Το 1975 κατέστη σαφές στην τουρκική πλευρά ότι το διεθνές δίκαιο της θάλασσας δεν εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις της στο Αιγαίο. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ελληνικών νησιών που σχημάτιζαν μακρές αλυσίδες σε όλο το Αιγαίο περιόριζε τις τουρκικές διεκδικήσεις σε μια ζώνη παράλληλη με τις μικρασιατικές ακτές. Για να ξεπεράσει το εμπόδιο, η Αγκυρα διατύπωσε μια καινοφανή πρόταση για κοινή έρευνα και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Οι δύο χώρες θα είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα να εκμεταλλευθούν πλουτοπαραγωγικές πηγές που βρισκόταν εντός των χωρικών τους υδάτων, δηλαδή έως έξι μίλια από τις ακτές τους. Εξω από τα χωρικά ύδατα όμως, το υπέδαφος του Αιγαίου θα αποτελούσε ζώνη κοινής εκμεταλλεύσεως ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Στη ζώνη αυτή τα ωφελήματα θα διανέμονταν εξ ημισείας μεταξύ των δύο χωρών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ η Τουρκία δικαιούται ένα περιορισμένο τμήμα υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, διά της συνεκμεταλλεύσεως ευελπιστούσε ότι θα αποκτήσει το 50% ή, τέλος πάντων, ένα σημαντικό ποσοστό. Επιπλέον, θα αποκτούσε δικαιώματα σε οποιοδήποτε κοίτασμα υδρογονανθράκων υπήρχε οπουδήποτε στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, είτε ήταν ανάμεσα στη Λέσβο και στη Λήμνο είτε ήταν στον Θερμαϊκό Κόλπο ή στο Κρητικό Πέλαγος. Κατ’ ουσίαν, με τη συνεκμετάλλευση το Αιγαίο θα μετατρεπόταν σε μια πελώρια περιοχή συγκυριαρχίας των δύο χωρών.
Η Ελλάδα απέρριψε αμέσως την τουρκική πρόταση. Τον Σεπτέμβριο του 1976, που το θέμα συζητήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, ετέθησαν οι εξής τρεις προϋποθέσεις για συνεκμετάλλευση: (α) Οι δύο χώρες θα οριοθετούσαν την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. (β) Μετά την οριοθέτηση θα μπορούσε να δημιουργηθεί περιορισμένη ζώνη κοινής εκμεταλλεύσεως μόνον εκατέρωθεν του ορίου των δύο υφαλοκρηπίδων που θα περιελάμβανε τμήματα υφαλοκρηπίδας και από τις δύο χώρες. (γ) Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα ανακαλύπτονταν σε αυτή τη ζώνη θα ήσαν εκ των προτέρων μοιρασμένες βάσει συγκεκριμένων ποσοστών. Οι τρεις προϋποθέσεις της Αθήνας αντικατοπτρίζουν τη σχετική διεθνή πρακτική. Πρώτα χαράσσεται το όριο της υφαλοκρηπίδας (ή της ΑΟΖ). Εάν βρεθούν κοιτάσματα που βρίσκονται πάνω στο όριο, μία από τις λύσεις που ακολουθούνται είναι η συνεκμετάλλευση. Επί παραδείγματι, Κύπρος και Αίγυπτος έχουν υπογράψει συμφωνία για συνεκμετάλλευση κοιτασμάτων που μπορεί να βρεθούν στην περιοχή εκατέρωθεν του ορίου των ΑΟΖ των δύο κρατών.
