Δεν ήταν διανοούμενος, δεν ήταν πολιτικάντης, ούτε καλλιτέχνης – φιγουρατζής. Θα έλεγα πως ζούσε μέσα στη φωλιά του απλά και ήρεμα, περιμένοντας να περάσουν την πόρτα του εργαστηρίου «αποκατάστασης χρόνου» οι νοσταλγοί του παρελθόντος.
Αυτοί που εξακολουθούσε να τους μαγεύει το κούρντισμα του κρεμαστού ρολογιού, ο σωστός χτύπος του κούκου και ο ήχος του όταν έσκαγε μύτη από το πορτάκι του…
Σκυφτός πάνω στον πάγκο με τα σύνεργα της τέχνης του, συνέχιζε την παράδοση που ξεκίνησε ο γονιός του, ο μπαρμπα-Τάσος και του δίδαξε ο ονομαστός «Γάλλος», ο πρώτος ρολογάς της πόλης, ψηλά στην Αριστομένους…
Μια όλη κι όλη φορά μπήκα στη μαγεία του μικρού χώρου, εκεί στο μέσο της στενού δρόμου Σφακτηρίας, να μου ζωντανέψει ένα παλιό κουρδιστό ρολογάκι με ασημένια αλυσίδα, που είχα αγοράσει από ένα λαθρέμπορο στο λιμάνι της Αμβέρσας, εφτά δολάρια το μακρινό 1968.
Θυμάμαι τότε το μακαντάση που με πλησίασε και αφού μου συστήθηκε στα εγγλέζικα «ναυτικός που ψάχνει μπάρκο», μου πλάσαρε αυτό το ρολόι, που έδειχνε φίνο, το καπάκι με τρία σκαλιστά άλογα άνοιγε απαλά, είχε πράσινο ωροδείκτη και λεπτοδείκτη, και εγγυημένα –όπως μου δήλωσε ο λαθρέμπορος- φωσφόριζε στο σκοτάδι της νύχτας.
Αυτό το κρεμαστό ρολογάκι δε μου έδειξε ποτέ νύχτα την ώρα, αλλά το κράτησα σαν «κόρη οφθαλμού», το αγάπησα, ως και σήμερα που παροπλισμένο –έπειτα από μισό αιώνα και βάλε πιστής συντροφιάς- γέρνει τραυματισμένο πάνω σε μια παλιά εταζέρα παρέα με ένα ζευγάρι φιλντισένια μανικετόκουμπα, ένα παλιό νόμισμα με τη φάτσα του στρατηγού Ντεγκόλ, αγορασμένο κι αυτό πολύ παλιά από παλιατζίδικο της Ηφαίστου, και ένα αναπτήρα με φυτίλι που παίρνει μπρος με σπίθα και φύσημα…
Ο Νίκος Σινάπης, ο σπουδαίος μάστορας, ο μετρ της ωρολογοποιίας, μπορεί να επαναλειτούργησε χιλιάδες δείκτες ρολογιών πάσης φύσεως και μορφής στην τριαντάχρονη και βάλε πορεία του, όμως το σταμάτημα των δικών του χτύπων στο μέρος της καρδιάς δεν κατάφερε να το δαμάσει.
Τρεις μήνες –όπως έμαθα- πάλεψε απομονωμένος, συντροφιά με το πείσμα και το θάρρος του, αλλά δεν τα κατάφερε.
Το περασμένο Σάββατο, οι δικοί του άνθρωποι –γυναίκα, κόρη και γιος, όλοι τους επιτυχημένοι στη ζωή- μαζί με δεκάδες φίλους τον συνόδευσαν στο τελευταίο του ταξίδι, εκεί όπου δεν θα του ξαναζητηθεί να ασχοληθεί με το ξεμπέρδεμα του ελατηρίου ενός κούκου, ή να δώσει το σωστό ρυθμό στο παλιό ρολόι που από απρόσεκτο παρατεταμένο κούρδισμα ετοιμάζεται για το καλάθι των αχρήστων.
Γιώργος Αρκουλής