Η γυναίκα που κάθεται απέναντί μου, στο άνετο, καλαίσθητο καθιστικό του πετρόχτιστου σπιτιού της στην Κορώνη Μεσσηνίας, είναι η διάσημη σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν, που έχει καθηλώσει το κοινό στις μεγαλύτερες Όπερες του κόσμου, από τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο έως τη Βιέννη, το Μόναχο, το Βερολίνο και, φυσικά, την Αθήνα, με ερμηνείες εμβληματικών ηρωίδων των γνωστότερων συνθετών.
Μετακόμισε στην Αθήνα, στο Παγκράτι, το 2009 και πέρασε εκεί σχεδόν μία δεκαετία, μεταξύ αγαπημένων φίλων και καλών γειτόνων, που δεν παρέλειπαν ποτέ να τη φιλεύουν χαλβάδες, κέικ, μπακλαβά και γιουβέτσι.
Ταυτόχρονα έχτιζε το σπίτι της σε ένα κτήμα γεμάτο ελιές, με θέα στη θάλασσα της Κορώνης, όπου και μετακόμισε πριν από μερικούς μήνες. Μας υποδέχτηκε με ένα φωτεινό, φιλόξενο χαμόγελο. «Καλωσορίσατε στον παράδεισό μου» ήταν τα πρώτα της λόγια, πριν μας οδηγήσει στη βεράντα, για να απολαύσουμε τον ήλιο, τη θέα, το χταποδάκι που της έφερε ο γείτονας, ψωμί από το χωριό και λάδι από τις ελιές της. Και μας διηγήθηκε την ιστορία της.
«Γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας. Ήταν επιθυμία των γονιών μου να μάθω να παίζω κάποιο όργανο και με έστειλαν σε ένα μουσικό νηπιαγωγείο. Έμαθα πιάνο στα 7 μου και στα 12 τραγουδούσα σε κάποιες μουσικές παραστάσεις στο σχολείο. Στα 16 μου έγινα μέλος στη χορωδία της εκκλησίας και τότε κατάλαβα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Ο διευθυντής της χορωδίας με ρώτησε αν θέλω να τραγουδήσω ένα σόλο σε μια λειτουργία. Συμφώνησα και με πολλά παρακάλια έπεισα τους γονείς μου να έρθουν να με ακούσουν. Στο τέλος της λειτουργίας με κοιτούσαν με έκπληξη και θαυμασμό. Η μαμά μου ήταν σαν μαγεμένη. Αποφάσισα να γίνω τραγουδίστρια, αλλά οι γονείς μου δε συμφωνούσαν. Συμβιβαστήκαμε να σπουδάσω δασκάλα μουσικής.
Ταυτόχρονα με τις σπουδές, έκανα μαθήματα φωνητικής και λάμβανα μέρος σε κάποιους διαγωνισμούς. Σε έναν από αυτούς με άκουσε ο διευθυντής σκηνής της Όπερας της Νυρεμβέργης και μου ζήτησε να περάσω από οντισιόν. Μου έκαναν συμβόλαιο για τρία χρόνια και, πριν ακόμα τελειώσω τις σπουδές μου, στα 25 μου, είχα εργασία και δικά μου χρήματα. Αυτό ήταν ένα σημάδι ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή με το τραγούδι. Και οι γονείς μου, φυσικά, ήταν ευτυχείς. Έμεινα εκεί τέσσερα χρόνια και έμαθα πολλά».
Μετά προσελήφθη στην Όπερα του Ντίσελντορφ, όπου εργάστηκε για πέντε χρόνια, πριν αποφασίσει να γίνει freelancer. Το 2005 έλαβε μια πρόσκληση να εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής, για να υποδυθεί τη Λούλου στην ομώνυμη όπερα του Άλμπαν Μπεργκ. «Ήταν αξέχαστη εμπειρία, ήμουν ήδη ερωτευμένη με την Ελλάδα για πολλούς λόγους. Ήταν σαν να επέστρεφα στο σπίτι. Η Ελλάδα για μένα είναι το σπίτι της ψυχής μου, δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς την Ελλάδα».
