Μια συνέντευξη για τέχνη, πολιτική, φιλοσοφία, Ελλάδα, Ευρώπη και ταξίδια με τον πολυσύνθετο καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο οποίος έχει μεσσηνιακές ρίζες καταγωγής
Ό,τι και να πει κανείς για τον Νίκο Παπαδημητρίου είναι λίγο. Το βιογραφικό του (που παρατίθεται στο τέλος της συνέντευξης) δίνει μια ιδέα που είναι όμως μονοδιάστατη. Προσωπικά αυτό που με εντυπωσίασε στην αρχή, εκτός φυσικά από τα ταξίδια του, είναι ότι άφησε πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα δικηγόρου για να σπουδάσει μουσική κι αφού δίδαξε μουσική σε πανεπιστημιακό επίπεδο άλλαξε έδρανο και αντικείμενο επιλέγοντας να μιλάει στους φοιτητές του για την Ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα –στο ίδιο Πανεπιστήμιο, το Ιόνιο, της Κέρκυρας. Ο ίδιος πάντως αυτοπροσδιορίζεται ως ταξιδιώτης, αλλά και ηθοποιός.
Εναλλακτικά θα μπορούσα να μιμηθώ τα 4’33’΄λεπτά σιωπής του Αμερικανού συνθέτη Τζων Κέιτζ που μας «σύστησε» ο κ. Παπαδημητρίου μέσα από το βιβλίο του «Ένα Μετανεωτερικό Requiem» (αν και αναφέρει το συγκεκριμένο, εντελώς κενό σε περιεχόμενο έργο, ως το συμβολικό τέλος της μουσικής ως υψηλής τέχνης). Έναν πρόλογο δηλαδή χωρίς (πολλά) λόγια, που θα δώσει χώρο και μεγαλύτερη ελευθερία στον αναγνώστη για τις δικές του σκέψεις πάνω στα όσα λέει ο, με μεσσηνιακές ρίζες καταγωγής, πολυδιάστατος καθηγητής –κάτι που έχει άλλωστε μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι ο ίδιος είναι.
Μέσα σε δύο ώρες τηλεφωνικής συνέντευξης (και πολλές σημαντικές γραπτές συμπληρώσεις) μιλήσαμε για Τέχνη, για Φιλοσοφία, για Πολιτική, για ταξίδια φυσικά και άλλοτε οδηγούσαν οι ερωτήσεις, αλλά συχνά οι απαντήσεις -που ίσως κάνουν κι εσάς, όπως τον παρότρυναν κάποτε, να ανοίξετε το μεγάλο πανί και να φύγετε, κάνοντας τις δικές σας υπερβάσεις…
-Η φιλοσοφία και η τέχνη τι θέση έχουν στην ωφελιμιστική κοινωνία και εποχή μας;
«Η τεχνολογία μας αλλάζει εντελώς τη ζωή, όχι πλέον με γραμμικό, αλλά με τρόπο θυελλώδη. Ξαφνικά ανατρέπονται όλα και δεν μπορούμε να προβλέψουμε παρά μόνο ότι θα είναι ανατρεπτικό το μέλλον. Άρα ίσως έχουμε πολύ περισσότερο ανάγκη τώρα την φιλοσοφία, απ’ ότι την είχαμε πριν από μερικές δεκαετίες οπότε μιλούσαμε για τα λόγια της και όχι για την ουσία των λόγων της.
Μάλιστα σε μια πρόσφατη ομιλία του στην Κέρκυρα ο Διευθυντής του ερευνητικού κέντρου «Δημόκριτος», Γεώργιος Νούνεσης μας είχε πει το εξής καταπληκτικό, ότι τα μεγαλύτερα κεφάλια (και τα κεφάλαια) αυτή τη στιγμή, στα μεγάλα πανεπιστήμια, πηγαίνουν στην έδρα της φιλοσοφίας!
Η Φιλοσοφία ξαναβρίσκει την ουσία της ως ενοποιητική επιστήμη, όπως ήταν στην αρχαιότητα και παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Μερικές φορές χρειάζεται μια απλή ερώτηση που εμπεριέχει την απάντηση για να ενοποιήσουμε ό,τι νοιώθουμε, ό,τι βλέπουμε, ό,τι γνωρίζουμε από το παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
Όσον αφορά στην τέχνη, υπήρχε μια επικοινωνία ανάμεσα σε προικισμένους ανθρώπους (τους καλλιτέχνες) και στο κοινό, οι οποίοι μεταφέρανε εικόνες, ήχους, οράματα, που ο κοινός άνθρωπος δεν έβλεπε. Έτσι του εμπλούτιζαν τη ζωή του.
