Υπάρχουν φωνές που είναι τόσο μεγάλες, βαθιές και ευρύχωρες, φωνές που αντανακλούν την προσήλωση σε ένα σκοπό, που η συνάντηση μαζί τους γεμίζει τον ακροατή με την πληρότητα ενός σπάνιου βιώματος. Ο Δημήτρης Πλατανιάς έχει μεγάλο, πιστό και αφοσιωμένο κοινό, που έσπευσε να σταθεί δίπλα του, ως ακροατήριο ευλαβικό, στο προσωπικό ρεσιτάλ του, που ήταν και προσωπικό στοίχημα. Μια αναμέτρηση με τον εαυτό.
Στην κατάμεστη Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς δεν προχώρησε μονάχα σε ένα εντελώς διάφανο γύμνασμα δεξιοτεχνίας, αλλά παράλληλα πύκνωσε την ιστορία της Λυρικής Σκηνής με ένα ρεσιτάλ που καταγράφεται ως ένα μουσικό γεγονός που πολλοί έχουν ήδη αποθησαυρίσει. Το νέο κτίριο της Λυρικής, στο ΚΠΙΣΝ, «θερμαίνεται» ακόμη. Παράσταση την παράσταση, ρεσιτάλ το ρεσιτάλ, αποκτά ρίζες, αντλεί από την προσωπικότητα σπουδαίων ερμηνευτών, απορροφά το αποτύπωμα του κοινού, βαθαίνει την ίδια την ιστορία της Αθήνας και της μουσικής διαδρομής αυτής της χώρας που, παρά τα όσα –συχνά δικαίως– της καταμαρτυρούμε, κάνει και βήματα προόδου.
Ο Δημήτρης Πλατανιάς έχει το δικό του στυλ. Ανθολογεί από όπερες, όχι όλες προβλέψιμες επιλογές για το δικό του ρεπερτόριο, τραγουδά με εσωτερική φλόγα μιας ζυγισμένης δύναμης, προσκαλεί σε ένα ιδίωμα συμβατό με τη δική του προσωπικότητα, σφραγισμένο από το ιταλικό ρεπερτόριο, αλλά με ανοίγματα και σε άλλες σχολές και παραδόσεις. Βάγκνερ τραγούδησε στα ιταλικά. Γιατί σε αυτή τη γλώσσα τού αρέσει περισσότερο, όπως είπε τόσο απλά, αφοπλιστικά, δημιουργώντας γέφυρα με το κοινό.
Και δίπλα του, στο πιάνο, η Σοφία Ταμβακοπούλου, σε αγαστή σύμπνοια και θελκτική αντίστιξη: ένας «βράχος» και ένα «δέντρο», ένας καταρράκτης και μια πηγή, εξέβαλλαν στο κοινό με καταιονισμούς και παραποτάμους. Κρατώ αυτή τη δύναμη μιας βαθιάς αξιοπρέπειας και εργατικότητας, που όταν πρόκειται για τέχνη απογειώνεται και δένει το κοινό με ένα αίσθημα μιας κοινής πατρίδας. Εκτιμήθηκε η επιλογή για το κλείσιμο του ρεσιτάλ με δύο ελληνικά τραγούδια του Σπυρίδωνος Σαμάρα (1861-1917), το «Μάνα και γιος» σε ποίηση Γεωργίου Δροσίνη και το «Εξομολόγησις» σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη (από τη συλλογή «Σπασμένα μάρμαρα», 1917). Μια κίνηση ύψιστου συμβολισμού και μια χειρονομία συμφιλίωσης με μια μουσική παράδοση που σταδιακά εκτιμάται και εντάσσεται σε προγράμματα. Με το ρεσιτάλ αυτό, γνωρίσαμε καλύτερα τον Δημήτρη Πλατανιά. Έγινε πιο οικείος. Και μας έδωσε ένα δώρο.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