«Εγώ και η Λούλου»
Η Λούλου υπήρξε ένα άλλο αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής της, για σχεδόν είκοσι χρόνια. Την υποδύθηκε για πρώτη φορά το 1997 στην Όπερα της Νυρεμβέργης, όπου μοιράστηκε το ρόλο με δύο συναδέλφους της, και από το 2000 ανέλαβε εξ ολοκλήρου το ρόλο, αρχικά στην Όπερα του Ντίσελντορφ και σε άλλες δεκαοκτώ παραστάσεις σε όλο τον κόσμο στα χρόνια που ακολούθησαν. «Νομίζω πως είναι κομμάτι μου και είμαι κομμάτι της, αυτός ο ρόλος πάντα με ενθουσίαζε, ήταν ένα κάλεσμα για μένα. Και είναι μια συναρπαστική, τρελή ιστορία. Ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρον το ότι κάθε σκηνοθέτης είχε διαφορετική οπτική γι’ αυτή την ηρωίδα και τις υπηρετούσα όλες και μάθαινα, την κουβαλούσα μέσα μου, αλλά κάθε φορά έπρεπε να την ανακαλύπτω από την αρχή. Ήταν από τις πιο βαθιές διαδικασίες της ζωής μου».
Οι κριτικοί όπερας πάντα στέκονται στην καθαρή, κρυστάλλινη φωνή της και στη σκηνική της παρουσία. Ποια θεωρεί, όμως, η ίδια ότι είναι τα δυνατά της σημεία ως σοπράνο; «Νομίζω πως είμαι πολύ αυθεντική ηθοποιός, τραγουδώ 100%, αλλά και υποδύομαι 100%. Για μένα είναι το ίδιο σημαντικό. Είμαι ολιστική καλλιτέχνιδα και το απολαμβάνω πολύ. Τι είναι καλύτερο στη ζωή από το να έχεις αυτό το επάγγελμα, όπου μπορείς να τρυπώσεις μέσα σε προσωπικότητες, χαρακτήρες, να τους κάνεις δικούς σου και ταυτόχρονα να τους θρέφεις από εσένα; Προσπάθησα για ένα χρόνο να μην κάνω όπερα και δεν μπορούσα. Έγινε το 2010, ένα-δυο χρόνια αφότου μετακόμισα στην Αθήνα, γιατί η Αθήνα έγινε το σπίτι μου, ήμουν πολύ χαρούμενη εκεί και γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ταξιδεύω· δεν ήθελα να αφήνω το σπίτι μου».
Η αγάπη για την Ελλάδα
Η Ελλάδα επιστρέφει στη συζήτηση συνεχώς. Θυμάται ότι «κάποια στιγμή είχα πει στον εαυτό μου ότι θα ζήσω στην Ελλάδα. Το ξέχασα μετά, ερχόμουν απλώς για διακοπές. Έγινε, όμως, κάτι μαγικό. Ζούσα στη Φρανκφούρτη, αλλά αποφάσισα να μετακομίσω στο Βερολίνο, γιατί εκεί ήταν οι περισσότεροι φίλοι μου. Αλλά δεν έβρισκα σπίτι, όσο κι αν προσπαθούσα. Δέχτηκα μια πρόσκληση να έρθω στην Αθήνα για μια παράσταση και, όταν έφτασα, είχε γαλανό ουρανό, λαμπερό ήλιο και ζέστη, και σκέφτηκα εκείνη την επιθυμία μου. Δεν είχα οικογένεια, σύντροφο, παιδιά. Αποφάσισα να ψάξω για διαμέρισμα και δύο εβδομάδες μετά, το είδα, το αγάπησα, το έκλεισα και έφερα όλα μου τα πράγματα και εγκαταστάθηκα. Ήταν 2009. Και δεν ήθελα να λείψω από εκεί ούτε για μία μέρα. Θα σου πω κάτι αστείο. Όταν μετακόμισα στην Αθήνα και έβαλα να πλύνω τα ρούχα μου στο πλυντήριο, καθόμουν εκεί μπροστά, με ένα ποτήρι κρασί, κοιτάζοντας τον κάδο να γυρίζει. Ήταν η απόλυτη ευτυχία. Η Ελλάδα με έκανε αυτό που είμαι, μου έδωσε φως, με έκανε ανοιχτή και ευτυχισμένη. Ο ήλιος και η θάλασσα. Ίσως το είχα μέσα μου, αλλά πριν από αυτό ήμουν Γερμανίδα, όλα έπρεπε να είναι τακτοποιημένα, στη σωστή ώρα – πρέπει να δουλεύεις, δεν πρέπει να κάνεις αυτό, πρέπει να κάνεις εκείνο, ήμουν έτσι, τέλεια πάντα. Η Ελλάδα μού έδωσε χαλαρότητα. Στενοχωρήθηκα πολύ που άφησα το διαμέρισμά μου στην Αθήνα, αλλά πρέπει να μετακομίσω τώρα στη Βιέννη, όπου εργάζομαι συχνά. Έκλαψα πολύ, αλλά θα επιστρέφω, δεν έχασα την πόλη μου, μόνο το διαμέρισμα. Και φυσικά θα έρχομαι συχνά στο σπίτι μου εδώ, στην Κορώνη».
