Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια «στρατηγική νίκη» απέναντι στις δυνάμεις του εθνικισμού και στις δύο πλευρές των συνόρων, επισήμανε ο υπουργός Εσωτερικών, Αλέξης Χαρίτσης, στη διάρκεια ομιλίας του σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ Πεντέλης και τόνισε πως ξεκινά μια νέα εποχή ειρήνης και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια, με την Ελλάδα πρωταγωνίστρια.
Αναφερόμενος στις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης που τάχθηκαν κατά της Συμφωνίας, σημείωσε ότι δεν την ήθελαν, γιατί από τη μια αποτελεί ιστορική – διπλωματική και αξιακή – νίκη της Αριστεράς (και αυτή τη νίκη την έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ) και από την άλλη τους αφαιρεί έναν πολύ σημαντικό για αυτούς, λόγο ύπαρξης.
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τεσσάρων χρόνων από την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Χαρίτσης είπε ότι η αποτίμηση του κυβερνητικού έργου είναι πολύ θετική, παρά τις πρωτόγνωρες δυσκολίες.
«Παρά τα λάθη και τις παραλείψεις μας, ας αναλογιστούμε πού θα βρίσκονταν τα πράγματα στη χώρα μας σήμερα, αν δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η σύγκριση με άλλες χώρες που δεν υπήρχε παρόμοια αριστερή εναλλακτική, είναι αποκαλυπτική. Το κενό το καλύπτει η εθνικιστική, μισαλλόδοξη άκρα Δεξιά», παρατήρησε. Ο υπουργός Εσωτερικών αναφέρθηκε στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τόνισε πως οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν είναι αιτία αλλά το πρόσχημα, ο βολικός και εύκολος εχθρός, ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Αναλύοντας το φαινόμενο της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, ο υπουργός Εσωτερικών επισήμανε ως βασικές αιτίες,
– τη διεθνή οικονομική κρίση και τη συστηματική διάλυση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου από τον νεοφιλελευθερισμό,
– την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που εκτός από οικονομική διασύνδεση είναι και μια διαδικασία βίαιης πολιτιστικής ομογενοποίησης,
– την προσχώρηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων στον νεοφιλελευθερισμό, που σημαίνει πως ό,τι και αν ψηφίσουν οι πολίτες, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: η λιτότητα, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, οι ιδιωτικοποιήσεις. Οδηγούνται έτσι, στην απάθεια, την αντιπολιτική και σε επικίνδυνες για τη δημοκρατία, λογικές του τύπου «όλοι ίδιοι είναι»,
– την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την απουσία εναλλακτικής από την Αριστερά, μετά την προσχώρηση της Σοσιαλδημοκρατίας στον νεοφιλελευθερισμό και τη διάλυση των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων. Εξαίρεση εδώ αποτελεί η Ελλάδα.
Συνέντευξη του Υπουργού Εσωτερικών, Αλέξη Χαρίτση, στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του υπουργού Εσωτερικών, Αλέξη Χαρίτση, στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μετά την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και από το ελληνικό Κοινοβούλιο, και τώρα τι, κ. υπουργέ;
Καταρχάς συνεχίζουμε το έργο μας, την υλοποίηση όλων αυτών των μέτρων ελάφρυνσης της κοινωνικής πλειοψηφίας που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Όταν λέμε ότι βγήκαμε από τα μνημόνια το εννοούμε και αυτό τώρα πρέπει να το νιώσουν οι πολίτες εκεί που μετράει περισσότερο: με αύξηση του μισθού τους, με στοχευμένη μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, με βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών. Είναι κρίσιμο επίσης να ενισχύσουμε την παραγωγική προσπάθεια για όλους εφαρμόζοντας την Αναπτυξιακή Στρατηγική που έχουμε εκπονήσει και να συνεχίσουμε την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με στελέχωση με επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό αλλά και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη και αλλάζουν το πρόσωπο των τοπικών κοινωνιών.