Στη σημερινή εποχή με τα μέσα μαζικής δικτύωσης, με τη δυνατότητα για την αυτόματη ανάρτηση φωτογραφιών (π.χ. στο Facebook) γινόμαστε όλοι καλλιτέχνες και αυτό που είναι συναρπαστικό είναι ότι ο καθένας μπορεί να φτιάξει το κινηματογραφικό έργο της ζωής του.
Η Τέχνη έχει αλλάξει πάρα πολύ. Είναι η δυνατότητα όλων μας να πούμε οτιδήποτε και από τη στιγμή που το λέμε και το θεωρούμε τέχνη –η θέαση έχει πολύ μεγάλη σημασία- γίνεται Τέχνη.
Όπως π.χ. ο Άντι Γουόρχολ με το Brillo Box. Παίρνεις ένα κουτί σπίρτα και λες αυτό είναι έργο τέχνης και γίνεται αυτόματα. Έχει αλλάξει τελείως η νοοτροπία κι αυτό είναι θετικό και, ναι, είναι και ελπιδοφόρο στην εποχή μας, γιατί χωρίς ελπίδα δημιουργίας δεν μπορείς να ζήσεις ούτε μια ώρα. Είναι αδύνατον να βιώσεις τη ζωή σου έχοντας μπροστά σου ένα ρολόι που σου δείχνει ακριβώς το τέλος.
Μόνο με το παραμύθι μπορείς να το ξεγελάσεις αυτό και να κάνεις το ρολόι να είναι καλλιτεχνικό δημιούργημα και όχι καμπάνα του θανάτου σου».
– Ο Θεός έχει θέση σε μια εποχή που κυριαρχεί η επιστήμη και η τεχνολογία;
«Τα υπαρξιακά προβλήματα ΔΕΝ λύνονται από την επιστήμη… Το βασικό ερώτημα του ΓΙΑΤΙ δεν απαντάται με τις “ποσοτικές” απαντήσεις της επιστήμης, αλλά από την προσωπική μας ποιότητα… “Γιατί υπάρχουν όλα, ενώ θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτε;…”, όπως είχε πει κάποτε ο πατέρας μου, εμπνευσμένος από τον Χάιντεγκερ.
-Η πολιτική κυριαρχεί στο δεύτερο βιβλίο σας που έκανε μεγάλη αίσθηση με την έκδοσή του πριν από έναν χρόνο. Μπορεί η πολιτική να δώσει τελικά τις λύσεις που χρειάζεται η κοινωνία μας σήμερα;
«Όσο ο πολίτης παραμένει αυτιστικός ως άτομο (Facebook…) και καταναλωτής των πάντων, ελπίδα δεν υπάρχει… Επίσης, η κατάρρευση των ιδεολογιών, η γενικευμένη διαφθορά (όλοι ίδιοι είναι…) και η απαξίωση της κοινωνικής συμμετοχής (και τί να κάνω εγώ…) τον απενοχοποιούν και τον στέλνουν κατευθείαν προς αυτόν τον ήπιο, καθημερινό φασισμό της μικρο-αστικής διαμαρτυρίας δια του ανούσιου, απολιτικού θορύβου (μπαχαλάκηδες…)».
-Στο εξωτερικό πώς αντιμετωπίζουν την Ελλάδα και ποια είναι η θέση μας στην Ευρώπη;
«Τα τελευταία χρόνια, όπου έχω ταξιδέψει στο εξωτερικό, αντιμετωπίζουν, πλέον, την Ελλάδα με συμπάθεια. Το γεγονός ότι περάσαμε όσα περάσαμε, αλλάξαμε 4 κυβερνήσεις, από τη σοσιαλιστική του Γιώργου Παπανδρέου στην ριζοσπαστικά αριστερή του Αλέξη Τσίπρα, περνώντας από συνεργασίες ανάμεσα σε όλα τα κόμματα, και σε κυβέρνηση της κεντροδεξιάς με τον Αντώνη Σαμαρά, και παραμείναμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, δείχνει ωριμότητα, ήπια, πολιτισμένη αντίδραση (παρά τις, δικαιολογημένες, έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις) και σταθερή απόφαση να ζήσουμε με τους αδελφούς ευρωπαϊκούς λαούς στη μεγαλύτερη ιστορικά, και μόνη αναίμακτη «ουτοπία», την υπέρ-κρατική Ευρώπη.
