Κάθε ορειβατική εξόρμηση ξεκινά από τη στιγμή που θα μαζευτούμε στα γραφεία του Συλλόγου. Έτσι και το μεσημέρι του Σαββάτου, 14 Σεπτεμβρίου, δεκαεννέα άτομα φορτώσαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για το όρος «Χαλασμένο». Από περιγραφές είχα ακούσει ότι είναι ένα από τα πιο όμορφα, άγρια και απαιτητικά βουνά του Ταϋγέτου. Στο δρόμο προς τον Κάμπο είδαμε στα αριστερά μας την κορυφή. Λευκή και επιβλητική, μας προκαλούσε να την κατακτήσουμε.
Μετά τρεις ώρες πορείας φτάσαμε στον «Μπάρμπα-Λια», το καταφύγιο του Συλλόγου στο δάσος της Βασιλικής. Άλλοι έστησαν τις σκηνές τους, άλλοι έστρωσαν τα κρεβάτια και όλοι πιαστήκαμε σε δουλειές για να τακτοποιηθεί ο χώρος και να μαγειρευτεί νόστιμος τραχανάς. Έπρεπε να κοιμηθούμε νωρίς, για να αναχωρήσουμε στις 2.30 τη νύχτα.
Πράγματι, την καθορισμένη ώρα ανάψαμε τους φακούς κεφαλής και ξεκινήσαμε με τη συντροφιά από το ολόγιομο φεγγάρι. Μέσα από συνεχείς υψομετρικές εναλλαγές, το στενό μονοπάτι περνούσε από πυκνό δάσος με έλατα και πεύκα. Σε μια στιγμή στα δεξιά μας ο φακός φώτισε κάτι χαρακτηριστικά μικρά καπελάκια. Το δώρο της φύσης για εμάς ήταν μερικά άγρια μανιτάρια (Αγαρικό το Μεγαλοπρεπές ή πρίγκιπας) που ο έμπειρος μανιταροσυλλέκτης Γιάννης έσπευσε να μαζέψει.
Όταν φτάσαμε στην τελευταία ανάβαση, «πριν από την τελευταία ανάβαση» (όπως χαρακτηριστικά έλεγε ένας ορειβάτης – inside joke), το δάσος έδωσε τη σκυτάλη του σε ένα άγριο τοπίο γεμάτο ανοιχτόχρωμες πλάκες, σαν να τις είχανε ετοιμάσει χιλιάδες πελεκητές για να στρώσουν ένα απέραντο καλντερίμι και άφησαν τη δουλειά στη μέση.
Ο αέρας λυσσομανούσε τόσο πολύ, που χρειάστηκε κάποιες στιγμές να κρατάμε κόντρα το σώμα μας για να μη μας παρασύρει. Συγκεντρωθήκαμε σε ένα απάγκιο στα ριζά του βουνού για να πάρουμε μια ανάσα. Η πορεία προς την κορυφή απαιτούσε τη χρήση και των χεριών. Ευτυχώς για εμένα που πήγα πρώτη φορά, ο Γιάννης, που είναι καθηγητής στην Καλαμάτα, ήταν και ο καθοδηγητής μου στο βουνό. Με μεγάλη υπομονή μού έδειχνε τα πατήματα και τις λαβές για να αναρριχηθώ με ασφάλεια.
Μετά πέντε ώρες πορείας φτάσαμε στην κορυφή σε ύψος 2.204 μέτρα. Καθώς ξημέρωνε, η θέα έκοβε την ανάσα. Οι ακτίνες του ηλίου και η κορυφή του Προφήτη Ηλία σε πλήρη αρμονία με την κορυφή του Χαλασμένου δημιουργούσαν σκιά σε σχήμα τέλειας πυραμίδας στη θάλασσα του Μεσσηνιακού Κόλπου προς την Καρδαμύλη, πέρα από το φαράγγι του Ριντόμου. Τα βουνά της Λακωνίας και το πλούσιο δάσος συμπλήρωναν το τοπίο.
Μετά τις καθιερωμένες φωτογραφίες και την κατάβαση από το Χαλασμένο, η ομάδα χωρίστηκε στα δύο. Οι «Υπερορειβάτες» πέρασαν το διάσελο, πήγαν στις Πόρτες και ανέβηκαν στα 2.407 μέτρα. Μάλλον ο Προφήτης Ηλίας τούς καλούσε να χτυπήσουν την καμπάνα από το εκκλησάκι του, για να ακουστεί στα πέρατα της Πελοποννήσου. Οι υπόλοιποι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, πιο χαλαρά αυτή τη φορά, μαζέψαμε ρίγανη και πεισμώσαμε να βρούμε και εμείς μανιτάρια για να εμπλουτίσουμε το τραπέζι. Και ναι, μαζέψαμε τρία μανιτάρια που δεν ξέραμε, όμως, αν είναι εδώδιμα.
Στην τελευταία πηγή η ομάδα ενώθηκε και πάλι, και χαλαρώσαμε ακούγοντας τη μουσική της φλογέρας.
Κατά την τελευταία κατάβαση, πεζοπορήσαμε με συνοδεία μουσικής, καθώς ο Δημητρός με μοναδική δεξιότητα μπορούσε να παίζει το μαγικό αυλό του, ενώ προχωρούσε στο δάσος! Μετά δώδεκα ώρες εξόρμηση, επιστρέψαμε στο καταφύγιο. Τα μανιτάρια μας αποδείχτηκαν ότι είναι της κατηγορίας Βολίτης ο Βασιλικός. Με μανιτάρια με ονομασίες από πρίγκιπες και βασιλιάδες το γεύμα μας αποδείχτηκε τελικά… αρχοντικό. Στις εννέα το βράδυ επιστρέψαμε στην Καλαμάτα, αποκαμωμένοι, αλλά περήφανοι που είχαμε την ευλογία να ζήσουμε και αυτή την αξέχαστη περιπέτεια.
Της Ιωάννας Καραμήτρη
Μέλους ΕΟΣ Καλαμάτας