Χωρίς παραγωγική παιδεία θα χάσουμε το τρένο…
Σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αντιστρόφως ανάλογα με τις φετινές προσδοκίες, έχει πλέον διαμορφωθεί η μέση τιμή παραγωγού ελαιολάδου και στη Μεσσηνία, αν και στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Την ίδια ώρα οι ελαιοπαραγωγοί κρατούν στα σπίτια ή στις εγκαταστάσεις των εμπόρων απούλητο και άκοπο το λάδι τους, περιμένοντας ανάκαμψη των τιμών, καθώς θεωρούν πως δεν υπάρχει καμία λογική να το δώσουν με τις σημερινές, όταν δεν το έδωσαν με 3,50 ευρώ το κιλό, που ήταν η τιμή εκκίνησης του προϊόντος!
Κατά τους ανθρώπους της παραγωγής, ένας από τους παράγοντες που έχουν παίξει ρόλο σε αυτήν την κατρακύλα είναι η διακίνηση των αδασμολόγητων τυνησιακών λαδιών, βάσει συμφωνίας που ψηφίστηκε το 2015 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι όμως, τα τυνησιακά λάδια δε φαίνονται πουθενά… Παντού εμφανίζονται μόνο «ελληνικά», κάτι που δημιουργεί πολύ σοβαρές υποψίες για «λαδιές» με ελληνοποιήσεις.
Μοναδική διέξοδος και ελπίδα για να καταφέρουμε να πετύχουμε τη σταδιακή άνοδο των τιμών παραγωγού, είναι όλοι όσοι εμπλέκονται στο κύκλωμα της παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Αν μη τι άλλο, υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη να στηριχτεί η τυποποίηση του προϊόντος. Στο χύμα ελαιόλαδο πάντα θα έχουμε την ανάγκη των Ιταλών εμπόρων, οι οποίοι, όταν θα έχουν έλλειψη και δε θα βρίσκουν χαμηλότερα από αλλού, θα αγοράζουν το δικό μας σε πιο καλές τιμές, αλλά θα τις ρίχνουν, όταν θα βρίσκουν πιο φτηνά λάδια να αγοράσουν, από την Τυνησία, για παράδειγμα, ή άλλες χώρες.
Αν δε βάλουμε μυαλό, το πολύ σε μια δεκαετία θα δούμε την Τουρκία να είναι η δεύτερη πιο μεγάλη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο. Ήδη, τόσο η Τουρκία όσο και η Αίγυπτος αναπτύσσονται δυναμικά και στον τομέα του ελαιολάδου.
Όταν η τυποποίηση του ελληνικού ελαιολάδου βρίσκεται στο ναδίρ, σε σχέση με την παραγόμενη ποσότητα, σαφώς και υπάρχουν περιθώρια. Χρειάζεται, όμως, σοβαρότητα και επαγγελματισμός από όλους τους εμπλεκομένους, ώστε όταν το ελληνικό τυποποιημένο ελαιόλαδο βρει τη θέση που του αξίζει στις διεθνείς αγορές, να την κρατήσει, μένοντας μακριά από σκάνδαλα νοθείας, υποβαθμισμένης ποιότητας κ.λπ.
Ο παραγωγός πρέπει να κάνει αυτό που είναι υποχρεωμένος να κάνει. Δηλαδή, να σεβαστεί την ελληνική φύση, που αποδεδειγμένα μπορεί να παράξει αγροτικά προϊόντα ανώτερης ποιότητας από αυτά των ανταγωνιστριών χωρών, όπως και να συνεργαστεί μαζί της, χρησιμοποιώντας ορθές καλλιεργητικές πρακτικές στο χωράφι, αλλά και στην επεξεργασία των προϊόντων και την τυποποίησή τους.
Επίσης, θα πρέπει να αποκτήσει παραγωγική παιδεία ολόκληρη η αλυσίδα που εμπλέκεται σε αυτό. Δηλαδή, από τον παραγωγό μέχρι τον ελαιουργό, αλλά και τον τυποποιητή εν συνεχεία. Βλέπουμε παραγωγούς να χρησιμοποιούν πάσης φύσεως πλαστικά και ακάθαρτα σακιά για τη μεταφορά του καρπού στα ελαιοτριβεία. Να αφήνουν τον καρπό στοιβαγμένο σε εξωτερικούς χώρους, έρμαιο των καιρικών συνθηκών. Και για να ολοκληρωθεί το έγκλημα, να μεταφέρουν και αποθηκεύουν το “καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο” (σε εισαγωγικά καλύτερο) σε οποιοδήποτε πλαστικό βαρέλι βρουν πεταμένο στην αποθήκη.
Δεν παράγεται έτσι ποιοτικό ελαιόλαδο. Οι Ισπανοί και οι Ιταλοί έχουν αναγάγει σε πραγματική επιστήμη την ελαιοποίηση (για να πούμε μόνο για τις μεθόδους που χρησιμοποιούν, χρειαζόμαστε ολόκληρα βιβλία!).
Για πολλές δεκαετίες η Ελλάδα είναι τρίτη σε ποσότητα ελαιολάδου παραγωγός χώρα. Αυτό πολύ σύντομα πρόκειται να αλλάξει. Ήδη φυτεύονται χιλιάδες στρέμματα με φρενήρεις ρυθμούς σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Και στα δύο ημισφαίρια. Σε απέραντες επίπεδες εκτάσεις που μπορούν να εφαρμοστούν οικονομίες κλίμακος, με χρήση μηχανολογικού εξοπλισμού τελευταίας τεχνολογίας. Αυτό μεταφράζεται σε μείωση του κόστους παραγωγής, όπερ σημαίνει ότι εμείς ως Ελλάδα, λόγω του ιδιότυπου ανάγλυφου της χώρας μας αλλά και των πολύ μικρών κατατεμαχισμένων εκμεταλλεύσεων, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε.
Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να συνεχίσει το ελληνικό ελαιόλαδο να αποτελεί εθνικό προϊόν και βασικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας μας, είναι να επενδύσουμε στην ποιότητα, καθιστώντας το συνώνυμο ανώτερης ποιότητας και υψηλής αξίας, στοχεύοντας σε καταναλωτικά στρώματα υψηλού βιοτικού επιπέδου.
Α.Π.