώ τα ξέρω όλα». Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια να μάθεις πράγματα μέσα από την μετάφραση, όπως πάντοτε υπάρχει τρόπος να μάθεις διάφορα πράγματα μελετώντας τον λόγο και στην συγχρονία του και στη διαχρονία του. Μην παραμελούμε τη διαχρονία, η οποία δεν είναι συμπλήρωμα. Και σε αυτό μας βοηθάει μια πολύ μεγάλη διάνοια, ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος έλεγε προκειμένου να κατανοήσεις τα πράγματα και να μιλήσεις τη σύγχρονη γλώσσα πρέπει απαραιτήτως να στηρίζεσαι και στο παρελθόν για να μπορέσεις έτσι τις λόγιες αποτυπώσεις που θέλεις να διατηρήσεις να τις φέρεις στο γλωσσικό προσκήνιο.
Πρέπει λοιπόν ο μεταφραστής προκειμένου να υπερβεί τις οπωσδήποτε υπάρχουσες δυσκολίες να κυριαρχεί, να ηγεμονεύει πάνω στη γλώσσα του. Και δεν μπορεί να είναι μόνο συγχρονική η μετάφραση, αλλά πρέπει να είναι και διαχρονική και να μην είναι και ξενοφοβική, δηλαδή αν χρειαστεί να προστρέξει σε έναν ξενικό όρο, να το κάνει, να τον εισαγάγει. Είναι τόσο σημαντικές για εμάς όσο είναι οι ελληνικές για εκείνους που τις έχουν δανειστεί.
Γνώμη μου είναι αυτή: ο μεταφραστής οφείλει να πειθαρχεί τον εαυτό του, αλλά και να τον αφήνει ανοικτό, να μαθαίνει, να διδάσκει και να διδάσκεται».
 
Για το αν είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση στη μετάφραση ο κ. Κεντρωτής λέει:

 
«Δεν είναι όλες οι μεταφράσεις το ίδιο. Άλλο η λογοτεχνική μετάφραση, άλλο όλες οι άλλες μεταφράσεις, τεχνικών, νομικών, πολιτικών κειμένων, γενικών, δημοσιογραφικών κειμένων και τρίτη κατηγορία υπαρκτή και σοβαρή οι ηλεκτρονικές, μηχανικές μεταφράσεις. Είναι τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Έχουν μια κοινή μεταφραστική υποδομή, αλλά στην υπερδομή τους διαφέρουν. Γι’ αυτό ο καθένας αν επιλέξει να κάνει λογοτεχνική μετάφραση πρέπει να έχει μια ποιητική στόφα, ο άλλος που κάνει νομικές ή πολιτικές ή ιατρικές μεταφράσεις δεν μπορεί να αγνοεί  τις επιμέρους επιστήμες. Ο δε τρίτος να μην αρκείται να πατάει το «ender» για να του βγάζει το google translate το μετάφρασμα, πρέπει να έχει και μια αναδομητική έμπνευση, να μπορεί να το κάνει ανθρώπειο, για να διαβάζεται.
Λοιπόν, εγώ θα συμβούλευα τον καθένα που θέλει να ασχοληθεί με τη μετάφραση, να δει την όρεξη της καρδιάς του, τι τον τραβάει. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι δύσκολη. Όχι ότι οι άλλες είναι εύκολες. Έχουν τη δυσκολία ότι είναι αυστηρές, ενώ η λογοτεχνική είναι πιο ελεύθερη, αλλά και πιο πλατιά».
 
Στην ερώτηση για το αν ο μεταφραστής πρέπει να είναι παρεμβατικός ο κ. Κεντρωτής είναι ξεκάθαρος:
 

«Αυτό νομίζω έχει λυθεί πια. Είναι παρεμβατικός ο μεταφραστής. Το άλλο δεν γίνεται, είναι ξεπέταγμα. Δεν είναι κακό να επεμβαίνει ο μεταφραστής γιατί κάποια πράγματα πρέπει να λεχθούν με κάποιο τρόπο, αλλιώς είναι ακατανόητα. Θα έλεγα ότι έχει χρέος να παρεμβαίνει και να αφήνει το αποτύπωμά του, γιατί αυτό δίνει το δικαίωμα και σε άλλους να κάνουν το ίδιο. Δεν απαγορεύεται, ένα έργο, π.χ. τον Άμλετ του Σαίξπηρ, να τον μεταφράσουν δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, και όχι σε διαφορετικές εποχές, την ίδια εποχή».
 
«Κλασικό» και το ερώτημα για το αν ένα μεταφρασμένο κείμενο είναι τελικά ένα καινούργιο κείμενο, με «κάθετη» κι εδώ την απάντηση του Λάκωνα καθηγητή:
 
«Αυτό είναι desideratum, δηλαδή μακάρι να ήταν. Πρέπει να είναι, αν και δεν το πετυχαίνουμε πάντοτε.  Για παράδειγμα, το έργο του Σκαρίμπα «Το Βατερλώ δύο γελοίων» δεν μπορεί να μεταφραστεί στα αγγλικά, διότι το Βατερλώ στα Αγγλικά είναι η μεγάλη νίκη, ενώ στα ελληνικά και στα γαλλικά απ’ όπου το πήραμε σημαίνει μεγάλη ήττα!».
 
