Θεαματική αύξηση στα θερμοκήπια της Τριφυλίας

Θεαματική αύξηση στα θερμοκήπια της Τριφυλίας

Διαρκής άνθηση της λειτουργίας των θερμοκηπίων καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Τριφυλία. Η αύξηση της καλλιέργειας στα θερμοκήπια έφτασε τα 3.000 στρέμματα, ενώ οι τελευταίες επενδύσεις, που έγιναν μέσω επιχειρησιακών προγραμμάτων το 2016, έφτασαν τα 16 εκατομμύρια ευρώ και ολοκληρώθηκαν περίπου 70 επενδυτικά σχέδια. Για αυτόν τον λόγο, οι υπάρχουσες μονάδες θεωρούνται πλήρεις στον τομέα των τεχνικών υποδομών.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στην “Ύπαιθρο Χώρα”, “ο προϊστάμενος της ΔΑΟΚ Τριφυλίας, Αντώνης Παρασκευόπουλος, αναφερόμενος στις περίπου 300 θερμοκηπιακές μονάδες που συνολικά λειτουργούν στην περιοχή, επισημαίνει ότι ‘η υποστήριξη των μονάδων αυτών με νέες τεχνολογίες και την ανάλογη τεχνική υποδομή είναι μία υπόθεση που έχει αρχίσει από το 2016 και το αποτέλεσμα είναι να έχουν πλέον τη δυνατότητα να παράγουν προϊόντα υψηλών προδιαγραφών’.
Οι μονάδες αυτές λειτουργούν με δυνατότητα να παράγουν δύο φορές τον χρόνο, αφού η πρώτη καλλιέργεια αρχίζει τον Ιανουάριο και ολοκληρώνεται στα τέλη Ιουνίου με μέσα Ιουλίου. Η δεύτερη καλλιέργεια αρχίζει τον Αύγουστο και ολοκληρώνεται στα τέλη του χρόνου.
 
Το κόστος, η χρηματοδότηση και η διαδικασία για την κατασκευή θερμοκηπίου 
Οι δύο βασικές καλλιέργειες είναι η ντομάτα, που καλλιεργείται στο 30% της καλλιεργήσιμης έκτασης, αλλά και το αγγούρι που καλύπτει άλλο ένα 30% στην καλλιέργεια. Στα υπόλοιπα θερμοκήπια, καλλιεργούνται πιπεριά, φασόλι, κολοκύθι, καρπούζι και πεπόνι.
Όπως μας τόνισε ο κ. Παρασκευόπουλος: ‘Ένα 8% των θερμοκηπίων λειτουργεί με υδροπονική καλλιέργεια, παράγοντας και φράουλα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια διοχετευόταν στην εσωτερική αγορά. Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχουν αρχίσει οι εξαγωγές. Πάνω από το 30% της παραγωγής αγγουριού κατευθύνεται κυρίως στην αγορά της Βουλγαρίας, αλλά και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης». Τέλος, αναφερόμενος στην απότομη στροφή προς τις εξαγωγές, επεσήμανε ότι σε αυτό έπαιξαν ρόλο η μείωση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά και το οδικό δίκτυο, που μετά την ολοκλήρωσή του, αποτελεί βασικό σύμμαχο.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η στροφή στις εξαγωγές έφερε και αύξηση στην πρωιμότητα των κηπευτικών, με αποτέλεσμα να παράγονται ετησίως πάνω από 70.000 τόνοι. Σε αντίθεση με το αγγούρι, η ντομάτα ακόμα έχει ζήτηση στην ελληνική αγορά και οι εξαγωγές δεν ξεπερνούν το 5%”.