Ο αρχαιολόγος Μιχάλης Κοσμόπουλος μιλάει στα «ΝΕΑ» για τα νέα ευρήματα στον χώρο όπου βρέθηκε η παλιότερη πινακίδα Γραμμικής Β το 2011, καθώς και για τη σημασία του μυκηναϊκού κέντρου ως προς την πολιτειακή οργάνωση που «επηρέασε» τις ΗΠΑ. Μαίρη Αδαμοπούλου ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 21/12/2017
Είναι γνωστή ως η πόλη στην οποία βρέθηκε η αρχαιότερη πινακίδα Γραμμικής Β. Κι ενώ όσο προχωρούν οι ανασκαφικές έρευνες τα τελευταία 11 χρόνια στη Νοτιοδυτική Μεσσηνία αλλάζει η γνώση μας για την πολιτική οργάνωση της μυκηναϊκής Ελλάδας, καθώς η κυκλώπεια αρχιτεκτονική της, οι τοιχογραφίες, οι αστικές υποδομές και η οικιστική της οργάνωση φανερώνουν ότι πρόκειται για ένα νέο ανακτορικό κέντρο, τώρα αποκαλύπτεται και μία ακόμη πτυχή της αίγλης και της ισχύος της.
Αποδεικνύεται ότι σχεδόν 500 χρόνια μετά την καταστροφή της, όχι απλώς δεν βυθίστηκε στη λήθη, αλλά η ανάμνησή της άντεξε στον χρόνο και καταγράφηκε ως μία από τις εννέα πρωτεύουσες του δυτικού τμήματος του βασιλείου της Πύλου στην ομηρική «Ιλιάδα». Και το όνομά της στον «κατάλογο των πλοίων» – Αιπύ – μπορεί να μη βοηθά να εντοπίσουμε το σπουδαίο μυκηναϊκό κέντρο στον σύγχρονο χάρτη.
Πρόκειται για τον μείζονος σημασίας αρχαιολογικό χώρο, όμως, που ανασκάπτεται από το 2011 σε απόσταση μόλις 2 χλμ. από το χωριό Ίκλαινα και 14 χλμ. νότια της Πύλου, σύμφωνα με την παρουσίαση που έκανε προ ημερών ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήµιο του Μιζούρι Μιχάλης Κοσµόπουλος, σε ομιλία του στην Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό την αιγίδα της οποίας διεξάγεται η ανασκαφή.
Μια μνημειακή πύλη που οδηγούσε από τη συνοικία με τα σπίτια και τα εργαστήρια στο διοικητικό κέντρο της πόλης είναι ένα από τα σημαντικότερα και εντυπωσιακότερα πλέον πρόσφατα ευρήματα που έφερε στο φως η ανασκαφική ομάδα υπό τον καθηγητή Κοσμόπουλο.
Αποτελούμενη από δύο μεγάλους κυβόλιθους και άνοιγμα 2 μ., δεν σώζει το ανώτερο τμήμα της που εκτιμάται ότι ήταν πλίνθινο, ενώ και η κατάσταση του ευρήματος δεν είναι καλή, καθώς και λιθολογήθηκε στο πέρασμα των αιώνων και μέρος του καταστράφηκε, όπως και των πλακόστρωτων δρόμων και των πλατειών, από τη σάρωση των αρότρων, επειδή οι αρχαιότητες βρίσκονταν σε πολύ μικρό βάθος (20-30 εκ.).
«Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο της πόλης, καθώς η πύλη οδηγεί από το οικιστικό στο διοικητικό κέντρο» λέει στα «ΝΕΑ» ο ανασκαφέας. «Από το σημείο της πύλης ξεκινά ένας πλακόστρωτος δρόμος μήκους 17 μ. και πλάτους ίσου με της πύλης (2 μ.), τέτοιας ποιότητας που αντίστοιχός του δεν υπάρχει ούτε στις Μυκήνες, καθώς δεν διακρίνονται καν οι αρμοί» συνεχίζει και εξηγεί ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε ένα άνδηρο χτισμένο με κυκλώπειο τρόπο, δηλαδή με ογκόλιθους, το οποίο λειτουργούσε ως πλατφόρμα για να στηρίξει ένα διώροφο ή τριώροφο κτίριο.
Όσο εντυπωσιακό κι αν είναι το άνδηρο που βρίσκεται στην καρδιά του διοικητικού κέντρου – το οποίο έχει αναπαρασταθεί και ψηφιακά σε τρεις διαστάσεις -, δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που κάνει την Ίκλαινα να ξεχωρίζει. Είναι το σύστημα υδροδότησης και αποχέτευσης της πόλης, όπως και τα περισσότερα από 1.000 κομμάτια τοιχογραφιών με παραστάσεις γυναικείων μορφών, ναυτικών και ψαριών μεταξύ άλλων.
