Προβληματισμοί πάνω στα όσα έχουν γίνει γνωστά από το νομοσχέδιο
Ως θετική, αλλά με αρκετούς προβληματισμούς, κρίνει ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας, Περικλής Ξηρογιάννης, την επικείμενη ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας και στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου και Εφετείου Καλαμάτας, εστιάζοντας στο θέμα των αρμοδιοτήτων.
Τις προηγούμενες μέρες ολοκληρώθηκε η δημόσια διαβούλευση στην οποία είχε τεθεί και αναμένεται μέσα στο Σεπτέμβριο να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά στην ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας.
Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου αναμένεται να ιδρυθεί η κεντρική υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας στο υπουργείο και ταυτόχρονα περιφερειακά τμήματα στις Εισαγγελίες Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Αμέσως μετά θα ξεκινήσει η σύσταση των τμημάτων και στις Εισαγγελίες της υπόλοιπης Ελλάδας, με προτεραιότητα στις μεγάλες «έδρες» που φιλοξενούνται και Εφετεία, όπως στην Καλαμάτα.
Εχέγγυα
Ο κ. Ξηρογιάννης εξήγησε ότι η Αστυνομία επιβαρύνεται με πολλά αντικείμενα που δεν αποτελούν αστυνομικά καθήκοντα, όπως είναι η επίδοση κλήσεων, δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων. «Αυτό είναι ένα κομμάτι που το υλοποιεί η Ελληνική Αστυνομία και απασχολεί προσωπικό γι’ αυτό, χωρίς αυτό να ανάγεται στα αστυνομικά της καθήκοντα, με αποτέλεσμα να στερείται αστυνομικών από την καθαρά αστυνομική δράση. Άρα, η μία αναγκαιότητα είναι να φύγει από τις αρμοδιότητες της ΕΛΑΣ η επίδοση των κλήσεων. Όπως, επίσης, από την αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας θα έπρεπε να φύγουν θέματα πολεοδομικά κ.ά. και να περιορισθεί καθαρά στο αστυνομικό της έργο, ώστε να είναι και πιο παραγωγική σε αυτό» σχολίασε.
Ωστόσο, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας εξέφρασε και κάποιους προβληματισμούς: «Όμως, στη Δικαστική Αστυνομία, με σκοπό την υποβοήθηση της Δικαιοσύνης και των δικαστών, μεταφέρονται κάποιες αρμοδιότητες, όπως η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και προανακριτικών πράξεων, που μέχρι τώρα γίνονται είτε από πταισματοδίκη είτε από αστυνομικούς υπαλλήλους. Είναι ακόμα η εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων (δηλαδή, η σύλληψη του καταδικασμένου), που σήμερα διενεργούνται από την ΕΛΑΣ. Επίσης, είναι η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων και η φύλαξη δικαστικών καταστημάτων, που διενεργείται από την Αστυνομία, η οποία αποσπά προσωπικό της. Σε αυτό το σημείο μπαίνουν θέματα, πώς θα γίνεται η φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων και σε τι βάση; Τις ώρες που θα λειτουργούν; Θα υπάρξει Δικαστική Αστυνομία για μικρά δικαστήρια, Ειρηνοδικεία και μικρά Πρωτοδικεία; Και πόσο προσωπικό θα έχει; Για το προσωπικό που θα προσληφθεί προβλέπεται μια εκπαίδευση σχετικά μικρής διάρκειας.
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό το προσωπικό θα μπορεί να είναι επαρκές στα προανακριτικά καθήκοντα, εν μέρει που είναι και δικαστικά τύπου καθήκοντα αυτά.
Προσωπικά, τις προανακριτικές πράξεις θα τις εμπιστευόμουν πιο πολύ στα χέρια πταισματοδικών ή αστυνομικών που θα έχουν βαθμό αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας και, άρα, θα έχουν εκπαίδευση και εμπειρία».
Οφέλη, αλλά και προβληματισμοί
Επίσης, μεγάλος κίνδυνος είναι η σύγχυση αρμοδιοτήτων, αν και κατ’ αρχήν ο κ. Ξηρογιάννης κρίνει θετικό το εγχείρημα: «Βλέπω ότι κατά ένα μέρος ωφελείται η Ελληνική Αστυνομία, γιατί κάποια πάρεργα φεύγουν από την ίδια. Όμως, ταυτόχρονα αφαιρείται και μια ύλη και πηγαίνει σε ένα ειδικό Σώμα, το οποίο θα πρέπει να δούμε τι εχέγγυα έχει, πώς θα λειτουργεί, πού θα εδρεύει, ποιοι θα είναι οι προϊστάμενοί του, ποιος θα το εποπτεύει και τι εγγυήσεις παρέχει για την άρτια εκπαίδευση και επιστημονική κατάρτιση των μελών που θα το απαρτίζουν, που είναι και πολιτικό και αστυνομικό που θα οπλοφορεί.
Η ίδρυση της Δικαστικής Αστυνομίας είναι αίτημα που απασχολεί χρόνια. Ο σκοπός ίδρυσης είναι καλός. Η επιφύλαξη είναι ότι πρέπει να μην υπάρξει σύγχυση αρμοδιοτήτων σε ορισμένα από τα αντικείμενα που γνωρίζουμε, όπως είναι τα Αυτόφωρα, και να υπάρχουν τα εχέγγυα. Κάποια θέματα θα τα δούμε μετά την ψήφιση του νόμου», κατέληξε.
Της Βίκυς Βετουλάκη