«Ο συγγραφέας δίπλα στον άνθρωπο, αλλά στο δικό του ύψωμα, να παρατηρεί συμπονετικά και να αναπλάθει με κριτική διάθεση»
Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι για μια τοπική εφημερίδα η συνέντευξη μιας συγγραφέως, ακόμα κι αν συγκαταλέγεται στις κορυφαίες, πολλές μέρες μετά την εκδήλωση προς τιμήν της (14/3); Αυτό το ερώτημα με βασάνιζε από την πρώτη στιγμή (19/3) που τη ζήτησα με e-mail από την κα Μάρω Δούκα έως τη στιγμή (11/4) που μου έστειλε απαντημένες 16+1 ερωτήσεις.
Πρώτη δουλειά να καταμετρήσω τις λέξεις: 1.800… Συν ο πρόλογος! Δηλαδή δισέλιδο… Τις διάβασα… απνευστί και ήταν αρκετό για να διαλυθεί κάθε αμφιβολία, επιβεβαιώνοντας την προσδοκία ότι η κα Δούκα είναι από τους ανθρώπους που συγκαταλέγονται στο πνευματικό μας κεφάλαιο και έχουν «κάτι να πουν», πετυχαίνοντας το στόχο που ήταν να κεντρίσει τον προβληματισμό μας, να μας φωτίσει γωνιές, να μας δείξει ένα άλλο επίπεδο πέρα από το καθημερινό.
Μαζί με το γοητευτικό της τρόπο και μάλιστα στην αυτούσια γραφή της, κάθε αφορμή επικαιρότητας είναι, λοιπόν, περιττή, για να «φιλοξενήσουμε» τη βραβευμένη Χανιώτισσα συγγραφέα, που δε χρειάζεται άλλες συστάσεις.
Οκ και από τον κ. Δημήτρη, τον αρχισυντάκτη. Επιβεβαίωση και από την πιο ειδική, τη διορθώτριά μας την Αναστασία, η οποία είχε άλλωστε μελετήσει Μάρω Δούκα στο Πανεπιστήμιο. «Διαβάζεται… νερό» ή κάτι τέτοιο «παρά τα πολλά κόμματα, που κανονικά κόβουν τη ροή».
Φυσικά, τελικός κριτής είναι πάντα ο αναγνώστης. Εσείς…
-«44 χρόνια στο πηδάλιο της γραφής» ήταν ο τίτλος της εκδήλωσης προς τιμήν σας στην Καλαμάτα στις 14 Μαρτίου. Ποιες οι εντυπώσεις σας, κυρία Δούκα, από εκείνη τη βραδιά στο αμφιθέατρο «Νικόλαος Πολίτης» του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και την πόλη μας;
Βαθιά συγκίνηση, χαρά, ταραχή, ευγνωμοσύνη για τη συμμετοχή του κόσμου. Τα χαμογελαστά μάτια πάνω μου ήταν σαν «χάδι», αλλά και επιβεβαίωση πως όλα αυτά τα χρόνια μου στο γράψιμο έπιασαν τόπο. Γι’ αυτό και ευχαριστώ θερμά τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη και το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου που διοργάνωσαν την εκδήλωση. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τη Νινέτα Σωτηράκη, τη Στέλλα Καρλαύτη, την Τιτίκα Καραβία. Και βέβαια, τον αντιπρύτανη Γιώργο Ανδρειωμένο, τον κοσμήτορα Αλέξιο Σαββίδη, τον πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας Βασίλειο Κωνσταντινόπουλο.
