Μια ώρα με τον Γ. Μαρκόπουλο


Έργα του είχα διαβάσει και… ξαναδιαβάσει, αφού η αληθινή ποίηση πρέπει να βρίσκεται «στο μαξιλάρι μας», κυρίως σε δύσκολους και –πολιτικά- κάλπικους καιρούς. Είχα ακούσει, επίσης, λόγια θερμά γι’ αυτόν, πρώτα για τον απλό –γήινο που θα ’λεγε κι ο Σκαρίμπας- χαρακτήρα του, και στη συνέχεια για την αξία της δουλειάς του, που τιμήθηκε τρεις φορές. Με το «Βραβείο Καβάφη», με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών: Γιώργος Μαρκόπουλος, κάτοικος Πλατείας Βικτωρίας, γεννημένος στην Μεσσήνη από φτωχή οικογένεια. Μια οικογένεια που του διαμόρφωσε έναν απλό και έντιμο χαρακτήρα και τον μπόλιασε –ελέω πατρός Παναγιώτη- με την αγάπη προς την ΑΕΚ!
Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και να του σφίξω το χέρι από κοντά, την περασμένη Παρασκευή, σε μια τιμητική βραδιά που οργάνωσε γι’ αυτόν η ταπεινή αλλά ψυχωμένη «Λέσχη Ιστορίας και Πολιτισμού της ΑΕΚ», όχι σε αίθουσα ξενοδοχείου με χορηγούς και… πλούσιο κέτερινγκ, αλλά σε ένα μικρό πατάρι βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας. Στο «Εν Πλω», οίκο με γερή εκδοτική δράση.
Έπρεπε να βλέπατε τον ποιητή –το μόνο με γραβάτα, προφανώς για να τιμήσει κι αυτός τους φίλους του- να δείχνει χαρούμενος, σχεδόν σαν μικρό παιδί –κι ας βρίσκεται στα 68 του πια, με μια ταπεινή σύνταξη που μόλις του φτάνει για να περάσει το μήνα. Χαιρόταν που βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς του –με τους οποίους μοιράζεται την αγάπη για την «Ένωση»- ποζάροντας για φωτογραφία έχοντας αριστερά του τον Χρήστο Αρδίζογλου και δεξιά του τον παλιό ήρωα της «ενωσίτικης» εστίας, Στέλιο Σεραφείδη.
Η βραδιά κύλησε με απαγγελία ποιημάτων του από τον ίδιο τον ποιητή –δημιουργώντας συγκίνηση όταν διάβασε την «Ωδή στον ποδοσφαιριστή Χρήστο Αρδίζογλου», αλλά και στο τέλος, που χαλαρός αφηγήθηκε στιγμές από την αγάπη του για την ΑΕΚ. Στο γήπεδο της Φιλαδέλφειας πήγαινε από νέος με τον επίσης ποιητή Σωτήρη Κακίση (κι αυτός -όπως με ενημέρωσε ο Πέτρος Τσώνης- βαστάει από την Μεσσηνία), αλλά επειδή δεν είχαν λεφτά για αριθμημένη θέση, κρέμονταν στα κάγκελα, εκεί όπου το καρδιοχτύπι είναι πολύ δυνατό και ακανόνιστο!
Όσο για το έργο του; Με απλά και ταπεινά λόγια κατέθεσε την ψυχή του σε ένα ακροατήριο που τον άκουγε άφωνο και συγκινημένο. Πάρτε μια γεύση:
«Έχω πάντα μαζί μου κόλλες ‘άλφα τέσσερα’ και ένα μολύβι για να σημειώνω ό,τι σκέφτομαι, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Συγκεντρώνω υλικό και κάποια στιγμή μπολιάζω τις σκέψεις μου και φτιάχνω την ποίηση. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Όταν νοιώθω ικανοποιημένος, τότε λέω στον εαυτό μου “Γιώργο, καλά τα πήγες, σου αξίζει μια έξοδος”. Και βγαίνω για ένα ποτάκι με την παρέα μου. Με ρωτάνε γιατί δε γράφω στίχους. Το δοκίμασα, αλλά δε μου πάει. Έφτιαξα δυο τρία τραγούδια, αλλά μέχρι εκεί. Θυμώνω όταν την ποίηση που μελοποιείται τη χαρακτηρίζουν “στιχάκια”. Είναι ταπεινωτικό για το δημιουργό».
Ακούγοντας την τελευταία παρατήρηση του ποιητή, θυμήθηκα τα θηρία της μελοποιημένης ποίησης Νίκο Γκάτσο και Μάνο Ελευθερίου. Μέγιστοι ποιητές και αυτοί, και όχι απλά στιχουργοί. Αν διαφωνείτε, ακούστε την «Αθανασία» ή τα «Παραπονεμένα λόγια»…

Γιώργος Αρκουλής