Γιάννης Καζάζης: Η συνθετική ματιά, η μεγαλύτερη δύναμη των ανθρωπιστικών επιστημών

 
Την εξαντλητική εξειδίκευση και την τάση προκρούστειας αποτίμησης σε όρους οικονομικής ή απτής ωφελιμότητας θεωρεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα στις ανθρωπιστικές επιστήμες ο καθηγητής, Γιάννης Καζάζης:
«Για τους διδάσκοντες τουλάχιστον ο τύπος του ουμανιστή, ο οποίος ενέπνεε τις παλαιότερες γενιές, δηλαδή, το έργο μας να επεμβαίνει στη ζωή, κάνοντάς τη πιο ανθρώπινη, έχει υποκατασταθεί και υποκαθίσταται ολοένα και περισσότερο από τον τύπο του φιλολόγου, ο οποίος είναι πάρα πολύ εξειδικευμένος και στενός επιστήμονας και ο οποίος αδιαφορεί για το ανθρωπιστικό απόβαρο που μπορεί να έχει η δουλειά του η ίδια. Υπάρχουν έργα λαμπρά, τα οποία ούτε οι ίδιοι οι συγγραφείς τους δεν τα διαβάζουν ύστερα από λίγο. Είναι πάρα πολύ εξειδικευμένα, έχουν μεγάλη σοφία, φτιάχνουν έναν αξιοθαύμαστο ναό μπροστά στα μάτια μας, αλλά τίποτα από αυτό δεν περνάει στο σχολείο, επομένως τίποτα δεν γίνεται κτήμα των μαθητών και τίποτα από αυτό δεν περνάει στην κοινωνία.
Το κύριο μέλημά μας μέσα από την εξειδικευμένη δουλειά μας είναι να συλλαμβάνουμε και να συνθέτουμε και αυτό το έχουμε αφήσει. Αυτή είναι η διαφορά των παλαιότερων γενεών της φιλολογίας με τις νεότερες.
Όσο για τους φοιτητές έχω την εντύπωση όπως τους διδάξουμε, έτσι θα συμπεριφερθούν. Και το λέω αυτό χωρίς να υποτιμώ τους άλλους κοινωνικούς παράγοντες, την κυριαρχία της εικόνας και τον παραμερισμό του λόγου π.χ., την κυριαρχία της μουσικής. Μπορεί η μουσική να καταλαμβάνει τις μάζες, μπορεί η εικόνα να μαγνητίζει πολύ περισσότερο από το λόγο, ο οποίος για να εκλυθεί χρειάζεται και μια νοητική επεξεργασία τις περισσότερες φορές και πολλοί είναι νωθροί.
Και με αυτούς όλους τους περιορισμούς η δουλειά που γίνεται στο Πανεπιστήμιο στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες οφείλει να παράγει έναν καινούργιο τύπου φοιτητού, ο οποίος να συνδυάζει ό,τι καλύτερο από την παράδοση, με ό,τι νεωτερικότερο φέρνει η εποχή. Δεν θα έλεγα ότι οι φοιτητές είναι καλύτεροι ή χειρότεροι, το μείγμα θα ήθελα να το δω πιο οργανικά δομημένο μέσα στα Πανεπιστήμια κι εκεί η δουλειά η δική μας μέχρι αυτοθυσίας είναι που κάνει τη διαφορά».
 
Κεντρωτής: Προσπαθούμε να πείσουμε για την χρησιμότητά μας
Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Κεντρωτής συμπληρώνει:

«Στα Πανεπιστήμια δίνεται ένας άνισος αγώνας αυτή τη στιγμή. Προσπαθούμε να πείσουμε για τη χρησιμότητά μας και αυτό είναι άχαρο. Ιδίως μάλιστα οι των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Θεωρείται ότι μας κάνουν χάρη για αυτή την πολυτέλεια του βίου που μας έχουν τρόπον τινά δώσει, αν και επιδαψιλεύσει, χωρίς να ξέρουν τη λέξη…
Η καταστροφή θα έρθει, είναι αναπότρεπτο, αν συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Θα σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη μεταφρασεολογία, χρόνια τώρα κυριαρχεί ο μύθος της ισοδυναμίας, δηλαδή για να μεταφράσεις, λέει, πρέπει να δώσεις το ισοδύναμο. Αυτό όμως είναι μια μαθηματικοποίηση του λόγου, ενώ στον λόγο δεν ισχύει η ισότητα, αλλά η ομοιότητα και η ποιότητα της διαφοράς είναι μάλιστα εκείνη που χαρακτηρίζει τα πράγματα.
Οι Αρχαίοι προσπάθησαν να στρέψουν το νου να δει τον λόγο, ο οποίος σημαίνει προτίστως κλάσμα, δηλαδή ένα κομμάτι της γνώσης. Και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής όταν λέει «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» τρεις φορές αναφέρει τη λέξη Λόγος, δυο φορές τη λέξη Θεός και μια φορά αναφέρει τη λέξη αρχή, γιατί δεν μπορεί παρά να είναι μια φορά η αρχή… Ήδη εκεί έχουμε μια πρακτική της λογοποίησης, του όποιου λόγου. Αυτά τα πράγματα δεν γράφτηκαν στο γόνατο, ούτε για να γίνουν δημοφιλείς αυτοί, οι οποίοι τα είπαν. Είναι υποδείξεις βίου, για να ξέρεις ακριβώς τι ζητάς. Στην εποχή μας δεν νομίζω ότι αυτά είναι δημοφιλή πράγματα κι αν σε ακούν σε ακούνε με συγκατάβαση».
Και ο επίλογος από τον κ. Καζάζη:
«Είναι παράκαιροι στοχασμοί, οι οποίοι χρειάζονται βέβαια για να μας θυμίζουν και μια απόσταση που πρέπει να έχουμε για τα πράγματα. Χρειάζεται να ξέρουμε ότι υπάρχει και η άλλη διάσταση, είτε την πλησιάζουμε, είτε όχι, είτε την αγαπάμε, είτε την αποστρεφόμαστε. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι Αρχαίοι. Ας μας θυμίζουν ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος βίου ή σκέψης»…
 
Της Χριστίνας Ελευθεράκη