Και κάτι ακόμη. Από χρόνια πολλά, μην πω από τότε που χορεύαμε στα Χανιά το «Σαν πας στην Καλαμάτα», αγαπώ την πόλη σας, χαίρομαι την απλωσιά και τον ορίζοντά της, εκτιμώ πολύ τους Καλαματιανούς, έχω φίλες εδώ, διάβασα αυτές τις μέρες και το συναρπαστικό βιβλίο «Δέντρα, πολλά δέντρα» της πανάξιας Καλαματιανής Ρούλας Γεωργακοπούλου…
-Τι σας έκανε να ξεχωρίσετε και να καταξιωθείτε ως συγγραφέας;
Μπορώ να το ξέρω; Υποθέσεις μόνο. Ίσως ήταν η συγκεκριμένη στιγμή της εμφάνισής μου στα γράμματα με το πρώτο μου βιβλίο «Η πηγάδα», Χριστούγεννα του 1974. Έπειτα από την επταετή δικτατορία, πρώτη χρονιά της Μεταπολίτευσης. Το θέμα μου (η περιπέτεια μιας φοιτήτριας, η ταλαιπωρία της στη Γενική Ασφάλεια και στις Φυλακές Αβέρωφ, σε συνδυασμό με την παιδική της ηλικία στη μεταπολεμική Ελλάδα) πιθανόν, σε πρώτο επίπεδο, να επηρέασε θετικά τον αναγνώστη, να τον συγκίνησε. Από εκεί κι έπειτα, όμως, από βιβλίο σε βιβλίο, θέλω να πιστεύω ότι, καθώς αναζητούσα τη δυνατότητά μου να εκφραστώ με το δικό μου τρόπο, έχοντας πάντα στη σκέψη μου τους συγγραφείς που υπήρξαν πριν από μένα, κέρδιζα λίγο λίγο την εκτίμηση εκείνου του αναγνώστη που έχει απαιτήσεις από τη λογοτεχνία. Αν μη τι άλλο, ήταν, πιστεύω, εμφανής η προδιάθεσή μου να υπηρετήσω με σεβασμό τη θέση του συγγραφέα στην κοινωνία και στην εποχή του. Ούτε καταγραφέας διασκεδαστής ούτε απόμακρος ομφαλοσκόπος. Δίπλα στον άνθρωπο, αλλά και λίγο πιο ψηλά, ελάχιστα, στο δικό του ύψωμα, να παρατηρεί συμπονετικά και να αναπλάθει με κριτική διάθεση.
-Τι κερδίσατε, τελικά, μέσα από τη συγγραφή;
Θα έλεγα ότι άρχισα να καταλαβαίνω αλλιώς τον άνθρωπο, να τον συμπονώ. Και μέσα από αυτή την κατανόηση έχω την αίσθηση ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος… Και κάτι ακόμη, πολύ ουσιαστικό για μένα, μέσα από τη γραφή-συγγραφή μπόρεσα να ισορροπήσω, στο πλαίσιο βέβαια του δυνατού, και ως άνθρωπος, να δώσω νόημα και αιτία και αφορμή στην καθημερινότητά μου. Και είμαι ευγνώμων, γιατί μέσα από το γράψιμο και τις ευνοϊκές, να το πω έτσι, συγκυρίες, μπόρεσα μετρημένα βέβαια, να βιοποριστώ. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση, ευλογία, θα έλεγα, να αμείβεσαι κάνοντας κάτι που έτσι κι αλλιώς σ’ ευχαριστεί και προσπαθείς να το κάνεις όσο πιο καλά μπορείς.
-Αν δεν καταφέρνατε να κάνετε το γράψιμο και επάγγελμα, τι άλλο θα μπορούσατε να κάνετε στη ζωή σας τόσο καλά και με ανάλογη αγάπη;
Αυτό που, κυρίως, μ’ ευχαριστούσε από μικρή ήταν να φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου, να σκάβω, ας πούμε, και να ανοίγω αυλάκια στο χώμα, να ποτίζω τα φασολάκια το καλοκαίρι στο χωριό της μητέρας μου και να μην αφήνω ούτε μια σταγόνα από το λιγοστό νερό να πάει χαμένη, να αρμέγω επιδέξια τις προβατίνες…
Κι όταν παραμεγάλωσα, μου άρεσε να κάθομαι στον αργαλειό, μαθήτευσα και ως μοδιστρούλα… Πολύ με συγκινούσε να κόβω υφάσματα και να ράβω φούστες, φορέματα. Έπειτα ξέκοψα από όλα αυτά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, χωρίς να μετανιώνω που έγινα συγγραφέας, πολύ θα το ήθελα να έχω γίνει μαραγκός. Να δουλεύω το άμορφο ξύλο και να του δίνω μορφή, να φτιάχνω καρέκλες, τραπέζια, βιβλιοθήκες… Δεν αστειεύομαι, γενικώς θαυμάζω τους τεχνίτες. Τους θεωρώ πιο αυτάρκεις από τους «γραφιάδες».
