Aποχαιρετώντας τη Ρουμπίνη…


Αγαπημένη μου φίλη,
καλή και γλυκιά μου γειτόνισσα, Ρουμπίνη μου, ήρθαμε σήμερα όλοι εδώ κοντά σου για να σε αποχαιρετήσουμε, για να σου πούμε όλοι, συγγενείς και φίλοι, το τελευταίο αμετάκλητο και οδυνηρό αντίο.
Δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου είναι αδιανόητο ότι έπειτα από σαράντα χρόνια γειτονίας δε θα σε ακούω από το μπαλκόνι. Δε θα λέμε «καλημέρα». Δε θα ακούω το γέλιο σου, τη φωνή σου, δε θα σε βλέπω.
Κι όμως, Ρουμπίνη, αυτή είναι η τραγική αλήθεια, και ας αδυνατούμε οι άνθρωποι να το καταλάβουμε και να το δεχτούμε. Δύσκολο πράγμα οι απώλειες. Δύσκολο να τις δεχτείς, δύσκολο να συμβιβαστείς με την ιδέα τους.
Έφυγες, γλυκιά μου, ξαφνικά, αναπάντεχα κι είμαστε όλοι παγωμένοι, συγκλονισμένοι, βαθιά συγκινημένοι.
Ρουμπίνη μου, ήξερες ότι ποτέ δε μου άρεσαν τα τυπικά λόγια και οι μεγαλοστομίες. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ παρά να σε αποχαιρετήσω με λίγα λόγια «από καρδιάς», καθημερινά και ανθρώπινα.
Ακόμα και το όνομά σου, Ρουμπίνη, πραγματικά αντανακλούσε, κυριολεκτούσε το χαρακτήρα και την προσωπικότητά σου. Ήσουν ένα αληθινό «ρουμπίνι». Εξαίρετος άνθρωπος, πνευματώδης, είχες την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι γρήγορα και σε βάθος τα πράγματα, εγκάρδια με όλους, χαρούμενη, καλή μάνα και σύζυγος, καλή αδελφή και ξεχωριστή φίλη. Εργάστηκες αρκετά χρόνια ως καθηγήτρια Αγγλικών στην ιδιωτική εκπαίδευση και αγαπούσες πραγματικά αυτό που έκανες.  Εμείς γνωριστήκαμε περισσότερο και ουσιαστικότερα μέσα από το Διαλεκτικό Σύλλογο, όπου και σε εκτίμησα ιδιαίτερα. Ήσουν ακέραιος άνθρωπος, διακριτική, με έναν καλό λόγο για όλους, δεν προσέβαλες ποτέ με τη συμπεριφορά σου ή με τα λόγια σου και εξέπεμπες πάντα αγάπη, καλοσύνη και ευγένεια! Αγαπούσες την ποιότητα σε όλους τους τομείς. Ήσουν, καλή μου, Κυρία με κ κεφαλαίο. Σεβόσουν τη γνώμη του άλλου, ανεκτική στο διαφορετικό και ταυτόχρονα είχες άποψη και ενδιαφέρον για όλα τα θέματα.
Σου άρεσε να συζητάς για θέματα πολιτικά, θέματα πολιτισμού, θέματα που αφορούσαν στον τόπο μας, την πατρίδα μας, την οποία υπεραγαπούσες και για την οποία αγωνιούσες. Αγαπούσες πολύ τη γνώση και την ενημέρωση και αυτό φαινόταν σε κάθε ευκαιρία. Δε θα ξεχάσουμε ποτέ ούτε εγώ, ούτε οι άλλες φίλες της παρέας του Διαλεκτικού, τις ωραίες και εποικοδομητικές ώρες που περάσαμε μαζί, όταν βρισκόμασταν και συζητούσαμε τα λογοτεχνικά βιβλία που διαβάζαμε! Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όταν βρισκόμασταν, ήσουν η ψυχή της παρέας! Έδινες ζωή με το αστείρευτο χιούμορ σου, με τη ζωντάνια σου, την καλή σου διάθεση, τη θετική σου ενέργεια κι ας κουβαλούσες και εσύ, όπως όλοι μας, τα προβλήματα που συσσωρεύει η ζωή στον καθένα μας! Ήσουν ωραίος άνθρωπος, Ρουμπίνη μου!
Μέσα και έξω. Γιατί και έξω ήσουν πολύ ωραία γυναίκα. Πάντα κομψή, πάντα όμορφη, λαμπερή, πάντα η εμφάνισή σου καλαίσθητη και επιμελημένη!
Τρεις ημέρες πριν από το τραγικό συμβάν, που μόλις είχα επιστρέψει από την Αθήνα, με φώναξες στο μπαλκόνι να μου ευχηθείς για το νέο εγγονάκι μου. Σου είπα «Ρουμπίνη μου, είσαι στις ομορφιές σου, πάλι κουκλίτσα είσαι» και σου άρεσε γλυκιά μου και ήσουν πολύ χαρούμενη για την εκδρομή που επρόκειτο να κάνεις με τις φίλες σου. Και τα είχες οργανώσει όλα προσεκτικά, μεθοδικά, με τόσο ενθουσιασμό και αγάπη!