Είναι βέβαια πολλά τα σημερινά ευρωπαϊκά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα εκτός Ευρώπης και πέρα από τις ευρωπαϊκές αξίες της ισότητας, της ελευθερίας, της αδελφότητας, (έστω κι αν δυστυχώς παραβιάζονται), δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Βεβαίως, θα πρέπει να την βελτιώσουμε, να την καταστήσουμε παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο, πιο ανθρώπινη και ανεκτική στο εσωτερικό της.
Ως Ελλάδα πλέον δεν είμαστε «μέσα» ή «έξω» από την Ευρώπη, είμαστε η Ευρώπη! Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να αποχωρήσουμε… από τον εαυτό μας!».
-Τι πιστεύετε ότι μπορούμε να κάνουμε για να φτιάξουμε έναν κόσμο καλύτερο;
«Δε νομίζω ότι μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο καλύτερο. Οι ουτοπίες αποδεικνύονται πιο επικίνδυνες από την αποδοχή της πραγματικότητας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι σε δύο επίπεδα. Στο προσωπικό να προσπαθήσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι χωρίς να κάνουμε ζημιά στους άλλους.
Είναι πολύ σημαντικό να είσαι αυτάρκης, έχοντας κάνει αυτά που ήθελες να κάνεις. Να έχουμε ειρήνη με τον εαυτό μας. Από την άλλη μεριά όταν πετύχουμε μια τέτοια κατάσταση να σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που δεν μπορούν να το κάνουν αυτό και ένα χέρι βοήθειας ή λίγη αγάπη –η αγάπη δεν είναι λίγη, όταν υπάρχει αγάπη υπάρχει- όχι μόνο θα τους κάνει κι αυτούς να νοιώσουν ζεστασιά, αλλά κι εμάς ότι κάτι κάνουμε στη ζωή μας.
Απλά πράγματα, ταυτόχρονα, όπως να μην πετάμε πλαστικά στη θάλασσα και στους δρόμους, να μην παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας εκεί όπου μαμάδες με παιδιά, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν μπορούν να περπατήσουν, να μην αγνοούμε τους άλλους, να μην φανατιζόμαστε, αλλά και να μην γινόμαστε «δάσκαλοι» των άλλων «κάνε εκείνο» ή «κάνε το άλλο».
Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τον κόσμο; Θα έλεγα αντιστρέφοντας αυτό που λέμε παγκοσμιοποίηση, ώστε να το κάνουμε οικουμενικότητα. Όχι μια τεράστια αγορά προϊόντων, αλλά ιδεών και γιατί όχι ανταλλαγής απόψεων με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εμάς».
-Αναφέρετε στο βιβλίο σας ότι το θέατρο είναι η κοινή ευρωπαϊκή γλώσσα. Πώς το εννοείτε αυτό;
«Η πιο πηγαία, βαθειά, αρχαιοελληνική και επομένως απολύτως ευρωπαϊκή γλώσσα είναι το θέατρο. Δηλαδή η ικανότητα του ευρωπαίου ανθρώπου να θεάται τον κόσμο, τον εαυτό του και τον άλλο και να χτίζει έτσι όλο του τον πολιτισμό, την οικουμενικότητά του μέσα από αυτή την τριπλή θέαση.
Για παράδειγμα ο Άμλετ μέσα στο έργο στήνει ένα θέατρο για να δείξει ποιος φόνευσε τον πατέρα του, δηλαδή πραγματοποιεί το θέατρο εν θεάτρω, αυτό είναι το καταπληκτικό. Δείχνει ακριβώς την πολλαπλότητα της θέασης.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος τη δεκαετία του ’40 στον Μεγάλο Ανατολικό (με την τεχνική του εγκιβωτισμού) συναντά τον Ιούλιο Βερν και τον ωθεί να γράψει το μυθιστόρημα που έγραψε το 1867, αυτό είναι κλασικό ευρωπαϊκό χαρακτηριστικό και μόνο μια λέξη μπορεί να το δηλώσει: θέατρο, και προέρχεται φυσικά από αυτό το μικρό τόπο που λέγεται Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα».
-Οι νέοι στην Ελλάδα της κρίσης σε τι μπορούν να ελπίζουν και σε τι όπλα μπορούν να στηριχθούν;
«Τα όπλα ενός νέου, μιας νέας δεν μπορεί να είναι άλλα από τις γνώσεις (τεχνογνωσία, αλλά και γενική πραγματική παιδεία, καθώς και ξένες γλώσσες), από την εμπιστοσύνη στην αξία τους (κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός), την υπερηφάνεια (όχι την αλαζονεία) και τον καλώς εννοούμενο κοσμοπολιτισμό. Να είναι έτοιμοι να ταξιδέψουν, να ανοιχτούν στον κόσμο και να αξιοποιήσουν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα –διαβατήριο για ένα καλύτερο αύριο.