Σημασία έχει, πάντως, όπως το καλοσκέφτομαι, ότι και ως μυθιστοριογράφος «κόβω και ράβω», δουλεύω με τις λέξεις και φτιάχνω, ας το πω έτσι, ιστορίες… Επομένως, ζημιωμένη δε βγήκα.
-Υπάρχουν κάποια θέματα που θα θέλατε να κάνετε βιβλίο και για διάφορους λόγους δεν έγιναν ή ίσως γίνουν στο μέλλον;
Συνήθως, και μη φανεί υπερβολή, το θέμα είναι αυτό που με διαλέγει, χωρίς να το έχω προαποφασίσει, έρχεται και με βρίσκει και λίγο λίγο μου δείχνει το δρόμο, μου επιβάλλει τους όρους του. Κι αυτό συμβαίνει χρόνια τώρα. Προτού καν τελειώσω ένα βιβλίο, μέσα από τη δοκιμασία της συγγραφής του προκύπτει το επόμενο θέμα, χωρίς να το έχω ακριβώς συνειδητοποιήσει, για το επόμενο βιβλίο… Γι’ αυτό και έχω την αίσθηση εδώ και σαράντα τέσσερα χρόνια ότι γράφω πάντα, κάθε φορά και αλλιώς, το ίδιο βιβλίο…
-Ποιο βιβλίο «ζηλέψατε» και ίσως με αυτό ταυτιστήκατε και είπατε «αυτό θα ήθελα να το έχω γράψει εγώ!»;
Μικρή, στα χρόνια της εφηβείας, ονειρευόμουν τα βιβλία του Ξενόπουλου, του Καζαντζάκη, του Καραγάτση. Είχα προσπαθήσει να μιμηθώ τον Ξενόπουλο, έγραφα πεζοτράγουδα που θύμιζαν Καζαντζάκη, ως φοιτήτρια είχα γοητευτεί από τον Τσίρκα αλλά και τον Χατζή, τον Κοσμά Πολίτη, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό… Σταθερή αγάπη μου πάντα το μυθιστόρημα «Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ, δέος απέναντι στον Φλομπέρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τόμας Μαν, τον Προυστ, τον Φώκνερ και τόσους άλλους. Πιο ώριμη αγάπησα πολύ τον Τολστόι…
Ως συγγραφέας τελευταία θαύμασα τον Ίταλο Καλβίνο… Αλλά ποτέ δε ζήλεψα βιβλίο, δε θα είχε κανένα νόημα. Είχα πάντα συναίσθηση των δυνατοτήτων μου, από μικρή ήμουν σε θέση να διακρίνω και να σέβομαι τα όριά μου. Να λέω ως εδώ μόνο μπορώ, θα κάνω αυτό που μπορώ, όσο πιο καλά μπορώ… κι αυτό αρκεί για να είμαι ευγνώμων…
-Οι ψυχολόγοι λένε ότι μέχρι τα πρώτα 7 χρόνια ο χαρακτήρας ενός ατόμου έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό. Τι θεωρείτε ότι καθόρισε εσάς, είτε σε αυτά τα πρώτα χρόνια είτε αργότερα;
Μάλλον η αρρώστια και ο θάνατος του πατέρα μου. Από πολύ νωρίς, από τα δέκα μου, βρέθηκα στην ανάγκη να «αναλάβω» το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό της ζωής μου. Έπρεπε εξάπαντος να μάθω γράμματα για να συναντήσω το μέλλον μου…
-Θυμάστε κάτι ως ιδιαίτερα συγκινητικό ή ξεχωριστά εγκωμιαστικό από αναγνώστες σας;
Τα πρώτα χρόνια με συγκινούσε, όταν μου έλεγαν, ακόμη και πιο μεγάλοι από μένα στην ηλικία, ότι ενηλικιώθηκαν πνευματικά με το πρώτο μου μυθιστόρημα, την «Αρχαία σκουριά». Τώρα πια, με δεκαέξι βιβλία στις αποσκευές μου, δεν μπορώ να πω ότι συγκινούμαι… Χαίρομαι πάντως. Μην είμαι, είπαμε, και αχάριστη…
-Υπάρχει χώρος για νέους συγγραφείς που έχουν κάτι να πουν σε μια εποχή που οι εκδόσεις βιβλίων είναι καταιγιστικές;
Πάντα υπάρχει χώρος για νέους συγγραφείς, διότι πάντα υπάρχει ένα «κενό» που αναζητά την κάλυψή του… Κι ας κυκλοφορούν εκατοντάδες βιβλία, το βιβλίο που πραγματικά αξίζει, αυτό που κάτι έχει να πει, θέλω πάντα να πιστεύω, δε θα πάει χαμένο, αργά ή γρήγορα ο συγγραφέας που σέβεται και τον εαυτό του και τη δουλειά του θα βρει το δρόμο του και θα δικαιωθεί… κόντρα στις ευκολίες και τα αναμασήματα του καιρού…
-Γιατί γενικώς οι σχέσεις των ανθρώπων πάσχουν, χωρίς να βελτιώνονται και ίσως να χειροτερεύουν στις μέρες μας;
Οι ανθρώπινες σχέσεις πάντα ήταν δύσκολες. Παλαιότερα, όμως, αυτή τη δυσκολία την κρατούσαν ανομολόγητη μέσα τους οι άνθρωποι και τη διαχειρίζονταν σιωπηλά με άλλη υπομονή, άλλες αντοχές, άλλη κατανόηση. Στις ημέρες μας όλοι διεκδικούμε τα δικά μας χωρίς να υπολογίζουμε τον άλλον που διεκδικεί κι αυτός τα δικά του, και χωρίς, προπαντός, την προδιάθεση, έστω, να αναγνωρίσουμε το όποιο δίκιο του. Ξεχνούμε πως παίρνουμε από τον άλλον ως αντίδωρο μόνο ό,τι είμαστε σε θέση να του δώσουμε…
-Ποια είναι τα «συστατικά» που έκαναν το δικό σας γάμο να κρατήσει στο χρόνο;
Μεγάλο ρόλο, πέρα από τα αυτονόητα, την αγάπη και τη σύμπνοια, πρέπει να έπαιξε ο χαρακτήρας μας. Και οι δυο μας με διάθεση αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού. Κι αυτό πάει να πει ότι ποτέ δεν αφήναμε για πολύ να μας δηλητηριάζει η καθημερινότητα με τη μουρμούρα, τις μικρότητες, τις ανάγκες της. Κι οι δυο μας είχαμε και έχουμε πολύ εύκολη τη συγγνώμη, την υποχώρηση, την αναγνώριση του όποιου λάθους μας…
-Πώς είναι η σχέση σας με το γιο σας; Τι συμβουλεύετε τους νέους γονείς;
Να πω καλή; Θα το πω, αλλά και μ’ ένα τρέμουλο μέσα μου. Σίγουρα έκανα κι εγώ τα σφάλματα και τα λάθη που καιροφυλακτούν την κάθε μάνα… Και τι να συμβουλεύσω; Η «τέχνη» του γονιού δε διδάσκεται. Μαθαίνεται μόνο, όσο μπορεί να συμβεί και αυτό, αργά και με κόπο. Αν θα είχα, πάντως, κάτι να συμβουλεύσω, θα ήταν το «Μέτρον άριστον», ούτε αυταρχικός να είναι ο γονιός, ούτε όμως και υποχωρητικός. Ούτε προστατευτικός, ούτε όμως και αδιάφορος… γίνεται αυτό; Και με ειλικρινή, ανιδιοτελή πάντα διάθεση αποδοχής και εκτίμησης. Το παιδί, πρωτίστως, θα πρέπει να κερδίσει τον αυτοσεβασμό του…
-Τι σας έμαθε η συμβίωση με την Τριολέ;
Αχ, η Τριολέ… Ήταν η σκυλίτσα μας, ένα πανέμορφο, ισχυρογνώμον και αγαπησιάρικο κόκερ. Πέθανε εκεί γύρω στα δώδεκά της. Τι μας έμαθε η συμβίωση μαζί της; Πρώτα πρώτα την αφοσίωση. Η Τριολέ ήταν απαιτητική, μας ήθελε διαρκώς δίπλα της, θύμωνε μαζί μας, αλλά και μας υπεραγαπούσε… Τα μάτια της, το βλέμμα της δεν μπορώ να το ξεχάσω, και γενικά, εδώ που τα λέμε, όλων των ζώων το βλέμμα, είναι τόσο άδολο, τόσο παρακλητικό, αλλά και τόσο μοιρολατρικό… Να σας πω, όποιος δεν έχει αγαπήσει έστω κι ένα ζώο στη ζωή του, δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η αγάπη…
Τότε που ήταν να τη βαφτίσουμε, ο δεκάχρονος γιος μας (που κάπου είχε διαβάσει ότι τα σκυλιά αναγνωρίζουν το ρο και λάμδα) σε συνδυασμό και με το ποδοσφαιρικό επιφώνημα ολέ… ολέ… ολέ… τη φώναζε αστεία Ολέ. Και σιγά σιγά το Ολέ έγινε Τριολέ, μιας και ήταν τόσο ξεχωριστή και τόσο «ισχυρογνώμων» όσο και η πανέμορφη ποιήτρια Έλσα Τριολέ!