Σε όλα τα επίπεδα, αυτό που πρωτίστως πρέπει να μας απασχολεί είναι η νέα, μετα-μνημονιακή περίοδος της ελληνικής κοινωνίας. Εκεί άλλωστε, αποσκοπούν και οι Πρέσπες. Όπως είπα και στην ομιλία μου στη Βουλή, η Συμφωνία δεν αφορά τόσο το παρελθόν, αφορά πρωτίστως το μέλλον. Κλείνει μια ιστορική εκκρεμότητα με εθνικά επωφελείς όρους για να προχωρήσει η χώρα μπροστά. Να πάψει να ομφαλοσκοπεί, αναπολώντας το ηρωικό παρελθόν προκειμένου να διασκεδάσει ένα καχεκτικό παρόν και να χτίσει με αυτοπεποίθηση το μέλλον της, ως πυλώνας σταθερότητας και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Αυτό είναι και το στοίχημα του επόμενου διαστήματος, η μεγάλη διαιρετική τομή, αν θέλετε: συνέχιση της πορείας ανάταξης της χώρας, της άρσης των μνημονιακών αδικιών, της διεύρυνσης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων που υλοποιεί η κυβέρνηση ή επιστροφή στο παρελθόν, στην εθνικιστική περιχαράκωση, τη συντηρητική αναδίπλωση και τις ανερμάτιστες πολιτικές που έφεραν τη χρεοκοπία, όπως διεκδικεί η αξιωματική αντιπολίτευση. Η απάντηση που θα δοθεί σε αυτό το κομβικό δίλημμα θα κρίνει όχι μόνο το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών αλλά και τη φυσιογνωμία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
Ποια συμπεράσματα εξάγετε από το γεγονός ότι σύμπασα η αντιπολίτευση βρέθηκε απέναντι στην κυβέρνηση και τη Συμφωνία των Πρεσπών; Ότι ακόμη και προσωπικότητες που ήταν διαχρονικά υπέρ της λύσης με σύνθεση ονομασία, αντιτάχθηκαν στη Συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση;
Η Συμφωνία των Πρεσπών, εκτός του ότι επιλύει ένα κρίσιμο εθνικό πρόβλημα, προσέφερε και μια άλλη, σημαντική υπηρεσία, στον τόπο: ξεμπρόστιασε τους υποκριτές και τους πατριδοκάπηλους. Αυτούς που ορκίζονταν δημόσια υπέρ της λύσης στη βάση της εθνικής γραμμής για σύνθετη ονομασία, αλλά όταν έφτασε η στιγμή αυτής της λύσης, είτε κρύφτηκαν, όπως κάποιοι πρώην πρωθυπουργοί, είτε φόρεσαν το μανδύα του Μακεδονομάχου που δεν θέλει καμία λύση. Ξεμπρόστιασε όλους εκείνους που έχτισαν πολιτικές καριέρες πάνω στο «Μακεδονικό», αλλά σφύριζαν αδιάφοροι όταν η ΠΓΔΜ οικειοποιούνταν ανενόχλητη την ιστορία και την πολιτισμική μας κληρονομία και 140 χώρες την αναγνώριζαν ως «Μακεδονία», σκέτο.
Το πρόβλημα της αντιπολίτευσης δεν είναι το περιεχόμενο της Συμφωνίας αλλά η ίδια η λύση του προβλήματος. Γιατί πλέον, δεν θα μπορούν να κερδοσκοπούν εκ του ασφαλούς, ως επαγγελματίες Μακεδονομάχοι, πάνω σε ένα εθνικό ζήτημα και σε βάρος της χώρας. Ακόμη χειρότερα για αυτούς, είναι η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που φέρνει τη λύση με μια Συμφωνία που ικανοποιεί όλες τις εθνικές επιδιώξεις και ακόμη περισσότερο. Γιατί ο μοναδικός τους στόχος, όπως ομολογούν ανοικτά, δεν είναι άλλος από τη στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Και μπροστά σε αυτή την επιδίωξη δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θυσιάσουν τα εθνικά συμφέροντα.
Χρειάστηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να κλείσει αυτή η ιστορική εκκρεμότητα. Και αυτό καθόλου τυχαίο δεν είναι. Η Αριστερά είναι η μόνη δύναμη η οποία ουδέποτε επιχείρησε να αξιοποιήσει μικροκομματικά το Μακεδονικό, ούτε καπηλεύτηκε τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού. Η μόνη δύναμη που επέδειξε την πολιτική τόλμη και αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος προκειμένου να λύσει ένα μείζον εθνικό πρόβλημα με τρόπο που διασφαλίζει πλήρως τα εθνικά συμφέροντα.
Από διάφορες πλευρές, και αυτήν του κ. Καμμένου, ακούσθηκαν οι λέξεις, «αποστασία», «αποστάτες». Ποια η θέση σας; Γιατί χάνουν βουλευτές τα μικρότερα κόμματα;
Τόσο η έξοδος από τα μνημόνια όσο και το Μακεδονικό τώρα αναδιατάσσουν πλήρως το πολιτικό σκηνικό, χαράσσουν νέες διαιρετικές γραμμές. Δύο πόλοι αναδεικνύονται: ο συντηρητικός γύρω από τη ΝΔ η οποία μετακινείται ταχέως προς τα δεξιά, υιοθετώντας όλο και περισσότερο την ατζέντα της ακροδεξιάς, πλαισιώνοντάς την με τις σκληρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έφεραν την κρίση. Και ο αριστερός – προοδευτικός πόλος με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί να βάλει τη χώρα σε μια νέα πορεία με βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, ισχυρό κοινωνικό κράτος, φιλικές σχέσεις με τους γείτονες.
Μπροστά λοιπόν σε αυτό το αναδυόμενο πολιτικό σκηνικό είναι λογικό κόμματα τα οποία δεν έχουν ισχυρή κοινωνική γείωση, ούτε σαφή πολιτική ταυτότητα και ιδεολογική συνοχή να δοκιμάζονται, να χάνουν υποστηρικτές και στελέχη προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτό είναι το υπόβαθρο των πολιτικών μετακινήσεων που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα.
Οι κατηγορίες περί «συναλλαγής» ή «αποστασίας» εκτός από απολίτικες είναι και επικίνδυνες, εκχυδαΐζουν τον δημόσιο διάλογο και απαξιώνουν συνολικά το πολιτικό σύστημα με μόνους κερδισμένους την ‘Ακρα Δεξιά και τους νεοναζί. Είναι επίσης, προκλητικά υποκριτικές όταν προέρχονται από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν για παράδειγμα, η ΝΔ μιλά για «συνεργασία» ή «διεύρυνση» κάθε φορά που βουλευτές άλλων κομμάτων προσχωρούν στις τάξεις της, αλλά χαρακτηρίζει «αποστάτες» ή «συναλλασσόμενους» όσους συνεργάζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για αστειότητες.
Πού αποδίδετε το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού αντιδρά στη Συμφωνία των Πρεσπών, κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο κ.ο.κ.; Ελλιπής ενημέρωση, αυξημένες ευαισθησίες, ελληνοκεντρισμός, τι;
Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να αμφισβητήσω τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων πολιτών, ούτε το δικαίωμά τους να διαμαρτύρονται δημοκρατικά και ειρηνικά. Οφείλουμε όμως, να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη ενημέρωσης και τεράστια παραπληροφόρηση σε ό,τι αφορά το Μακεδονικό, την ιστορία του και τις διεθνείς προεκτάσεις του. Ακόμη χειρότερα, ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού και μιντιακού προσωπικού της χώρας ανακάλυψε στο Μακεδονικό μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να χτίσει προσωπικές καριέρες, εμφανιζόμενοι ως οι αυθεντικοί εκπρόσωποι των «ιστορικών δικαίων του έθνους». Πλειοδότησαν σε εθνικισμό και αδιαλλαξία, διακίνησαν θεωρίες συνωμοσίας, κινδυνολόγησαν ασύστολα με αποτέλεσμα να γαλουχήσουν δύο γενιές σε κολακευτικούς εθνικούς μύθους, δίχως τη στοιχειώδη ιστορική γνώση αλλά ούτε και τη βούληση για να προσεγγίσουν ψύχραιμα το θέμα.