Μπορούν να ελπίζουν εάν το προσπαθήσουν οι ίδιες/ίδιοι στη βελτίωση της χώρας μας, της Ελλάδας, στην οποία καλό είναι να επιστρέψουν εάν έφυγαν ή να τη βελτιώσουν άμεσα εάν έμειναν εδώ.
Η κατάσταση θα αλλάξει, γι’ αυτό είμαι βέβαιος! Η πιο σκοτεινή ώρα είναι πάντα αυτή πριν το ξημέρωμα…».
——-
Βαθειά συναισθηματική σχέση με τη Μεσσηνία και όνειρο ένα τελευταίο ταξίδι στο διάστημα…
Μια σειρά από ερωτήσεις τέθηκαν στον κ. Παπαδημητρίου απ’ ευθείας σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν απλώς η αφορμή για πολλά ακόμη ενδιαφέροντα τα οποία περιορίστηκαν στις πεπερασμένες δυνατότητες της έντυπης έκδοσης του «Θ» (η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Κυριακής 25 Φεβρουαρίου 2018)
-Πρώτα απ’ όλα ποια είναι η σχέση σας με τη Μεσσηνία;
«Η σχέση μου με τη Μεσσηνία είναι πολύ μικρή χρονικά, πολύ βαθειά όμως συναισθηματικά, καθώς μάλιστα στην Καλαμάτα διαμένει μόνιμα ο αδελφός μου.
Μεσσηνία, Καλαμάτα, Κυπαρισσία!… Ένα καλοκαίρι μακρινό στο Κτήμα της θείας μου, της Ελένης, μπροστά η θάλασσα… Πίσω το Κάστρο, όπου πάνω του αναπαύεται (μάλλον) ο πρώτος της Οικογένειάς μας, ο πρόγονος όλων των Λεβεντογιάννη, η Καλαμάτα… η φωτογραφία (καρτ-ποστάλ προς τη Μητέρα του “Καλάμαι, 1921”), του νεαρού τότε λοχαγού Νίκου Λεβεντογιάννη, την παραμονή της αναχώρησής του για το Μέτωπο της Ιωνίας…
Ένας σχεδόν αιώνας μετά, στο παραλιακό ξενοδοχείο με τα παιδιά μου, επί 4-5 καλοκαίρια… αλλά και η Κορώνη πολύ παλιά, και το μοναδικό μας καλοκαίρι εκεί. Η Μεσσηνία των ευγενικών, ήπιων, χαμογελαστών ανθρώπων με την τραγουδιστή προφορά… Ναι, νοιώθω Μεσσήνιος, απόγονος όλων αυτών, αλλά και όλων των άλλων… Κυπαρισσία-Αλεξάνδρεια και Κάιρο, ταξιδιώτης-ταξιδιώτες όλοι μας στον Χώρο και στον Χρόνο…».
-Η αγαπημένη σας μουσική;
«Στην παιδική μου ηλικία ήταν κάποια τραγούδια του Θεοδωράκη. Αγαπημένος μου Έλληνας συνθέτης είναι ο Χατζηδάκης. Τα τραγούδια του έχουν μια ευαισθησία, μια καλλιέπεια, κι ένα διακριτικό βάθος.
Μου άρεσε πάρα πολύ ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τον οποίο έχω συνεργαστεί κιόλας.
Από το ροκ της παιδικής μου ηλικίας οι Beatles, οι Doοrs, o Dylan ως ένας μέγας ποιητής -και καλά έκανε η Σουηδική Ακαδημία και του έδωσε το Νομπελ Λογοτεχνίας.
Μου αρέσει πάρα πολύ η τζαζ, που έχω παίξει κιόλας.
Και φυσικά η μουσική που σπούδασα, η κλασική μουσική. Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες. Η κλασική μουσική είναι, για μένα, η μουσική που άκουγε ο πατέρας μου κλεισμένος στο γραφείο του, να καπνίζει την πίπα του και να γράφει… Μια μουσική που δεν έχει σχέση με τον “υλικό” κόσμο, αλλά με την υπέρβαση, το όνειρο, την “κατοικημένη” σιωπή. Αγαπώ τους μεγάλους συνθέτες, τον Μπετόβεν και τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Μάλερ… αλλά, προσωπικά, ένας συνθέτης με συγκινεί βαθύτατα, ο Γάλλος Κλωντ Ντεμπυσύ, ο “ζωγράφος” ηχητικών εικόνων, ο ποιητής του “μισοειπωμένου”, ο δημιουργός του μουσικού ιμπρεσιονισμού…».
