Η αυτοπεποίθηση της Δημοκρατίας


Όλοι οι δείκτες βεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε στις παραμονές μίας παταγώδους εκλογικής αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη θα κερδίσει τις εκλογές, τουλάχιστον αν αποφύγει μέχρι τέλους όλες τις παγίδες που στήνει το Μαξίμου, δημιουργώντας εστίες πόλωσης και αφύπνισης ενός αντιδεξιού αισθήματος που έχει τις ρίζες του στο παρελθόν.
Η ήττα, όμως, των Συριζανέλ θα είναι αποτέλεσμα της καταστροφικής διαχείρισης που ακολούθησαν σε όλους τους τομείς: την οικονομία, τα ελληνοτουρκικά, τη Μάνδρα και το Μάτι, την Παιδεία και την ασφάλεια των πολιτών. Ο Μητσοτάκης κινείται μετρημένα και δείχνει να πείθει τη μεσαία τάξη ότι θα είναι ο εγγυητής μίας ήπιας επανεκκίνησης της οικονομίας σε συνθήκες ευρωπαϊκής κανονικότητας.
H N.Δ. με πάνω από 151 βουλευτές θα κυβερνήσει, όπως κυβέρνησε και ο Τσίπρας. Το κρίσιμο ερώτημα δε θα αργήσει να φανεί όταν θα χρειαστεί να προχωρήσουμε σε εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, όπου θα χρειαστούν 180 βουλευτές, για να μην ξανασυμβεί το προηγούμενο του 2015 και οδηγηθούμε εκβιαστικά σε επαναληπτικές εκλογές. Και ακόμα πιο σημαντικό είναι η ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου: για να υπάρξει άμεση αναθεώρηση του ισχύοντος θα απαιτηθούν 200 ψήφοι.
Αυτό δίνει απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα που τους τελευταίους μήνες μπαίνει σχεδόν νομοτελειακά: τί θα κάνει μετεκλογικά το ΚΙΝΑΛ; Η απάντηση είναι σαφής. Ο εκ των πραγμάτων επιθετικός διπολισμός που αναπτύσσεται θα έχει ως κύριο στόχο την επιχείρηση πολιτικής λεηλασίας του ενδιάμεσου χώρου. Για να μπορέσει το ΚΙΝΑΛ να διαδραματίσει τον κεντρικό ρόλο που επιδιώκει πρέπει να έχει την επομένη των εκλογών την αριθμητικά ισχυρότερη δυνατή παρουσία στη Βουλή. Γι’ αυτό τα πυρά μας είναι αμφίπλευρα, αλλά κυρίως στρέφονται προς την κυβερνητική πλευρά. Αυτή είναι τώρα ο κύριος στόχος.
Ο πρωθυπουργός έκανε στην Ιθάκη μία ψυχρή, κυνική και διεκπεραιωτική ομιλία που πρόδιδε τον έκδηλο πανικό του. Προσπάθησε να μακιγιάρει τις προσωπικές του ευθύνες, μιλώντας για το τέλος των μνημονίων, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για το τυπικό κλείσιμο του δικού του αχρείαστου και σκληρού τρίτου μνημονίου που διαδέχθηκε το δεύτερο και ουσιαστικά ολοκληρωμένο μνημόνιο του 2015, έπειτα από το παγκοσμίως πρωτοφανές βαρουφακικό μπάχαλο και το τραγελαφικό δημοψήφισμα. Όμως, έκλεισε πράγματι το τρίτο μνημόνιο; Όχι βέβαια! Αφήνει μία μεγάλη ουρά, ένα οιονεί τέταρτο μνημόνιο, που θέτει τη χώρα υπό “εποπτεία”, όπως επίσημα ονομάστηκε η κατάσταση που θα βιώσουμε μέχρι το 2060 δηλαδή σε κηδεμονία από έξω.
Ωστόσο, δεν είναι μονόδρομος η μελλοντική πορεία της χώρας. Ετούτη η κυβέρνηση αυτά τα ολίγα και αρνητικά μπόρεσε να κάνει, αυτά υπέγραψε, αυτά θα αναγκαστεί να εφαρμόσει παρά τα ηρωικά περί δήθεν ανατροπής της νέας μείωσης των συντάξεων που έρχεται. Η επόμενη, όμως, κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να αναδιαπραγματευτεί τους όρους που μας κληροδοτούν οι Σύριζανέλ. Γιατί η οικονομία είναι μία διαρκής διαπραγμάτευση, ιδίως όταν στο τραπέζι κάθονται νέοι “παίκτες”. Και τότε θα φανεί η χρησιμότητα μίας διακριτής, αλλά ισχυρής παρουσίας του ΚΙΝΑΛ.
Aς μην περιμένουμε λύσεις, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στην εθνικολαϊκιστική έξαρση και έξαψη του διχασμού, δηλαδή του φαινομένου που διαπερνά τη σύγχρονη ιστορία μας από την επανάσταση του ’21 μέχρι τις μέρες μας και όσο ο πρωθυπουργός καταφεύγει στις εμφυλιοπολεμικές κορώνες «ή αυτοί ή εμείς» που έχουν τις ρίζες τους στο χθες. Αντίθετα, το ΚΙΝΑΛ οφείλει να συνεχίσει να εμπνέει στους πολίτες τη δημοκρατική αυτοπεποίθηση που θα μας οδηγήσει με σύνεση και συναίνεση στο δύσκολο δρόμο που έχουμε μπροστά μας. Γιατί χρειαζόμαστε αυτοπεποίθηση και όχι φοβική στάση, έχουμε ανάγκη από ικανούς και όχι άσχετους, από άριστους και όχι άχρηστους.
Και τελικά, τι θα έχει απομείνει από το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ; Τίποτε άλλο πέραν από την απαξίωση όλων των δημοκρατικών αρχών και τον ευτελισμό μερικών ευγενών πολιτικών όρων, όπως ριζοσπάστης. Σήμερα όπου ριζοσπάστης και ριζοσπαστικός υποδηλώνει τη συμπόρευση κάθε είδους λούμπεν στοιχείων τα οποία στην πραγματικότητα φθονούν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και θέλουν με κάθε τρόπο να την ακυρώσουν. Όπως στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοαποκαλείται ριζοσπαστική αριστερά, έτσι στη Γαλλία ο Μελανσόν θεωρείται ριζοσπάστης της Αριστεράς (αλλά σε άλλο μήκος κύματος αυτός), ο Σαλβίνι στην Ιταλία ή ο Όρμπαν στην Ουγγαρία κινούνται ως ριζοσπάστες της Δεξιάς και το ISIS ως το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Κοινός στόχος όλων είναι η ήττα των ιδεών του Διαφωτισμού με εξτερμιστικές μεθόδους. Κάποτε, επίσης, οι αριστεροί είχαν καταφέρει να θεωρούνται ότι είναι συνώνυμο της προόδου. Σήμερα αντίθετα η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ριμάρει με συντήρηση, με άρνηση προσαρμογής στις νέες συνθήκες, με οπισθοδρόμηση. Η Αριστερά εφαρμόζει χωρίς αρχές τα διδάγματα της πιο απεχθούς Δεξιάς: την αγκίστρωση στην εξουσία με κάθε τρόπο.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες, σαν αυτές που με τη σέσουλα μας δίνει να καταναλώσουμε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το αύριο δεν είναι εύκολο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συγκρουσιακό κόμμα, που υπάρχει μέσα από δημιουργία εχθρών και αντιπάλων. Στο ΚΙΝΑΛ πιστεύουμε ότι μόνο με συνεννόηση των δυνάμεων της προόδου, της Μεταρρύθμισης και της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, ο τόπος θα ξαναβρεί τη θέση που του ανήκει, μακριά από στείρους λαϊκισμούς, εθνικιστικές ομφαλοσκοπήσεις και επιστροφή του πελατειακού κράτους.
Η Πολιτική πρέπει να ηγείται και να μη γίνεται ουρά των πελατειακών σχέσεων. Οι πολιτικοί οφείλουν να βάζουν στόχους και να δείχνουν το δρόμο στους πολίτες για να πετύχουμε όλοι μαζί.
 
Του Τάκη Αναστόπουλου
Διευθυντή ε.τ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέλους της ΚΠΕ του Κινήματος Αλλαγής