Παράλληλα βέβαια, και όσο εξελισσόταν αυτή η για πολλούς, επικερδής επιχείρηση, οι ξένες χώρες αναγνώριζαν η μία μετά την άλλη τη γειτονική χώρα ως Μακεδονία και η Ελλάδα σπαταλούσε άσκοπα πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο το οποίο όφειλε να αξιοποιήσει σε άλλα, πολύ πιο σημαντικά εθνικά θέματα, όπως οι σχέσεις με την Τουρκία.
Αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα έρχεται να ανατρέψει η Συμφωνία των Πρεσπών βάζοντας οριστικά τέλος στην επιχείρηση «Μακεδονικό ΑΕ». Μια επιχείρηση η οποία ορκιζόταν φωναχτά στα τρισχιλιετή εθνικά δίκαια την ίδια στιγμή που υπονόμευε συστηματικά τα εθνικά συμφέροντα. Είμαι λοιπόν, βέβαιος πως όταν καταλαγιάσει ο θόρυβος, η πλειοψηφία του κόσμου θα αντιληφθεί ότι η συμφωνία αυτή είναι η μόνη που διασφαλίζει πλήρως τα εθνικά μας συμφέροντα, προστατεύει την ιστορική και πολιτισμική μας κληρονομιά και αναδεικνύει τη Βόρεια Ελλάδα σε ισχυρό οικονομικό και γεωπολιτικό παράγοντα σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Βλέπετε την ελληνική ακροδεξιά να σηκώνει και πάλι κεφάλι; Πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη;
Η βαθιά κρίση της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, μία κρίση οικονομική, αλλά και κρίση αντιπροσώπευσης και κρίση αξιών, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα προσωρινό φαινόμενο. Είναι μία εξέλιξη η οποία αναδιατάσσει τα πράγματα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και το κάνει αυτό με έναν τρόπο βίαιο. Και είναι μία διαδικασία η οποία είναι ανεπίστρεπτη. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι μας. Και με αυτή την έννοια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους απλής αναπαραγωγής της ρητορικής του παρελθόντος, πολύ δε περισσότερο ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα.
Αυτό που δεν δείχνουν να κατανοούν κυρίαρχες δυνάμεις αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, δυστυχώς φαίνεται να το έχουν καταλάβει δυνάμεις της ακροδεξιάς και γι’ αυτό, με έναν τρόπο επικίνδυνα απλοϊκό, προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα των ευρωπαίων πολιτών. Και βεβαίως, αυτό το κάνουν δείχνοντας πάντα τον άλλον, κατηγορώντας για αυτή τη μεγάλη κρίση ταυτότητας τον πρόσφυγα, το μετανάστη, εκείνον ο οποίος ξεφεύγει από αυτό που έχουν στο μυαλό τους ως κανονικό.
Ευτυχώς, απέναντι σε αυτή την εφιαλτική εξέλιξη υπάρχει και η αντίρροπη τάση. Μια τάση προοδευτικής διεξόδου από την κρίση, κυρίως στις χώρες της περιφέρειας και του Νότου. Μια τάση η οποία αντιλαμβάνεται ότι μόνο η συσπείρωση και η συμπόρευση δυνάμεων από τη Σοσιαλδημοκρατία, από την Αριστερά, από την Οικολογία μπορεί να προφέρει μια πειστική απάντηση στα βαθιά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε αυτή η κρίση.
