Είκοσι έξι χρόνια και έξι μήνες κάθειρξης είναι η ποινή που επέβαλε χθες το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κυπαρισσίας στον Αιγύπτιο που το Σεπτέμβρη του 2017 αποπειράθηκε να σκοτώσει και τραυμάτισε δύο αστυνομικούς της Ομάδας ΔΙΑΣ.
Χθες, στο Δικαστικό Μέγαρο Κυπαρισσίας, διεξήχθη η τέταρτη και τελευταία συνεδρίαση για την πολύκροτη δίκη που έχει συγκλονίσει τη Μεσσηνία αλλά και το πανελλήνιο. Ο Αιγύπτιος είχε παραπεμφθεί για τα αδικήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τελεσθείσας κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας, της ληστρικής κλοπής, της οπλοχρησίας, της αντίστασης κατά της Αρχής, τελεσθείσας από δράστη που οπλοφορούσε, ενώ τα πρόσωπα κατά των οποίων στράφηκε η πράξη διέτρεξαν σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, και της απόπειρας βιασμού.
Η χθεσινή συνεδρίαση ξεκίνησε με την αγόρευση της εισαγγελέως, η οποία πρότεινε την ενοχή του για τα αδικήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της ληστρικής κλοπής, της οπλοκατοχής και της αντίστασης κατά της Αρχής, όπως αυτά περιγράφονταν στο κατηγορητήριο, ενώ για την κατηγορία της απόπειρας βιασμού δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό του συνηγόρου υπεράσπισης, Νικολάου Αγγελόπουλου, περί μη πλήρωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος και πρότεινε τη μετατροπή της κατηγορίας στο πλημμέλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας.
Στη συνέχεια αγόρευσε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Γιώργος Ράλλης, που ζήτησε την καταδίκη του για όλα τα αδικήματα, παραθέτοντας νομικά επιχειρήματα στη βάση των συμβάντων.
Ακολούθως αγόρευσε ο συνήγορος υπεράσπισης, Νικόλαος Αγγελόπουλος.
Το Μ.Ο.Δ. Κυπαρισσίας έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για όλες τις κατηγορίες, εκτός αυτής της απόπειρας βιασμού, την οποία, τελικά, μετέτρεψε σε πλημμέλημα, αυτό της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, επιδικάζοντας συνολική ποινή καθείρξεως 26 ετών και 6 μηνών.
Σε δηλώσεις του, μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης, Νικόλαος Αγγελόπουλος, επισήμανε ότι στόχος της υπεράσπισης, από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν ήταν η υποστήριξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά η ανάληψη της ευθύνης για εκείνες και μόνο τις πράξεις που πράγματι διέπραξε και στο βαθμό που συμμετείχε σ’ αυτές και όχι αυτές για τις οποίες κατηγορούνταν. Ευχαρίστησε, δε, το δικαστήριο για την ορθή αξιολόγηση των υπερασπιστικών ισχυρισμών και την ευθυκρισία του.