-Πάμε στη λογοτεχνία…
«Ο αγαπημένος μου συγγραφέας, όταν ήμουνα παιδί, ήταν ο Ιούλιος Βερν. Όταν άρχισα να διδάσκω γαλλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο, με έκπληξή μου ανακάλυψα πως ο Ιούλιος Βερν δεν είναι μόνο ένας παιδικός συγγραφέας, αλλά ένας μεγάλος οραματιστής, και όχι όπως τον λένε «είδε πράγματα στον κόσμο που θα ‘ρχόντουσαν, όπως τα αεροπλάνα, τα υποβρύχια, οι πύραυλοι». Δεν είναι αυτό. Είναι η επιστημονική ουτοπία. Ο ρομαντισμός μέσα στον ορθολογισμό κι αυτή η διακριτική, αδιόρατη μελαγχολία των οραματιστών.
Από άλλους συγγραφείς -εδώ θα επέμβει ο πατέρας μου, ο οποίος θεωρούσε πως έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάζουμε πολλά βιβλία- θα έλεγα ο Τολστόι. Ο Πόλεμος και Ειρήνη, ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα το οποίο ξεκινάει αλλιώς και καταλήγει αλλιώς. Η ρωσική λογοτεχνία με συγκινεί πάντα.
Η γαλλική είναι αυτή η οποία με συνάρπασε όταν ωρίμασα λίγο. Αλλά και η αγγλική λογοτεχνία, ο Σαίξπηρ μέγιστος, το θέατρο του Σαίξπηρ καταπληκτικό. Ο Μπόρχες –τι υπέροχος τύπος, τι συγγραφέας! Η φράση του, όταν λέει «Το σύμπαν που άλλοι το λένε βιβλιοθήκη»… Και έτσι σκέφτομαι τον πατέρα μου Κωνσταντίνο, στο σύμπαν του οποίου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Το σπίτι μας ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη…
Αλλά ας επιστρέψουμε στον πιο αγαπημένο μου συγγραφέα. Ας επιστρέψουμε στη Γαλλία. Για μένα δεν υπάρχουν άλλοι δίπλα του, είναι ο Προυστ του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Μουσικό μυθιστόρημα, καθεδρικό Ναό το λένε οι Γάλλοι. Πολλοί το θεωρούν δύσκολο ή βαρετό. Αρκεί να πω ότι όταν ζούσα στο Παρίσι είχα κάτι αναστατώσεις, αϋπνίες και τέτοια. Μου σύστησαν τον δρ Άντλερ, πήγα να τον δω, και η συνταγή του ήταν: Αναζητώντας το χαμένο χρόνο 20 λεπτά πριν κοιμηθείτε, αν προλάβετε. Μου έκανε κατάπληξη και δεν ξαναπήγα φυσικά.
Υπάρχει ένα κλειδί για να το διαβάσεις. Ο Προυστ δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ονειρική, χαλάρωσης και υπέρβασης, όπως το μισοΰπνι, ο χώρος του πουθενά, όπου κατοικούν τα όνειρα και οι σκιές των όσων ζήσαμε, διαβάσαμε, ελπίσαμε και ευχηθήκαμε να έχουμε ζήσει… Μπαίνεις μέσα στις σελίδες του και ταξιδεύεις, φεύγοντας σε άυλους κόσμους… Ο Προυστ και ο Ντεμπυσύ είναι οι καπετάνιοι του καραβιού της “Ουτοπίας”…
Ο Προυστ είναι ίσως –αν υπάρχουν 2-3 που ασχολήθηκαν με το χρόνο, ο Άγιος Αυγουστίνος π.χ., ο Καντ- ένας από αυτούς. Καλλιτέχνης όμως. Ο χρόνος έχει μια εκπληκτική διάσταση για τον άνθρωπο, αν υπάρχει βέβαια».
-Φαίνεται ότι έχετε κάνει στη ζωή όσα θέλατε, υπάρχει κάτι άλλο που δεν το επιχειρήσατε;
«Αυτό το οποίο δεν τόλμησα να κάνω, είναι το επάγγελμα του ηθοποιού. Με τα τόσα που έχω περάσει και τα τόσα που έχω κάνει αυτοπροσδιορίζομαι πλέον ως ο ταξιδιώτης, ο οποίος άλλαζε μορφές για να γνωρίσει κι άλλους τόπους κι άλλα πράγματα, ως ηθοποιός.
Και ο ηθοποιός είναι ένας ταξιδιώτης με μάσκα μπροστά σε ένα πλήθος που παρακολουθεί, τους θεατές και διηγείται ιστορίες που δεν είναι δικές του. Αυτό είναι ένα πραγματικό ταξίδι και ο ηθοποιός ένας ταξιδιώτης, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, που παίζει και διηγείται ταξίδια άλλων, αλλά φυσικά τα ζει κι αυτός».
