Είθισται, εδώ και δεκαετίες, οι βάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ να αποτελούν πρώτη είδηση, να τους αφιερώνονται πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικός χρόνος. Συγκρίσεις, στατιστικά, παράδοξα, «πρωτιές», δίνουν τροφή στην ειδησεογραφία για αρκετές μέρες. Μια ακόμα ελληνική πρωτοτυπία όλη αυτή η συζήτηση, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου να καθίστανται κεντρικό θέμα στο δημόσιο λόγο οι εξετάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια.
Όλος αυτός ο μιντιακός παροξυσμός των τελευταίων δεκαετιών γύρω από τις Πανελλήνιες είναι τελείως μάταιος, θρέφει έναν άρρωστο ανταγωνισμό και επιδιώκει να αναπαραγάγει την εποχή που η εισαγωγή σε μια Σχολή εξασφάλιζε το μέλλον ή άλλαζε το κοινωνικό στάτους μιας οικογένειας. Στην εποχή μας, που ακόμα και Ιατρική να σπουδάσει κάποιος, δεν ξέρει αν θα βρει δουλειά και πότε, όλα αυτά φαντάζουν τελείως επιφανειακά, εκτός πραγματικότητας και εντάσσονται στις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού μικροαστισμού. Από την άλλη, μέσω όλης αυτής της υπερβολής συντηρείται ένα ολόκληρο σύστημα παραπαιδείας, το οποίο, βεβαίως, υποκαθιστά το Λύκειο, αλλά και αντιπροσωπεύει μια τεράστια αγορά.
Έχω την αίσθηση ότι όλη αυτή η υστερία άνθισε την εποχή της “ευμάρειας”, μετά το ’80. Νωρίτερα δεν υπήρχε αυτός ο πανικός, γιατί απλούστατα οι γονείς δεν ήξεραν. Η επιλογή ήταν ως επί το πλείστον ατομική υπόθεση των εφήβων. Δε μιλάω, βέβαια, για το μικρό ποσοστό μορφωμένων γονιών ή για την αστική τάξη. Μιλάω για την πλειοψηφία της κοινωνίας και για όλα εκείνα τα παιδιά τα γεννημένα από το τέλος του Εμφυλίου ως τα πρώτα χρόνια του ’60, για τα οποία οι σπουδές ήταν κάτι παραπάνω από εξειδίκευση και επαγγελματική αποκατάσταση. Τότε που αυξήθηκε γεωμετρικά το ποσοστό των νέων που σπούδαζαν. Ξεκινούσαν από χωριά και επαρχιακές πόλεις με το όνειρο μιας άλλης ζωής. Οι γονείς τις περισσότερες φορές αγνοούσαν ακόμα και τι ακριβώς θα σπούδαζαν τα παιδιά τους, δεν ήξεραν καν γιατί ξενυχτούσαν στο διάβασμα, φοβούνταν ότι «θα χάλαγαν τα μάτια τους» και τα μάλωναν που «έκαιγαν τζάμπα ρεύμα». Έτσι αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια ανακάλυπταν μαζί με τις σπουδές κάτι ουσιαστικότερο: την ελευθερία, μια μεγάλη πόλη, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τα βιβλιοπωλεία, τη μουσική, τα ξενύχτια, τις διακοπές με μια σκηνή κι ένα καρπούζι στα νησιά, τη συγκατοίκηση και τη συμβίωση, μια άλλη προοπτική ζωής εν τέλει, διαφορετική από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Έκαναν άλμα κυριολεκτικά, και όχι μόνο μορφωτικό, σε σχέση με τους γονείς τους, με τους οποίους είχαν μεν συναισθηματική σύνδεση, αλλά δεν προσδοκούσαν την κατανόησή τους.
Ήταν η εποχή που δεν αρκούσε κάποιος να είναι καλός φοιτητής για να κερδίσει την εκτίμηση, αν δεν είχε κατέβει έστω μια φορά στο υπόγειο του Κουν, ό,τι και αν σπούδαζε. Αυτή ήταν και η τελευταία, δυστυχώς, γενιά φοιτητών και φοιτητριών που διάβαζε και παρακολουθούσε τόσο πολύ και πράγματα πέραν της Σχολής.
Με τα χρόνια όλο αυτή η επιθυμία πολύπλευρης γνώσης έφθινε σταδιακά, έγινε εξαίρεση και φτάσαμε στις μέρες των πλήρως εξειδικευμένων, πλην όμως απαίδευτων επιστημόνων….
Τελευταία και διαχρονική παρατήρηση: κανένα παιδί στα 18 δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει. Βλέπω κάθε χρόνο τους «πρώτους και τις πρώτες», σαν τέλεια μικρομέγαλα να παπαγαλίζουν με ικανοποίηση έτοιμες φράσεις περί “οργανωμένου διαβάσματος και μεθόδου” και νιώθω μια μικρή μελαγχολία. Γιατί η ζωή είναι πολύ πιο πλούσια από τις ειδήσεις των 8.00. Κι από τα 18 μέχρι όποτε, μπορεί κανείς να κάνει εκατό σπουδές, ν’ αλλάξει εκατό ζωές και γνώμες… Μπορεί ένα παιδί να αντικρίσει στα 18 του με ορθάνοιχτα μάτια τον κόσμο; Να μάθει; Να πλανηθεί σε «εμπορία φοινικικά»; Να δει «πολλών ανθρώπων άστεα» και να μάθει τον νου τους; Αυτό είναι το πιο σημαντικό… Να μην κλειστούν παιδιά στα δεκαοχτώ τους στα δικά μας στερεότυπα και στις ματαιωμένες προσδοκίες μας, να μη βουλιάξουν σε προσχεδιασμένες, «ασάλευτες ζωές»…
Της Β. Δραγάτση
Η Β. Δραγάτση είναι καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης