Την ώρα που θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές θα έχει ψηφιστεί, κατά πάσα πιθανότητα, η λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών, για την «επίλυση» του ζητήματος της ονομασίας του κρατικού μορφώματος των Σκοπίων. Και επειδή εμείς οι Έλληνες έχουμε ασθενική και «κοντή» ιστορική μνήμη, κάποιοι από εμάς θα θεωρήσουμε ότι ξεμπερδέψαμε με το θέμα, αλλά θα υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι που θα θεωρήσουμε (δυστυχώς) τους εαυτούς τους (όχι τα παιδιά ή τα εγγόνια μας) τυχερούς που θα έχουμε πεθάνει, όταν (όπως γίνεται πάντα στον ιστορικό χρόνο) έπειτα από 50 ή 100 χρόνια θα πληρώσουμε τις συνέπειες της σημερινής μας στάσης. Γιατί και το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων στην παρούσα εκδοχή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατάληξη της ανεκτικής στάσης της Ελλάδας στην εθνογένεση του «μακεδονικού» έθνους το 1944 από τον ηγέτη της τότε Γιουγκοσλαβίας, στο πλαίσιο της ομόσπονδης δομής της, όταν εκείνη την περίοδο το πρόβλημα πήρε «ιστορική» διάσταση, παρά τον καθορισμό των συνόρων των βαλκανικών χωρών και την ελληνοβουλγαρική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών του 1919.
Διαχρονικά, το «μακεδονικό» θέμα ανεφύη μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου (1856), κυρίως από την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων της εποχής και το μεγαλοϊδεατισμό ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, στο πλαίσιο του ευρύτερου ανατολικού ζητήματος, δηλαδή της διανομής των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι οι Μακεδόνες ήταν ελληνικό φύλο, δηλαδή δωρικό, συγγενικό με τους Ηπειρώτες, ή, κατ’ άλλη άποψη, αιολικό, συγγενές προς τους Αιολείς της Θεσσαλίας (Μάγνητες). Η κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων τοποθετείται από τον Ηρόδοτο στην Πίνδο, για να επεκταθούν ανατολικότερα στην περιοχή που πήρε το όνομά τους και το οποίο, σημειωτέον, προέρχεται από την ελληνική λέξη «μάκος = μήκος, λόγω του ύψους των αρχαίων Μακεδόνων.
«Στον Ηρόδοτο απαντάται η φράση το μακεδνόν έθνος, κατά μετατροπή του ίδιου επιθέτου σε εθνική ονομασία, η οποία από Μακεδνός εξελίχτηκε σε Μακεδών, οπότε και η χώρα των αρχαίων Μακεδόνων ονομάστηκε Μακεδονία… Σύμφωνα με ιστορικές, γεωγραφικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες, στην αρχαιότητα Μακεδονία ονομαζόταν ο γεωγραφικός χώρος που ορίζεται βορείως από τη λίμνη Αχρίδα (η ελληνική ονομασία είναι Αχρίδα, ενώ η σλαβική Ohrid) και τα βουνά Μπαμπούνα, Σκόμιο και Ροδόπη, νοτίως από τα βουνά Καμβούνια, Πιέρια και Όλυμπο, ανατολικώς από τον ποταμό Νέστο και δυτικώς από τα βουνά Γράμμο και Πίνδο και τις λίμνες Πρέσπες. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι στη μακραίωνη ιστορία της περιοχής τα διοικητικά όρια δεν ήταν πάντοτε ίδια και αμετακίνητα. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η επονομασθείσα “κλασική (ή ιστορική) Μακεδονία”, δηλαδή το αρχαίο ελληνικό μακεδονικό βασίλειο, δεν ξεπέρασε ποτέ προς βορρά τη σημερινή νοητή γραμμή Αχρίδας- Μοναστηρίου-Στρώμνιτσας-Νευροκοπίου.
Αντιθέτως, βορείως της ελληνικής Μακεδονίας, κατά την περίοδο της αρχαιότητας, κατοικούσε το ιλλυρικό φύλο των Δαρδάνων με πρωτεύουσα του κράτους τους την πόλη Σκούποι, τα σημερινά Σκόπια (Skopje). Περισσότερα από εκατό χωρία αρχαίων συγγραφέων μνημονεύουν τους Δαρδάνους, τους διακρίνουν από τους Μακεδόνες και αναφέρουν πολέμους μεταξύ τους (οι Δάρδανοι “Μακεδονίαν εκακούργουν”), ενώ ο Φίλιππος Β΄ τους κατατρόπωσε και σε ένα επίγραμμα δοξάζεται ως “Δαρδανέων ολετήρ”.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, τα 9/10 της κλασικής Μακεδονίας της αρχαιότητας σήμερα βρίσκονται στην Ελλάδα και μόνο μικρό τμήμα της εντάχτηκε με τους πολέμους του 1912-1913 στη νότια Γιουγκοσλαβία και στη νοτιοδυτική Βουλγαρία…
Παρά τις ιστορικές αυτές αλήθειες, στα τέλη της περιόδου της Τουρκοκρατίας, από την ευρωπαϊκή διπλωματία ονομάστηκε αυθαίρετα “Μακεδονία” το άθροισμα των τριών βιλαετίων της οθωμανικής διοικητικής διαίρεσης, δηλαδή των βιλαετίων Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Σκοπίων (το τελευταίο βιλαέτι περιλάμβανε μάλιστα και το Κόσσοβο), μολονότι αυτή η περιοχή ήταν πολύ περισσότερο εκτεταμένη προς βορρά, σε σχέση με την κλασική Μακεδονία των αρχαίων ελλήνων Μακεδόνων…» (Γ. Μίντσης, Εθνολογική Σύνθεση της Μακεδονίας, 1997, σελ. 28 επ.).