-Ποια διαχρονική προσωπικότητα της ιστορίας ή της τέχνης θα θέλατε να συναντήσετε;
«Νομίζω ότι προτιμώ να συναντώ τέτοια πρόσωπα μέσα από την φαντασία μου.
Ίσως θα ήθελα να συναντήσω τον πατέρα μου, για μια τελευταία, μοναδική φορά, για να του πω πόσα του οφείλω, και τη μητέρα μου για να της πω πόσο αρχόντισσα υπήρξε, πως τώρα το καταλαβαίνω. Τους οφείλω πολλά, όπως οφείλω πολλά και στην Κυρία Καίτη Κυριακοπούλου (σ.σ. την γνωστή «τρομερή κυρία της ελληνικής βιομηχανίας»), η οποία μου είχε πει: «Να κάνεις αυτό που θέλεις, αν το θέλεις πραγματικά. Πέταξε, κι εγώ θα σε βοηθήσω».
Μένω κατάπληκτος, καθώς όταν τους έχεις δίπλα σου βλέπεις μόνο την καθημερινότητά τους, αλλά 3-4 μαγικές φράσεις του πατέρα μου με έχουν βοηθήσει και έχουν βοηθήσει και τα παιδιά μου, όπως και η συμπεριφορά της μητέρας μας, η οποία υπήρξε μια πραγματική Αθηναία αρχόντισσα.
Το πρόβλημα με την ηλικία, το έχω κληρονομήσει από τη μητέρα μου, η οποία έλεγε: “Δεν μιλάμε για τρία πράγματα, τη μόρφωσή μας, το κοινωνικό μας επίπεδο και την ηλικία μας. Τα δύο πρώτα φαίνονται…”.
Ο πατέρας μου, όταν παραπονιόμουν πως είναι δύσκολα τα μαθήματα φιλοσοφίας, τότε που σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, μου είχε πει «Γιατί; μια απλή ερώτηση είναι: Γιατί να υπάρχουν όλα αυτά, ενώ θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα».
Ή όταν μου επέβαλε να διαβάζω βιβλία, και του είχα πει μια φορά «μα είναι όλα ίδια» -γιατί ο πατέρας μου έδενε τα βιβλία του, και έτσι ήταν μια σειρά από καφέ, μια σειρά από μαύρα βιβλία, μια σειρά από κόκκινα- και τότε μου απάντησε: “είναι όπως τα εισιτήρια του ταξιδιού, τα εισιτήρια φαίνονται ίδια, τα ταξίδια είναι διαφορετικά, όμως”. Συγκλονιστική φράση…».
-Πώς σκεφτήκατε και αποφασίσατε να κάνετε αυτές τις μεγάλες αλλαγές στην επαγγελματική σας κατεύθυνση και μάλιστα δύο φορές;
«Όταν ήμουν πολύ μικρός ήθελα να γίνω πυρηνικός φυσικός. Επειδή όμως η οικογένειά μου ήταν μια κλασική αστική οικογένεια και προσδοκούσαν συγκεκριμένα πράγματα, μου ετέθη το δίλημμα ή γιατρός ή δικηγόρος. Πανικοβλήθηκα με το γιατρός, με το που βλέπω ένεση λιποθυμάω, και είπα δικηγόρος. Ο αδελφός μου είπε γιατρός. Ήταν η αυτοματική απάντηση.
Τελικά με τη δικηγορία τελείωσα ένα πρωί, όταν (ύστερα από ξενύχτι, μουσική, πιάνο και περιπλανήσεις στην Αθήνα μέχρι τα ξημερώματα) βρισκόμουν στα δικαστήρια, ταλαιπωρημένος, άγρυπνος, για να καταθέσω ένα δικόγραφο… Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πως εγώ ήμουν εκεί, αλλά το νόημα της ζωής μου απ’ έξω… Δεν έκανα για δικηγόρος, θα πέθαινα από πλήξη, απελπισία και όνειδος για τον (δειλό) εαυτό μου!… Τότε ένοιωσα ελεύθερος και πήρα την απόφαση, να φύγω!
Με τη Μουσική, είναι διαφορετικό. Τη Μουσική την έχω πάντοτε, τους μουσικούς και τις μουσικές έχω αφήσει στο παρελθόν χωρίς νοσταλγία, όπως ακριβώς τις παλιές μου αγάπες. Διατηρώ τρυφερές αναμνήσεις και χαμογελάω όταν τις σκέφτομαι…».
