Παράθυρο για μεγάλες αποζημιώσεις από απαλλοτριώσεις από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο

Παράθυρο για μεγάλες  αποζημιώσεις από απαλλοτριώσεις από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο

Μια σημαντική απόφαση που έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα στον τρόπο αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων ιδιωτών από το Δημόσιο εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, χαράσσοντας συγκεκριμένα όρια ώστε η, κατά κανόνα, πολύχρονη αυτή διαδικασία να μη συνιστά προσβολή του δικαιώματός ιδιοκτησίας των πολιτών.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου πριν από λίγες ημέρες, σύμφωνα με ρεπορτάζ στα ΝΕΑ, έκανε δεκτή την προσφυγή ιδιοκτήτη και καταδίκασε την Ελλάδα, κρίνοντας ότι η αποζημίωση στο πλαίσιο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, χωρίς την καταβολή ενός εύλογου ποσού αναλογικού προς την αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, ισοδυναμεί με στέρηση της ιδιοκτησίας και αποτελεί κατά κανόνα υπερβολική προσβολή του δικαιώματος της ειρηνικής απόλαυσής της.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), η αποζημίωση θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού, οπότε ερευνάται η ουσία της υπόθεσης, και όχι να δίνεται με βάση την τιμή που ίσχυε κατά το χρόνο που εκφωνήθηκε η υπόθεση. Συνεπώς κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκη ο χρόνος της πρώτης συζήτησης, αλλά εκείνος που βρίσκεται πιο κοντά στο χρόνο της καταβολής της αποζημίωσης.
Η απόφαση αυτή αφορά χιλιάδες ιδιοκτήτες που βρίσκονται στην αντίστοιχη θέση με τον προσφεύγοντα. Σύμφωνα με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλη Χειρδάρη, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο «ουσιαστικά ήρθε να αποκαταστήσει μια αδικία υπέρ των πολιτών».
Όπως εξηγεί, οι υποθέσεις των απαλλοτριώσεων, κατά μέσο όρο από την πρώτη φορά που εισάγονται για συζήτηση στο δικαστήριο, αναβάλλονται για ύστερα από δύο και τρία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά τα δικαστήρια υπολογίζουν την τιμή με βάση την αρχική δικάσιμο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι πολίτες να βγαίνουν συνήθως χαμένοι και κερδισμένο να βγαίνει το κράτος.
Στην προκειμένη περίπτωση το ακίνητο του προσφεύγοντος που απαλλοτριώθηκε περιελάμβανε ένα οικόπεδο 2.033 τ.μ., που ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου, έκτασης 2.991 τ.μ. Στο μέρος του οικοπέδου που δεν απαλλοτριώθηκε υπήρχε μια μονοκατοικία την οποία ο προσφεύγων χρησιμοποίησε ως κατοικία, με εμβαδόν 101,60 τ.μ.
Η δικαστική διαδικασία, κατά τα προβλεπόμενα από το νόμο, είχε αρχικά προγραμματιστεί να εξεταστεί στις 4 Ιουνίου 2004 αλλά αναβλήθηκε. Η υπόθεση συζητήθηκε στο Πρωτοδικείο τον Οκτώβριο του 2004 και το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης. Η τελική απόφαση όμως του δικαστηρίου, ύστερα από αλλεπάλληλες αναβολές, λόγω του ότι δεν ήταν έτοιμη η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε τελικά το 2009. Και τότε ορίστηκε ως βάση η τιμή μονάδας που ίσχυε στο ξεκίνημα της δικαστικής διαδρομής και όχι κατά το χρόνο συζήτησης. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου διεκδικώντας μεγαλύτερη αποζημίωση εξάντλησε τα ένδικα μέσα της εσωτερικής έννομης τάξης. Και προτού απευθυνθεί στο Δικαστήριο του Στρασβούργου προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, χάνοντας όμως τη «μάχη» και ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σκεπτικό της απόφασης του ΕΔΔΑ διευκρινίζεται πως δεν είναι καθήκον του να υποκαθιστά τις εθνικές αρχές για τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της αποζημίωσης που θα έπρεπε να λάβει ο προσφεύγων λόγω των διακυμάνσεων στην αγορά ακινήτων, του πληθωρισμού ή άλλων παραγόντων. Εντούτοις, δεδομένου ότι έχουν παρέλθει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από τότε που ορίστηκε η τιμή μονάδας, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι εθνικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν καταστήσει την αποζημίωση πλέον ανάλογη με την αξία του ακινήτου.
Επομένως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι ο προσφεύγων επιβαρύνθηκε υπερβολικά και ατομικά, γεγονός το οποίο διατάραξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος και αφετέρου της προστασίας του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση του προσφεύγοντος η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική και, ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε και παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία προβλέπει ότι κάθε υπόθεση πρέπει να δικάζεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι με βάση την απόφαση αυτή του Δικαστηρίου του Στρασβούργου το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα μέσα σε τρεις μήνες 35.000 ευρώ ως αποζημίωση, 4.000 ευρώ για την ηθική βλάβη και 1.200 ευρώ για τα έξοδα και τις δαπάνες του.