Η θέση των υπερασπιστών της συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει από την ανάγκη διευθέτησης των διαφορών μας στο βαλκανικό χώρο. Καμία αντίρρηση. Ως επιχείρημα της άποψης αυτής αναδεικνύεται ότι η ύπαρξη του γειτονικού κράτους συμφέρει την Ελλάδα, αφού αναχαιτίζει τη μεγαλοϊδεατική πολιτική των Αλβανών για Μεγάλη Αλβανία και αναιρεί τη πάγια θέση της Βουλγαρίας ότι (κάποιοι) κάτοικοί του είναι βουλγαρικής καταγωγής (ούτε λόγος, βέβαια, για ελληνόφωνους βλάχους στην περιοχή) και, επομένως (με μία δόση αδιαμφισβήτητης υπερβολής), ακόμα και αν δεν είχε συγκροτηθεί το κρατικό αυτό μόρφωμα, θα πρέπει να το είχαμε «εφεύρει», για να αποφύγουμε στα βόρεια σύνορά μας πολεμική σύρραξη, στην προσπάθεια των γειτόνων μας (Αλβανών και Βουλγάρων) να προσαρτήσουν εδάφη του, ενσωματώνοντας στους εθνικούς κορμούς τους, τους κατοίκους της περιοχής που είτε είναι αλβανικής καταγωγής είτε νιώθουν Βούλγαροι. Το επιχείρημα έχει βάση, αλλά αυτοϋπονομεύεται από την ίδια τη «λογική» του, καθώς ποτέ στην παγκόσμια ιστορία δημιουργήθηκε κράτος που δεν αναφερόταν στην ύπαρξη, μέσα στα εδαφικά του όρια, έθνους (ακόμη και στις ΗΠΑ μιλάμε για αμερικανικό έθνος).
Κάθε, λοιπόν, συμφωνία που αφορά στο γειτονικό μας κράτος έχει, εξ αντικειμένου, έναν και μόνο παρονομαστή: αυτόν της (άμεσης ή έμμεσης, καλυμμένης ή όχι, αλλά πάντως αδιαμφισβήτητης) αναγνώρισης εθνότητας των κατοίκων του, αφού, διαφορετικά, λείπει το συστατικό στοιχείο «βάσης» της κρατικής υπόστασής του.
Από την άποψη αυτή, το λεγόμενο «μακεδονικό» δεν έχει λύση, μιας και οποιαδήποτε εκ μέρους μας προσχώρηση σε συμφωνία, όπως π.χ. για το όνομα (και με δεδομένο ότι η δημιουργία του αυτοτελούς κράτους των Σκοπίων είναι εδώ και χρόνια τετελεσμένη και σε κάθε περίπτωση ήταν πάντα έξω από τις δυνατότητες της Ελλάδας να επηρεάσει τις σχετικές εξελίξεις), προϋποθέτει αναγνώριση de jure της κρατικής υπόστασης των Σκοπίων, άρα και (με οποιαδήποτε μορφή ή εκδοχή) αναγνώριση εθνότητας. Έτσι, πάντα, το μείζον ζήτημα που αναδεικνυόταν στις σχέσεις μας με το γειτονικό κράτος, ήταν, μέσω του ονόματος, αυτό της εθνότητας, που αναγκαστικά θα παραχωρούσαμε στους γείτονες, εάν εμείς προβαίναμε στην, από πλευράς διεθνούς δικαίου (όχι de facto), αναγνώριση της κρατικής τους υπόστασης (πολύ δε περισσότερο ονομάζοντάς τους ως κάποια Μακεδονία).
Μέχρι τώρα, όλες οι κυβερνήσεις, διαβλέποντας το πρόβλημα στις σωστές διαστάσεις του, αρνούνταν τη μείζονα αυτή παραχώρηση. Ο ξένος παράγοντας ουδόλως ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις επιπτώσεις «επί της εθνότητας», που θα είχε η από την Ελλάδα αναγνώριση του κράτους αυτού, ασκώντας κάθε φορά ασφυκτικές πιέσεις, στην κατεύθυνση κατοχύρωσης των δικών του γεωπολιτικών στρατηγικών συμφερόντων.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, δυστυχώς, προσφέρει στους γείτονες το εθνικό υλικό σύστασης του κράτους τους: την αναγνώριση από την Ελλάδα μιας εθνότητας (1), με συγκεκριμένη ταυτότητα (2), θέτοντας, έτσι, τις βάσεις για πολύ σοβαρά μελλοντικά εθνικά μας προβλήματα.
Του Χρήστου Θ. Παναγιωτόπουλου
Δικηγόρου, Master Aix-en Provence