Η Τουρκία δεν πτοήθηκε από την ελληνική άρνηση. Χαρακτήρισε τη συνεκμετάλλευση ευθύδικη λύση (equitable solution), παρότι ήταν απαλλαγμένη από αναφορές στο διεθνές δίκαιο. Ακολούθως, προέβαλε την πρότασή της ως πρακτική, ρεαλιστική και ανταποκρινόμενη στις μοναδικές –κατά τη γνώμη της– γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (σε ήσσονος σημασίας διαμάχες που δεν διακυβεύονται συμφέροντά τους, οι μεγάλες δυνάμεις αρέσκονται σε πρακτικές και ρεαλιστικές λύσεις που δείχνουν –πάντα– την ηγετική στόφα εκείνων που τις αποδέχονται…). Ο τελευταίος Τούρκος ηγέτης που αναφέρθηκε επισήμως σε συνεκμετάλλευση ήταν ο Τουργκούτ Οζάλ το 1988. Έκτοτε το θέμα παρέμεινε εν υπνώσει, όπως τόσα και τόσα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Στις αρχές του 2000 το τουρκικό ενδιαφέρον για υδρογονάνθρακες μετατοπίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο. Τον Απρίλιο του 2012 η Τουρκία διεκδίκησε επισήμως όλη την περιοχή δυτικά της Κύπρου έως και νότια της Ρόδου (από τον 28ο έως τον 32ο μεσημβρινό). Κατά πάγια τουρκική πρακτική, η διεκδίκηση πήρε τη μορφή εκχωρήσεως όλης αυτής της περιοχής στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου, ΤΡΑΟ. Ακολούθως, τον Μάρτιο του 2013 ο Ερντογάν στο τέλος ακόμη μιας ελληνοτουρκικής συναντήσεως ανέφερε τη φράση «καζάν-καζάν». Είναι η τουρκική μετάφραση του αμερικανικού όρου «win-win» που χρησιμοποιείται στο παίγνιο αμοιβαίου οφέλους. Στόχος είναι μέσα από μια διαπραγμάτευση να βγουν ωφελημένα και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Ο Ερντογάν με τη φράση του επανέφερε τη συνεκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας. Δεν περιοριζόταν, όμως, πλέον στο Αιγαίο, όπου είναι άγνωστη η ύπαρξη σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων. Τον ενδιέφερε πρωτίστως η Ανατολική Μεσόγειος, όπου αποδεδειγμένα υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Το μήνυμα Ερντογάν είναι απλό και συγκεκριμένο: Οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις Ελλάδος – Τουρκίας δεν θα επιτρέψουν σε κανένα από τα δύο κράτη να προχωρήσει σε εκμετάλλευση. Αντί να τρωγόμαστε, μπορούμε να τα συνεκμεταλλευθούμε (ή συνδιαχειριστούμε). Φυσικά, εάν υπάρξει συνεκμετάλλευση τέτοιου τύπου, περιττεύει και η οριοθέτηση. Εκεί εντάσσεται και το μήνυμα περί «καζάν-καζάν». Κατά τη γνώμη του Ερντογάν, σε μια τέτοια περίπτωση και οι δύο χώρες θα βρεθούν κερδισμένες.
Η πρόταση Ερντογάν εξηγεί πλήρως και τις ακρότητες που διακινούν οι Τούρκοι τους τελευταίους μήνες υπό τον τίτλο «γαλάζια πατρίδα». Πρόκειται για μια τεράστια περιοχή που καλύπτει το ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, εκτός από την υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας, η ΑΟΖ ολόκληρης της Κύπρου και οι υφαλοκρηπίδες Καστελλόριζου, Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου και του ανατολικού τμήματος της Κρήτης. Σε πολλές από αυτές τις περιοχές οι τουρκικές διεκδικήσεις είναι εντελώς παράλογες από πλευράς διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία ούτε γειτνιάζει με αυτές τις περιοχές ούτε έχει θαλάσσιο μέτωπο. Τις αναφέρει, όμως, επειδή κυνηγά τη συνεκμετάλλευση/συνδιαχείριση.
Το ενδιαφέρον είναι ότι εξαιρεί από την πρότασή της όσες περιοχές διεκδίκησε τον Απρίλιο του 2012 (28ος έως 32ος μεσημβρινός). Επί παραδείγματι, δεν συζητεί για συνεκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας της Ανατολίας ή έστω του Καστελλόριζου. Θεωρεί τις συγκεκριμένες περιοχές δικές της. Ζητεί συνεκμετάλλευση για τις περιοχές νοτίως της Κύπρου ή της Κρήτης. Είναι προφανές ότι η τουρκική πρόταση αρμόζει σε χώρες μειωμένης κυριαρχίας. Επειδή πιθανόν κάποιοι ξένοι να μας πιέσουν –στο πλαίσιο του «ρεαλισμού»– να εξετάσουμε παρόμοιες προτάσεις, αξίζει να θυμηθούμε τις προϋποθέσεις που είχαμε θέσει το 1976.
ΑΓΓΕΛΟΣ Μ. ΣΥΡΙΓΟΣ*
* Ο μεσσηνιακής καταγωγής Άγγελος Μ. Συρίγος είναι βουλευτής Α΄ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο και το άρθρο δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή”.