Μια Γερμανίδα στην Αθήνα της κρίσης
«Δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Δεν είχα κακές εμπειρίες. Οι Έλληνες δε συμπαθούσαν τη Μέρκελ, αλλά και κάποιοι Γερμανοί δεν τη συμπαθούσαν. Συχνά υπερασπιζόμουν την Ελλάδα. Σε συνεντεύξεις με γερμανικά μέσα με ρωτούσαν γιατί ζω στην Ελλάδα, πώς είναι με την κρίση, πώς είναι οι Έλληνες. Και πάντα τους έλεγα πόσο δουλεύουν οι Έλληνες. “Εσείς λέτε ότι κάθονται και πίνουν καφέ”, έλεγα, “αλλά εγώ ξέρω πολλούς ανθρώπους που δουλεύουν από το πρωί έως το βράδυ και δεν κερδίζουν αρκετά”. Έλεγα ότι “πολλά από αυτά που παρουσιάζουν τα μίντια είναι αλήθεια, αλλά είναι ένα μικρό κομμάτι από μια μεγαλύτερη εικόνα την οποία δε γνωρίζετε. Και μένω στην Ελλάδα, γιατί οι άνθρωποι είναι υπέροχοι. Οι Έλληνες έχουν κάτι που δεν έχει κανείς άλλος, έχουν περηφάνια για τη χώρα τους και γνωρίζουν πόσο όμορφη είναι η Ελλάδα”. Όπως είπα και σε μια συνέντευξη, η Ελλάδα είναι τώρα σε κρίση, αλλά, όπως ήταν το λίκνο των ευρωπαϊκών ιδεωδών, έχω την αίσθηση ότι θα είναι και το λίκνο της ζωής. Οι Έλληνες ξέρουν πώς να ζουν και εμείς το έχουμε ξεχάσει. Τις εποχές της κρίσης σημασία έχει η ανθρωπιά και το “εμείς”, και οι Έλληνες ξέρουν να το κάνουν αυτό».
Τη ρωτώ για το ελληνικό κοινό: «Είναι ενθουσιώδες. Στη Γερμανία οι θεατές κάθονται ήσυχοι και χειροκροτούν. Στην Ελλάδα είναι φωνακλάδες και ευγνώμονες, σηκώνονται επάνω, χειροκροτούν, επευφημούν και φωνάζουν “μπράβο”. Στην Αμερική, μόλις τελειώνει η παράσταση, χειροκροτούν λίγο και σηκώνονται και φεύγουν, να προλάβουν το μετρό. Όμως το ψωμί του καλλιτέχνη είναι το χειροκρότημα. Οι Έλληνες θα μπορούσαν να χειροκροτούν για μισή ώρα, αν ήθελαν».
Το δικό της λάδι
Ο ήλιος έχει δύσει πια και μας καλεί στην αγαπημένη της ταβέρνα, του Νίκου, που λειτουργεί εδώ και 35 χρόνια. Διαφημίζει τους ντοματοκεφτέδες, τα μανιτάρια και το κρασί του φίλου της – και δεν έχει άδικο. Τη ρωτώ για τα σχέδιά της. «Ετοιμάζω το τρίτο CD της δικής μου σειράς. Είναι μέρος ενός ταξιδιού ζωής που κάνω. Το πρώτο CD είχε τίτλο “World”, το δεύτερο “Otherworld” και έπεται το “Innerworld”. Επίσης προετοιμάζομαι για το ρόλο της Σαλώμης, που θα παρουσιάσει τον Ιούνιο η Όπερα του Μονάχου». Έχει όμως και πιο προσωπικά σχέδια: «Θέλω να εμφιαλώσω το δικό μου λάδι, από τις ελιές εδώ στο κτήμα. Έχω αγοράσει μπουκάλια και έχω σκεφτεί και το όνομα: “Diva’s elixir”». Το λάδι της είναι ανάμεσα σε αυτά που θα πάρει μαζί της σε λίγες ημέρες που θα ταξιδέψει στη Βιέννη, για να εγκατασταθεί στο νέο της διαμέρισμα. Σε περίοπτη θέση, όμως, θα κρεμάσει έναν όμορφο ναυτικό χάρτη της Ευρώπης, που της χάρισε ο Νίκος ως αποχαιρετιστήριο δώρο, μια έκπληξη που πλάτυνε ακόμη περισσότερο το χαμόγελό της και την αγάπη της για τους φίλους της τους Έλληνες.
Της Μαρίας Αθανασίου
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ζαβός, “Καθημερινή”