-Πιστεύετε στις καρμικές διαδρομές και συναντήσεις;
Αν με την έκφραση καρμική συνάντηση εννοούμε την αυθόρμητη και με την πρώτη ματιά συμπάθεια ή αντιπάθεια για έναν άνθρωπο που μόλις γνωρίζουμε… ναι, θα έλεγα ότι ισχύει αυτό στη ζωή μας. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν είμαι σε θέση, κι ούτε θα είχα τη διάθεση, για να είμαι ειλικρινής, να εμβαθύνω…
-Ποια είναι σχέση σας με το Θεό;
Δε θα έλεγα ότι είμαι άθεη. Απ’ την άλλη, όμως, δυστυχώς για μένα, δεν έχω κάπου να προσευχηθώ. Την όποια ελπίδα πρέπει να την αντλήσω από μέσα μου και από τη βαθιά πίστη μου ότι ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει έναν μικρό θεό μέσα του.
-Άξιζαν, τελικά, τόσοι αγώνες στα οδοφράγματα; Οι αγώνες συνεχίζονται ή ο δυτικός άνθρωπος είναι καλά βολεμένος για να σηκωθεί από τον καναπέ;
Χαμένο τίποτα δεν πάει, κάθε εποχή έχει τους δικούς της αγώνες, τις δικές της σιωπές, παύσεις, απογοητεύσεις, αγραναπαύσεις… και πάλι από την αρχή! Έτσι από αιώνες προχωράει ο άνθρωπος. Όσο για το δυτικό άνθρωπο, δε νομίζω ότι κάθεται βολεμένος στον καναπέ… Παραιτημένος ίσως, απογοητευμένος, μουδιασμένος. Η πορεία της ανθρωπότητας, ξέρετε, δε μετριέται με τους δικούς μας χρόνους… Έπειτα από πενήντα ή εκατό ή διακόσια χρόνια πώς θα μιλούν οι επερχόμενοι για μας;
-Πώς «βλέπετε» το μέλλον της ανθρωπότητας και της χώρας μας;
Δεν μπορώ να το δω… Πέρα από την όποια βεβαιότητά μας για τη ζωή που προχωράει, όπως προχώρησε εκατοντάδες χρόνια τώρα και πάντα προχωράει με τις δικές της ανάγκες, τις δικές της συγκυρίες, τα δικά της δεδομένα, τις ελπίδες και το πείσμα της, κάθε φορά, τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε; Ούτε προφήτες είμαστε ούτε μάντεις…
-Ευγενέστατη και δοτική η κα Μάρω στην επικοινωνία μας από την πρώτη στιγμή, ιδιαίτερα προσηλωμένη και προσεκτική σε κάθε ηλεκτρονικό μήνυμα που ανταλλάξαμε, ένιωσα ότι απάντησε σε κάθε ερώτηση με φροντίδα και αφοσίωση.
Την ευχαριστώ από καρδιάς…
**
Της Χριστίνας Ελευθεράκη