-Η σχέση σας με τον Θεό;
«Δεν είμαι θρησκευόμενος, να πηγαίνω στην εκκλησία κλπ. Διατηρώ όμως την παιδική μου σχέση με τον Θεό, προσεύχομαι ανελλιπώς πριν κοιμηθώ, κι αυτό θα κάνω μέχρι το τέλος».
-Τι ψάχνατε, τι βρήκατε και τι αναζητείτε ακόμη στα ταξίδια σας;
«Στα πρώτα μου ταξίδια έψαχνα ό,τι δεν γνώριζα, αλλά ούτε φανταζόμουν πώς ακριβώς υπάρχει.
Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι στην Ρώμη, 48 ώρες περιπλάνησης στην Αιώνια Πόλη, χωρίς να μιλάω τη γλώσσα, μαγεμένος από τη μουσική άγνωστων λέξεων και τα χαμόγελα των ανθρώπων…
Ίσως το συνταρακτικότερο, 20 χρόνια μετά, 72 (!) ώρες σ’ ένα τραίνο, από Βαρσοβία, Βερολίνο, Μόσχα στο Ιρκούτς με τον Υπερσιβηρικό, πάλι χωρίς να μιλώ τη γλώσσα, όταν με βρήκε το πραξικόπημα του ’91 στα σύνορα με τη Μογγολία…
Tο ταξίδι στο Ιξτλάν με το παλιό λεωφορείο, διασχίζοντας ερήμους και βουνά, και πόλεις με μαγικά ονόματα: Πουέρτο Εσκοντίδο, Πουέρτο Άνχελ, Οαχάκα… μέχρι τη Γουατεμάλα και το Γιουκατάν…
Τα ταξίδια όπου έψαχνα να βρω αναμνήσεις άλλων, να τις κάνω δικές μου, να ζήσω, λίγο, στον δικό τους κόσμο.
Κάιρο, Αλεξάνδρεια (Ξενοδοχείο Cecil), πόλεις των μπαρμπάδων της μητέρας μας (η εκ Κυπαρισσίας Οικογένεια Λεβεντογιάννη), Λονδίνο (Abbey Road), Cheltenham (ο τάφος του Brian Jones), Παρίσι (τελευταίος σταθμός του Jim Morisson…)
Περιπλανήσεις στην Ελλάδα τα καλοκαίρια. Θεσσαλονίκη, Πελοπόννησος, Χαλκιδική με τον φίλο μου Κ. Ν. τον αδελφό μου Φίλιππο (ταξίδι στη Χαλκίδα με το πρώτο του αυτοκίνητο, να ξαναβρούμε τα ίχνη των παιδικών, καλοκαιρινών μας διακοπών…)
Σαν Φραντσίσκο, Haight Ashbury και Golden Gate, το τραμ που περνά από την Union Square και πηγαίνει στο λιμάνι, το βιβλιοπωλείο City Lights Books, όπου έχω πάρει πολλά βιβλία των Μπήτνικς (Μπάροουζ, Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ…)
Ταξίδια του τώρα, σε πόλεις που, όχι μόνον γνωρίζω καλά, αλλά είναι δικές μου πόλεις, τις έχω στη ψυχή μου και τις ξέρω καλύτερα από τους ανώνυμους, απρόσωπους κατοίκους των.
Αθήνα! Βόλτες στην Πλάκα όπου γεννήθηκα/γεννηθήκαμε με τον αδελφό μου Φίλιππο, βόλτες στην Ξενοφώντος… Κριεζώτου, Κυδαθηναίων, Φειδίου… Τόποι γνώριμοι, εστιατόρια και ταβέρνες όπου πήγαινα με τους γονείς μας, κτίρια όπου ήσαν τα γραφεία του πατέρα μας, του θείου μας του Γιάννη, το φροντιστήριο αγγλικών του Χαμπάκη στη Φιλελλήνων…
Παρίσι, πάντα, εκεί όπου έζησα χρόνια (και ζω) και που γνωρίζω την κάθε του γωνιά, και την ιστορία του!
Λονδίνο, η πόλη μου, όπου επιστρέφω κάθε Άνοιξη, κάθε Φθινόπωρο και Χειμώνα…
Αναζητώ (και βρίσκω πάντοτε) την αιτία να ξανα-ταξιδέψω. Κάποτε-κάποτε χάνω το εισιτήριο της επιστροφής (Κέρκυρα, καλοκαίρι του 1993…)»
-Υπάρχει κάποια «τρέλα» για την οποία έχετε μετανοιώσει;
«Υπήρξα ένας άνθρωπος που, αν και άγγιξα πολλές φορές την τρέλα, και λόγω χαρακτήρα –δεν είμαι ακραίος- και λόγω αγωγής, δεν έχω κάνει κάποια τρέλα. Δεν έχω μετανοιώσει για τίποτα στη ζωή μου, δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε δυό φορές τη ζωή, δεν γίνεται. Αλλά με όσα έκανα είμαι ένας άνθρωπος πλήρης, ευτυχισμένος -όσο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που είναι φθαρτός, και σε μερικά χρόνια θα είναι σκόνη.
