Ο φωτογραφικός μας φακός συνεχίζει την ξενάγηση στην παλιά Καλαμάτα, δείχνοντας κάθε φορά εικόνες που ξυπνούν περασμένες αναμνήσεις, από γεγονότα ή και πρόσωπα που άφησαν πίσω τους ένα παρελθόν πλούσιο και αξέχαστο.
Σήμερα ο φακός σταματά σε μια εποχή της παλιάς Καλαμάτας η οποία ήταν γεμάτη από μελωδίες και καντάδες, από ανθρώπους του τόπου μας, που ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά των παλαιών ρομαντικών συμπολιτών μας.
Ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι ήξεραν να ζουν, όχι μόνο για την καθημερινότητα, αλλά και για τη χαρά και την ευχαρίστηση των αισθήσεων.
Όσες γενιές και αν περάσουν, τα παλιά όμορφα τραγούδια και οι ρομαντικές καντάδες πάντα θα έχουν μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές όλων μας.
Τα τραγούδια πάντα άρεσαν στους Έλληνες, και τους παλιούς και τους νέους. Άλλωστε, οι καλές φωνές δε σπανίζουν στον τόπο μας. Γι’ αυτό και όσοι ξένοι ζουν για λίγο μαζί μας, φεύγουν ενθουσιασμένοι από το κέφι και τα τραγούδια μας.
Τραγούδια, μονωδίες, ντουέτα, τρίφωνα και τετράφωνα κι άλλοτε με παρέες κανταδόρων, στα ταβερνεία ή στα σοκάκια, ξεχείλιζαν πάντα από αρμονίες και έκαναν τις καρδιές των ανθρώπων να σκιρτούν νοσταλγικά.
Σκοποί μουσικής που μένουν για πάντα στα χείλη μας, που θυμόμαστε και τραγουδάμε σε στιγμές κεφιού, που συγκινούν τους πιο μεγάλους σαν αναμνήσεις και που δείχνουν στους νέους μας μια εποχή με συναισθήματα.
Εκείνα τα χρόνια αντηχούσαν τα βράδια γλυκές μελωδίες κανταδόρων στους δρόμους και τα απόμερα σοκάκια.
Πότε με τη συνοδεία μιας κιθάρας και ενός μαντολίνου, άφηναν οι τραγουδιστές να ξεχειλίζουν τα μεράκια, οι καημοί και οι έρωτες, στις ωραίες καντάδες που ήταν γεμάτες με λόγια που εξιστορούσαν τρυφερές αγάπες, απιστίες, χωρισμούς, ανεκπλήρωτους πόθους και ακόμα για το βοτάνι της παρηγοριάς, το κρασί.
Στα στενά δρομάκια του Κάστρου, στην οδό Αλαγονίας, στη Φαρών, στην Ακρίτα και στα μυρωδάτα περιβόλια μας, ακούγονταν τις νύχτες οι καντάδες των μερακλήδων τραγουδιστών και η Καλαμάτα γέμιζε μελωδίες:
«Ω! μην κοιμάσαι – ξύπνα σε σε δω
ψυχή χαριτωμένη – σε ποθώ…».
Οι κοπελιές κρυφοκοίταζαν πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων, ενώ κάποιοι γονείς έκλειναν βιαστικά τα παραθυρόφυλλα για… το φόβο των Ιουδαίων! Ο αστυφύλακας από τη γωνία άκουγε και χαμογελούσε με κατανόηση, σαν να έλεγε… «συνεχίστε, παλικάρια μου, η ζωή είναι πολύ μικρή»!
Τα τραγούδια που ακούγονταν εκείνα τα χρόνια, άφησαν μια αξέχαστη εποχή και για τις μελωδίες τους, αλλά και για τα λόγια τους.
«Το γιασεμί στο στήθος σου» – «πώς της αρέσει» – «το γελεκάκι που φορείς» – «γιατί να σε γνωρίσω» – «η ανθισμένη αμυγδαλιά» – και τόσα άλλα όμορφα τραγούδια που έγραψαν οι αθάνατοι συνθέτες της αθηναϊκής καντάδας.
Στις ταβερνούλες ακούγονταν τα τραγούδια του κρασιού και της λησμονιάς: «Η παλιά ταβέρνα» – «Σαν πιω κρασί ζαλίζομαι» – «Εγώ, εσύ και το κρασί» – «πίνω για να ξεχνώ τον πόνο» – «ρετσίνα μου, αγνή κεχριμπαρένια», και ένα πλήθος άλλα κρασάτικα τραγούδια.
Τα τραγούδια των κανταδόρων ήταν με νόημα. Καθένα έκρυβε και μια ιστορία αληθινή.
Θυμάμαι τα στέκια των κανταδόρων μας, που ήταν ταβερνάκια όπως: του Καλλιάνη, του Πολίτη, του Δρίτσα, στην Παραλία, του Κορδοπάτη, του Κολλάνη, του Γρηγόρη Χρυσομάλλη, όπου γίνονταν υπέροχα τραγουδιστικά βραδινά.
Θυμάμαι τους κανταδόρους μας: Λάμπο – Σαρακινό – Διονυσάκη – Γλυμάνο – Μπούρα – Βολιανίτη – Καλούλη – Μουτεβελή – Θεοφιλόπουλο – Μανωλακάκη –Χανδρινό – Κεχάεφ – κ.ά., τότε που ήταν στις δόξες της η καλαματιανή καντάδα.
Θα μου επιτρέψουν οι φίλοι αναγνώστες η σημερινή ξενάγηση να κλείσει με μια αξέχαστη καντάδα, που εκφράζει το παράπονο της απουσίας της από τη σημερινή μας εποχή!
«Πού ’ναι τα χρόνια τα παλιά
Πού ν’ οι καντάδες
Πού ν’ οι παρέες οι παλιές
με μπάντζα και κιθάρες
____________
Αχ! Να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά
να ξανάνθιζε η γριούλα αμυγδαλιά.
Οι αυλόπορτες ν’ ανοίξουν οι βαριές
ν’ απλωθούνε της γαζίας οι ευωδιές
_____________
Να ξυπνήσουν οι παλιοί οι κανταδόροι
και να τρίξουν κάποιες γρίλιες
στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Αχ! Να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά.
Για την ιστορία της πόλης: Βασίλης Ι. Μανιάτης