Στα καθ’ ημάς, παρόλο τον ακροδεξιό παροξυσμό και την άλωση πολιτικών δυνάμεων, κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από πολιτικά πρόσωπα με καθαρά εθνικιστικό λόγο, είναι σαφές ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να εναποθέτει τις ελπίδες της σε μια προοδευτική διέξοδο από αυτή την κρίση, η οποία θα βασίζεται στην περιεκτική ανάπτυξη, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη.
Συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Τι πιστεύετε ότι κέρδισαν οι Έλληνες και η χώρα αυτά τα τέσσερα χρόνια;
Δεν θα σταθώ στο προφανές γεγονός ότι, όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση η χώρα είχε αφεθεί σκόπιμα στο όριο της δημοσιονομικής χρεοκοπίας. Είχαμε επίσης να αντιμετωπίσουμε την γενικευμένη αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, ένα εκτεταμένο αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης του κόσμου, μια καταρράκωση των κοινωνικών σχέσεων και δεσμών που λειτουργεί παραλυτικά για κάθε προσπάθεια συνολικής ανάταξης. Αλλά παράλληλα, είχαμε απέναντί μας και μια διαμορφωμένη κατάσταση πλήρους απαξίωσης της διεθνούς εικόνας της χώρας: η Ελλάδα έμοιαζε ένα άλυτο, ακατανόητο πρόβλημα για τους εταίρους μας και την -καλοπροαίρετη- κοινή γνώμη στο εξωτερικό.
Συνεπώς, μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια δεν χρειάστηκε απλά να οργανώσουμε καλύτερα και δικαιότερα την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική – πάντα μέσα σε στενά πλαίσια και εφαρμόζοντας ορισμένα μέτρα τα οποία δεν ήταν στη δική μας ατζέντα. Προσπαθήσαμε επίσης να ανορθώσουμε το ηθικό και τον αυτοσεβασμό του λαού – να νοιώσουν ξανά οι πολίτες ότι ζουν σε ένα κράτος που τους υπολογίζει. Με μέτρα κοινωνικής πολιτικής στους τομείς της παιδείας, της υγείας, της προστασίας της εργασίας. Με την απόδοση νέων κοινωνικών δικαιωμάτων σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού που το κράτος μέχρι τότε αγνοούσε. Με δημοκρατικές θεσμικές τομές σε τομείς όπως η δημόσια διοίκηση και η αυτοδιοίκηση. Και παράλληλα, εργαστήκαμε συστηματικά για να γίνει η χώρα μας σοβαρός παράγοντας και συνομιλητής διεθνώς, μέσα από μια πολυδιάστατη και εξωστρεφή εξωτερική πολιτική – χωρίς μονομερείς εξαρτήσεις και με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως η συνεισφορά της διακυβέρνησής μας τα προηγούμενα χρόνια δεν εξαντλείται στην έξοδο από τα προγράμματα προσαρμογής. Παράλληλα, βάλαμε τις βάσεις για μια πιο συνεκτική κοινωνία, που με ηρεμία και αυτοπεποίθηση μπορεί να αντικρίσει τις μελλοντικές προκλήσεις, σε έναν κόσμο ταραγμένο που αλλάζει γοργά. Αυτό θεωρώ ότι είναι μεγάλο κέρδος της χώρας και των Ελλήνων, που μπορεί να μην είναι «μετρήσιμο» και να αποτυπώνεται σε στατιστικά, αλλά αποτελεί αναγκαίο όρο για να συνεχίσει η χώρα μας την πορεία της σε ποιο στέρεες βάσεις.
Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, από την Αριστερά, έχω την πεποίθηση ότι η ελληνική κοινωνία είναι πιο αισιόδοξη, είναι πιο εξωστρεφής απ’ ό,τι ήταν τέσσερα χρόνια πριν. Και βεβαίως το στοίχημα για μας είναι αυτή την αισιοδοξία για το μέλλον να την κάνουμε πράξη και να μην απογοητεύσουμε τους Έλληνες πολίτες.