Για παράβαση καθήκοντος κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση κατηγορούνται δύο υπάλληλοι υποκαταστήματος ασφαλιστικού φορέα στην Καλαμάτα, ενώ για ηθική αυτουργία της πράξης αυτής μια συνταξιούχος του ίδιου υποκαταστήματος, και η εκδίκαση της υπόθεσής τους ξεκίνησε χθες στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων.
Η δίκη διεκόπη νωρίς το απόγευμα λόγω του προχωρημένου της ώρας και θα συνεχισθεί σήμερα το πρωί με την αγόρευση της εισαγγελέως, των δικηγόρων υπεράσπισης και την έκδοση της απόφασης.
Η υπόθεση αφορά παροχές μικρού ύψους (δεν ξεπερνούν τα 1.500 ευρώ) από τον Οργανισμό σε παιδί της συνταξιούχου, που βάσει του κατηγορητηρίου δεν έπρεπε να δοθούν, ενώ από την πλευρά τους οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις κατηγορίες.
Πρωτόδικα οι τρεις έχουν κριθεί ένοχοι και έχουν καταδικασθεί σε φυλάκιση 8 μηνών ο καθένας με τριετή αναστολή. Η δε συνταξιούχος πριν από μερικούς μήνες κρίθηκε ένοχη σε δεύτερο βαθμό για πλαστογραφία, απιστία σχετική με την υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και απάτη κατ’ εξακολούθηση, γιατί κολλούσε ένσημα στα παιδιά της χωρίς να τα δικαιούνται. Γι’ αυτή την υπόθεση έχει καταδικασθεί σε φυλάκιση 8 μηνών με τριετή αναστολή και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έτος.
Έλεγχος
Ο υπάλληλος του ασφαλιστικού φορέα, που διενήργησε την ΕΔΕ για την υπόθεση, κατέθεσε ότι το Μάιο του 2011 οι δύο κατηγορούμενοι, ο ένας ως υπάλληλος και η άλλη ως προϊσταμένη του αρμόδιου Τμήματος, εξέδωσαν και υπέγραψαν επίδομα ασθενείας του παιδιού της συνταξιούχου, χωρίς να υπάρχει γνωμάτευση από την αρμόδια επιτροπή, και αντί για το 1/3 καταβλήθηκε ολόκληρο.
Επίσης, σε έγγραφο ελεγκτή γιατρού που κρίνει το επείγον για νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική, υπήρχε ταυτόχρονα και έγκριση και απόρριψη, με το μάρτυρα να επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο έχει παραποιηθεί.
Μάλιστα, την παραποίηση αναγνώρισαν και οι κατηγορούμενοι, λέγοντας πως όταν είχε φτάσει το έγγραφο στα χέρια τους για έγκριση υπήρχε το ΝΑΙ και στο πρωτόδικο δικαστήριο είδαν ότι αυτό είχε μετατραπεί σε ΟΧΙ.
Για παραποίηση του ΝΑΙ έκανε λόγο και η πρόεδρος της Έδρας, όταν είδε το έγγραφο, ενώ οι κατηγορούμενοι απέδωσαν την ενέργεια αυτή σε κάποιον άλλον υπάλληλο που ήθελε να βλάψει τη συνταξιούχο. Ωστόσο, η εισαγγελέας Έδρας κα Αυλίδου παρατήρησε ότι αυτό δεν είχε ειπωθεί τις προηγούμενες φορές και αναρωτήθηκε γιατί το λένε τώρα που ως αδίκημα έχει παραγραφεί.
Ο διενεργήσας τον έλεγχο κατέθεσε, επίσης, πως τότε που ερευνούσε την υπόθεση οι δύο υπάλληλοι του είχαν πει ότι είχαν εμπιστοσύνη στην κατηγορούμενη συνταξιούχο (τότε εργαζόταν και αυτή), καθώς είχε μεγάλη πείρα και τους έπεισε ότι αυτό που έκαναν ήταν το σωστό. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που λειτουργούσε τότε στον οργανισμό έπασχε.
Μετά τον έλεγχο, τα ποσά που είχαν εισπραχθεί καταλογίσθηκαν στο σύνολό τους.
Απολογίες
Στην απολογία της η κατηγορούμενη υπάλληλος είπε ότι όλα ξεκίνησαν με μια ανώνυμη καταγγελία για την κατηγορούμενη συνταξιούχο, ενώ διευκρίνισε ότι η συγκατηγορούμενή της δεν της ζήτησε ποτέ να κάνει κάτι.
Διαβεβαίωσε πως όταν έφτασε στην υπηρεσία το νοσήλιο είχε έγκριση, αλλά δήλωσε άγνοια από ποιον μπορεί να παραποιήθηκε στη συνέχεια. Μάλιστα, είπε πως όποιος ασφαλισμένος και να προσκόμιζε αυτό το έγγραφο, θα λάμβανε το νοσήλιο.
Σε αντίθεση με το μάρτυρα, παρατήρησε ότι για το επίδομα ασθενείας δε χρειαζόταν γνωμάτευση επιτροπής και για την καταβολή ολόκληρου και όχι του 1/3, ανέφερε ότι οφείλεται σε ένα λάθος «κλικ» στον υπολογιστή, αλλά όχι σκόπιμο.
Ο κατηγορούμενος υπάλληλος, κατά την απολογία του, παραδέχθηκε ότι έκανε ένα λάθος κατά την καταχώρηση στο σύστημα, όμως διευκρίνισε ότι αυτό έγινε από αμέλεια και όχι σκόπιμα. Συμπλήρωσε δε ότι κάποιος μέσα από την υπηρεσία παραποίησε το έγγραφο και τους έμπλεξε όλους.
Η κατηγορούμενη συνταξιούχος σημείωσε ότι δεν υπήρξε καμία παράνομη ενέργεια και πως το επίδομα ασθενείας έπρεπε να καταβληθεί ολόκληρο.
Για την παραποίηση του εγγράφου, είπε ότι το διαπίστωσε στο πρώτο δικαστήριο, ενώ έδωσε κι αυτή την εξήγηση ότι έχει γίνει από άτομο μέσα στην υπηρεσία, το οποίο δεν μπορεί να κατονομάσει γιατί δεν είναι σίγουρη.
Κατά την απολογία και των τριών υπήρξε αρκετές φορές κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με το μάρτυρα που είχε διενεργήσει την ΕΔΕ, καθώς αρκετά ζητήματα ήταν πολύπλοκα.
Της Βίκυς Βετουλάκη