Π.χ. δεν με ενδιέφερε το να γίνω σπουδαίος δικηγόρος των Αθηνών ή των Παρισίων με τεράστια περιουσία και μηδενικό ελεύθερο χρόνο ή να γίνω μεγάλος μαέστρος κι ενώ θα μπορούσα να το κάνω δεν το έκανα, ή ότι παντρεύτηκα και έκανα παιδιά -έχω δυό θαυμάσια παιδιά και η μητέρα τους είναι μια εξαιρετική κυρία, γι’ αυτά δεν μετανοιώνω με τίποτε.
Ίσως για κάποιες συμπεριφορές σε ανθρώπους που πλήγωσα, που με παιδικό τρόπο τις έκανα, από αφέλεια και απροσεξία, και ίσως να τις έχω ξεχάσει…».
-Πόσο δύσκολο είναι να μοιράζεις τη ζωή σου ανάμεσα σε δύο χώρες, δεδομένου ότι διαμένετε μόνιμα στην Κέρκυρα και τα παιδιά με τη σύζυγό σας ζουν στο Παρίσι.
«Είναι δύσκολο για οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά –ίσως φανεί παράξενο- εμένα με διευκολύνει μάλλον. Περισσότερο λόγω του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μου, το γεγονός ότι μετακομίζω και πηγαίνω από εδώ και από εκεί με κάνει να νοιώθω αυτό που ίσως στο βάθος είμαι πραγματικά και δικαιολογείται και από την ιστορία της οικογένειάς μας: πολίτης του κόσμου…».
-Υπάρχει κάποια εμπειρία που θα θέλατε να ζήσετε;
«Θα ‘θελα να δω τη γη από μακριά, να βρεθώ στο διάστημα, να γνωρίζω ότι δεν θα ξαναγυρίσω, βλέποντας τη γη να απομακρύνεται. Αυτό το έχω σκεφτεί κι άλλες φορές και με συγκινεί. Ό,τι έζησα έζησα και τώρα φεύγω… οριστικά…
Παρακολουθώντας τα πάντα να απομακρύνονται και βλέποντας την απογείωση… το ταξίδι στο διάστημα, ναι, αυτό θα ήθελα, ως τελική εμπειρία».
Της Χριστίνας Ελευθεράκη
———–
Το who is who του Νίκου Παπαδημητρίου
Ο Νίκος Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα, με απώτερη καταγωγή, από την μεριά της γιαγιάς του Αικατερίνης Λεβεντογιάννη, από την Κυπαρισσία. Σπούδασε νομικά, φιλοσοφία και μουσική στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στο Παρίσι (πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, του οποίου είναι και Διδάκτωρ). Αναπληρωτής Καθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο “Νεωτερικός Ευρωπαϊκός Πολιτισμός”, διδάσκει στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου από το 2002. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Ισταπαλάπα (Iztapalapa) και Νασιονάλ (Nacionΰl) της Πόλης του Μεξικού και στο Πανεπιστήμιο Εβρύ Βαλ Ντ’ Εσόν (Ιvry Val d’Essonne) της Γαλλίας. Έχει δώσει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια, στην Ευρώπη και στην Αμερική, καθώς και συναυλίες, ως μουσικός και συνθέτης. Από το 2010 διδάσκει στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου (ITIRI) και του Μονπελιέ (Paul Valιry), στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος κινητικότητας διδασκόντων Erasmus.
Κυκλοφορούν στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Gutenberg, τα βιβλία του “Νεωτερικός Ευρωπαϊκός Πολιτισμός – η ευρωπαϊκή ταυτότητα στον σύγχρονο κόσμο”, Αθήνα 2013, και “Ένα μετανεωτερικό Requiem – Θέματα ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, τέχνης και πολιτικής στον 21ο αιώνα”, Αθήνα 2017, καθώς και στα γαλλικά, από τις εκδόσεις Delatour-France το ” Modernitι : l’identitι europιenne dans le monde contemporain “, η παρουσίαση του οποίου έγινε στις 22 Φεβρουαρίου στην διεθνή έκθεση βιβλίου στις Βρυξέλλες.