«Τέτοιες υποδομές για τα δεδομένα του μυκηναϊκού κόσμου είναι εξαιρετικά σπάνιες, τις συναντάμε μόνο στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα, στον Εγκλιανό, όπου βρίσκεται το λεγόμενο ανάκτορο του Νέστορα, γεγονός που δείχνει ότι η Ίκλαινα είναι ένα μεγάλο άγνωστο μυκηναϊκό κέντρο. Σε έναν δευτερευούσης σημασίας οικισμό δεν θα συναντούσαμε κάτι ανάλογο» επισημαίνει και υπενθυμίζει τον εντοπισμό πριν από έξι χρόνια της αρχαιότερης πινακίδας Γραμμικής Β σε έναν αποθέτη, στα σκουπίδια δηλαδή, του προϊστορικού οικισμού. Φέρει διαφορετικό κείμενο στις δύο όψεις της και χρονολογείται περί το 1420-1370 π.Χ., όταν µέχρι σήµερα η παλαιότερη πινακίδα Γραµµικής Β χρονολογούνταν από το 1390/70 έως το 1330/15 π.Χ., από τις Μυκήνες.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΥΛΟΥ. Ποιος ήταν λοιπόν ο ρόλος της στον μυκηναϊκό κόσμο; «Ήταν μία από τις πρωτεύουσες του βασιλείου της Πύλου, το οποίο χωριζόταν σε δύο επαρχίες. Η δυτική διέθετε εννέα και η ανατολική επτά πρωτεύουσες, γεγονός που οφείλεται στο ότι το βασίλειο της Πύλου δημιουργήθηκε σταδιακά και καθώς οι τοπικοί ηγεμόνες κάθε πόλης πολεμούσαν με τους γείτονές τους.
Ο ηγεμόνας που ζούσε στο λεγόμενο ανάκτορο του Νέστορα φαίνεται πως επικράτησε, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία των πόλεων που κατέκτησε δημιουργώντας ουσιαστικά μια πρώιμη ομοσπονδία. Είναι η πρώτη εμφάνιση ενός τύπου ομοσπονδιακού κράτους στον κόσμο και σε αναζήτηση της ρίζας του δικού τους κράτους οι Αμερικανοί χρηματοδοτούν αποκλειστικά τη συγκεκριμένη ανασκαφή» λέει ο καθηγητής Κοσμόπουλος για την πόλη που ήκμασε περί το 1300 π.Χ., έναν αιώνα νωρίτερα από την εποχή του λεγόμενου ανακτόρου του Νέστορα. Στα χρόνια ακμής του ανακτόρου φαίνεται ότι κατακτάται, καταστρέφεται και υποβιβάζεται σε εργαστηριακό κέντρο.
«Η καταστροφή αυτή υπήρξε σωτήρια για τη διατήρηση της εικόνας της πόλης γιατί, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, στις περιπτώσεις που υπάρχει συνέχεια σε έναν χώρο τα νεότερα κτίσματα καταστρέφουν τα παλαιότερα» εξηγεί ο αρχαιολόγος για την πόλη που καταλαμβάνει σχεδόν 180 στρέμματα, αλλά ο πληθυσμός της δεν μπορεί να υπολογιστεί με τα ως τώρα δεδομένα.
Η εικόνα του ξεχωριστού αυτού μυκηναϊκού κέντρου είναι κι εκείνη που δικαιολογεί την παρουσία της στον «κατάλογο των πλοίων» της «Ιλιάδας», και μάλιστα ως «εύκτιτον», δηλαδή ως καλοχτισμένη, 400 και πλέον χρόνια μετά την καταστροφή της, κι έτσι επιτρέπει στους επιστήμονες σήμερα να εντοπίσουν το αρχαίο της όνομα; «Μέχρι σήμερα η πρωτεύουσα a-pu2 (προφορά Αιπύ ή Αιφύ) που αναφέρεται στις πινακίδες Γραμμικής Β από την Πύλο δεν είχε καταφέρει να εντοπιστεί στον χάρτη. Δεδομένου όμως ότι σε όλες τις πινακίδες οι πρωτεύουσες εμφανίζονται πάντα με την ίδια γεωγραφική – ίσως και αξιολογική – σειρά και γνωρίζοντας ότι το Αιπύ βρίσκεται νοτίως του ανακτόρου του Νέστορα και ότι δεν είναι παραθαλάσσιο βάσει των στοιχείων των πινακίδων, συμπεραίνουμε ότι το μείζονος σημασίας μυκηναϊκό κέντρο της Ίκλαινας ταυτίζεται με το Αιπύ» απαντά ο αρχαιολόγος και τακτικό μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών του Σεντ Λούις.
Το ερώτημα ωστόσο που φαίνεται να προβληματίζει τους ερευνητές είναι πώς η φήμη του Αιπύ έφτασε στα ομηρικά έπη καθώς η καταστροφή της πόλης συντελέστηκε το 1200 π.Χ. και η σύνθεση των ραψωδιών τοποθετείται στο 750-700 π.Χ. «Η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι μέσω της προφορικής παράδοσης, κάτι που σημαίνει ότι η Ίκλαινα ήταν πολύ ισχυρό κέντρο και τα μνημεία της ήταν ακόμη ορατά, εντυπωσιάζοντας τους ανθρώπους της εποχής. Η ομηρική έρευνα έχει αποδείξει ότι υπήρξε αλληλεπίδραση μεταξύ των ραψωδών που απήγγελλαν τα έπη και των ακροατών τους, οπότε σημαντικά κέντρα με σπουδαία μνημεία ενδέχεται μέσω της προφορικής παράδοσης να διασώθηκαν στα έπη και κατά συνέπεια στη μνήμη» καταλήγει ο Μιχάλης Κοσμόπουλος.