Γιατί εκτός από τα βιβλία, αγαπούσες πολύ και τα ταξίδια, γιατί μέσα από αυτά, και δικαιολογημένα βέβαια, πλούτιζες τις γνώσεις σου, τα ενδιαφέροντα σου, την προσωπικότητά σου και άνοιγες τα φτερά της ψυχής σου!
Το είχα καταλάβει και γι’ αυτό μου άρεσες πολύ ως άνθρωπος. Ήσουν γεμάτη από κάθε άποψη. Ακόμα κι ένα καθημερινό φαγητό όταν έφτιαχνες, το έκανες με μεράκι! Πολλές φορές σου έλεγα από το μπαλκόνι «τι μαγειρεύεις πάλι και μοσχοβόλησε η γειτονιά;». Και εσύ μου απαντούσες γελώντας και μου το περιέγραφες με θέρμη. Άλλες φορές σε άκουγα που χάιδευες και μιλούσες στο Σμπόκο σου, τον αγαπημένο μου σκύλο. Τι λόγια αγάπης ήταν αυτά που του έλεγες! Τι τρυφερότητα! Με τη γλυκιά στοργή που περιέβαλες. Μόνο μια «ψυχούλα» σαν κι εσένα θα μπορούσε να τα νιώθει αυτά.
Αγαπημένη μου φίλη, σήμερα φεύγεις για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Το ταξίδι το τελεσίδικο! Θα λείψεις σε όλους μας. Δυσαναπλήρωτο είναι το κενό που αφήνεις! Πρωτίστως, όμως, θα λείψεις στην οικογένειά σου! Στα λατρεμένα σου παιδιά, τον Αργύρη και τον Αλέξανδρο. Τα φρόντιζες, αγωνιούσες γι’ αυτά και τα περιέβαλες πάντα με βαθιά μητρική  αγάπη και στοργή. Ξέρω ότι ο πόνος της μητρικής ή της πατρικής απώλειας δεν ξεπερνιέται ποτέ, αφού άλλωστε κι εγώ σε μικρή ηλικία στερήθηκα τον πατέρα μου!
Πρέπει, όμως, να βρουν τη δύναμη και με στήριγμα την ατέρμονη αγάπη σου και την ευχή σου να προχωρήσουν τη ζωή τους και να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Αυτός θα ήταν και ο διακαής σου πόθος. Στο σύντροφο της ζωής σου, το Νάσο, που αφήνεις πίσω μόνο, που σε είχε και σε έχει πολλή ανάγκη, εύχομαι ο Θεός να δώσει δύναμη και παρηγοριά. Στα αγαπημένα σου αδέλφια, το Γιάννη και την Αριστέα, που με τόση αγάπη μιλούσες γι’ αυτούς, το κενό της αδελφικής αγάπης θα είναι μεγάλο.
Ρουμπίνη μου, έζησες τη ζωή, χάρηκες, πόνεσες, μοιράστηκες έδωσες, πήρες… Σε λίγο όλα θα είναι μια φωτογραφία, μια ανάμνηση πάνω σ’ ένα ψυχρό μάρμαρο, όπως για όλους μας κάποια στιγμή! Είμαστε οι άνθρωποι αδύναμοι, εφήμεροι, περαστικοί «Πάντα τα ανθρώπινα σκιάς ασθενέστερα και ονείρου απατηλότερα». Όσο ζούμε, όμως, ας θυμόμαστε τα λόγια του συγγραφέα που λέει: «Αγαπάς κι όταν όλα έχουν τελειώσει. Αγαπάς κι ας μη βλέπεις, ας μην αγγίζεις, ας μην ακούς τον άλλο πραγματικά. Αγαπάς την ανάμνηση, αγαπάς τη μνήμη. Όχι δεν τον ξεχνάς. Κανείς αγαπημένος που έφυγε δεν ξεχάστηκε ποτέ. Και αν ξεχάστηκε, δεν αγαπήθηκε. Κλείνεις τα μάτια και τον περιμένεις. Σε όνειρο, σε παραίσθηση, τον περιμένεις. Θα έρθει, θα σου εμφανιστεί.  Θα σου θυμίσει πώς είναι να είσαι κοντά του. Θα σου ζητήσει με τον τρόπο του να μην τον ξεχάσεις. Όχι ότι το έκανες βέβαια, αλλά ξέρεις, είναι εκείνα τα ζόρια της μέρας και η ζωή που προχωρά που σε κάνει πού και πού να λησμονείς. Θα σου μιλήσει, θα σου γελάσει και συ θα γεμίσεις δάκρυα.
Εκείνη την ώρα θα συνειδητοποιήσεις πόσο σου λείπει, πόσο δυσαναπλήρωτο είναι το κενό που άφησε πίσω του. Και τότε, τη στιγμή της μεγάλης απουσίας, θα τον αγαπήσεις περισσότερο. Και θα καταλάβεις πως δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί όσους αγαπήσαμε κι έφυγαν από κοντά μας, δεν τους ξεχνάμε ποτέ».
Καλό δρόμο, Ρουμπίνη μου. Εκεί θα σε περιμένουν πολυαγαπημένα σου πρόσωπα. Καλό κατευόδιο, γλυκιά μου φίλη και γειτόνισσα.
Θα σε έχουμε πάντα στην καρδιά μας! Θα σε νοσταλγούμε. Θα σε θυμόμαστε πάντα με πολλή – πολλή αγάπη!
Φίλη μου αγαπημένη, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει!
Α.Δ.