«Αντίπαλοι μας η αποχή και ο εφησυχασμός»
Τον τελευταίο καιρό η συζήτηση για τις εκλογικές αναμετρήσεις περιστρέφεται όλο και περισσότερο γύρω από τα διαρκώς μειούμενα ποσοστά ψηφοφόρων που επιλέγουν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Άλλωστε, η κρίση της πολιτικής είναι κυρίως κρίση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και αποτυπώνεται ανάγλυφα με την εκλογική συμμετοχή. Η αποχή έκανε για άλλη μια φορά αισθητή την παρουσία της και στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, όπου το ποσοστό της ξεπέρασε το 41% (σημ. στη Μεσσηνία 48%).
Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις επτά πιο πρόσφατες εθνικές εκλογές σημείωσε σημαντική κάμψη, όπως παρατηρούμε στον πίνακα 1. Συγκριτικά με τις εκλογές του 2004 (στην επικράτεια), το Σεπτέμβριο του 2015 είχαμε απώλεια άνω των 2 εκατομμύριων ψηφοφόρων. Σε ποσοστιαίες μονάδες, η συμμετοχή από το 2004 έως το 2015 σημειώνει σταδιακή μείωση που φτάνει τις 18 ποσοστιαίες μονάδες (από 74% σε 56% ).
Ειδικότερα για τη Νέα Δημοκρατία, στις εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004 συγκέντρωσε σχεδόν 3,5 εκατ. ψήφους, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 45,4% των εγκύρων. Ο συγκεκριμένος αριθμός ψήφων είναι ο μεγαλύτερος απόλυτος αριθμός που έχει δοθεί ποτέ σε ένα κόμμα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Έκτοτε, και ιδιαίτερα στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, σταθεροποιήθηκε στους 1,5-1,7 εκατ. ψήφους.
Πίνακας 1: συμμετοχή στις Βουλευτικές εκλογές
Σε ό,τι αφορά το νομό μας και όπως προκύπτει από τον πίνακα 2, το ποσοστό αποχής στις εκλογές του 2004 ήταν 34,5%. Δηλαδή εννέα ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω από το αντίστοιχο πανελλαδικό ποσοστό (23,5%). Στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν (2007,2009 και 2012), το ποσοστό αποχής στη Μεσσηνία ήταν σταθερά πάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το αντίστοιχο ποσοστό αποχής στην επικράτεια. Στις εθνικές εκλογές, το Σεπτέμβριο του 2015, σημειώθηκε ποσοστό αποχής άνω του 52%. Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι, αναλύοντας το αποτέλεσμα ως προς τις ηλικιακές ομάδες, διαπιστώνουμε ότι η αυξανόμενη αποχή από την εκλογική διαδικασία δεν είναι κοινωνικά και ηλικιακά ισόρροπη. Σε ηλικίες κάτω των 35 ετών η αποχή ανήλθε στο πρωτοφανές ποσοστό του 65%. Το εκλογικό σώμα σταδιακά γηράσκει. Άρα, η μη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, η οποία δεν ήταν χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας των Ελλήνων, έχει γίνει πλέον γνώρισμα ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού.
Ως μια αιτία για την αποχή θα μπορούσαμε να σημειώσουμε την κόπωση που αισθάνεται το εκλογικό σώμα με την τόσο συχνή προσφυγή στις κάλπες. Ωστόσο, αυτή η κόπωση δεν αρκεί για να εξηγήσει πλήρως τη διαρκώς μειούμενη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει άλλοθι. Η αποχή συνδέεται με την απογοήτευση των πολιτών, οι οποίοι πιστεύουν ολοένα λιγότερο στο ρόλο των κομμάτων και στη δυνατότητά τους να αλλάξουν προς το καλύτερο τη ζωή των Ελλήνων.
Πίνακας 2: η αποχή στη Ελλάδα και στη Μεσσηνία
Στο φαινόμενο της αποχής θα πρέπει να προσθέσουμε και μια άλλη ιδιόμορφη πρακτική συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία που έχει κάνει την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια. Η απογοήτευση και η σταδιακή αποπολιτικοποίηση του ελληνικού εκλογικού σώματος έχουν φέρει και στην Ελλάδα ένα φαινόμενο, το οποίο καταγράφεται διεθνώς ως «late swing». Αφορά, δηλαδή, τους ψηφοφόρους που αποφασίζουν σχεδόν πάνω από την κάλπη για το τι θα ψηφίσουν.
Όποιες και εάν είναι οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στην αποχή και όποιο και εάν είναι το πολιτικό μήνυμα που ήθελε εξαχθεί από αυτή, ένα είναι δεδομένο: ότι η αποχή συνεπάγεται κατ’ αρχάς αποχή από ενέργεια, δηλαδή απραξία και αυτή με τη σειρά της δεν προάγει κοινωνίες, αλλά οδηγεί στον άκρατο μηδενισμό. Άλλωστε και ο πρόεδρός μας Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε πρόσφατα ότι η αποχή είναι ήττα της Δημοκρατίας.
Ωστόσο, πέραν του φαινομένου της αποχής, εξίσου επικίνδυνο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση είναι ότι στις τάξεις των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας επικρατεί μία σχετική χαλάρωση, ένας εφησυχασμός. Σαν να έχει ήδη κλείσει η κάλπη και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να έχει κληθεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πρέπει να μην υποτιμούμε το αυτονόητο, ότι η κάλπη της 7ης Ιουλίου είναι άδεια. Δεν είναι μισογεμάτη με τα ψηφοδέλτια των ευρωεκλογών.
Δε δικαιολογείται κανένας εφησυχασμός, καμία προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να χαθεί ούτε μια ψήφος. Δεν υπάρχουν περιθώρια χαλαρής ψήφου. Επιπλέον, να μην ξεχνάμε ότι η ψήφος σε μικρά κόμματα ουσιαστικά είναι μια ανενεργή ψήφος, διότι αυτά τα κόμματα δημιουργήθηκαν μέσα σε ένα περιβάλλον οργής και δεν έχουν ρόλο να παίξουν στη νέα φωτεινή Ελλάδα την οποία οραματιζόμαστε.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο επαναπατρισμός των ψήφων στη μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη πρέπει να γίνει οπωσδήποτε και, μάλιστα, με έντονα ιδεολογικά επιχειρήματα. Οφείλουμε να ενωθούμε σε ένα μεγάλο ρεύμα αναγέννησης. Η χώρα μας χρειάζεται μια ισχυρή και αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να πάψουν τα πειράματα και να επιστρέψει η ασφάλεια, η κανονικότητα, η πρόοδος και να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη. Η Νέα Δημοκρατία απευθύνεται, κυρίως, στα πιο δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας, στους νέους και στις νέες, που είτε έχουν χάσει τον πολιτικό προσανατολισμό τους είτε απαξιούν να ασχοληθούν με την πολιτική. Τους καλούμε να συστρατευτούν με τη Νέα Δημοκρατία για την ευκαιρία να δουλέψουν και για την ευκαιρία να δημιουργήσουν στο τόπο τους.
Το διακύβευμα των εθνικών εκλογών είναι ένα: «Νέες περιπέτειες ή ισχυρή ανάπτυξη και αυτοδύναμη Ελλάδα!»
Στις 7 Ιουλίου πάμε μαζί, πάμε μπροστά, πάμε για τη νίκη. Για την Ελλάδα, τα παιδιά και τη ζωή μας!
#Ενωμένοι_Μπορούμε
Του δρος Παναγιώτη Ευαγγ. Τζαβάρα
Διδάκτορος Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Τομέας Πολιτικής Υποστήριξης Ν.Δ.