Πόσο σημαντική είναι η προέλευση του ελαιολάδου;


Έρευνα του Πανεπιστημίου Federico II της Νάπολης, των Teresa Del Giudise, Carla Cavallo, Francesco Caracciolo και Gianni Cicia, που δημοσιεύτηκε το 2015, προσπάθησε να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του ελαιολάδου τα οποία λαμβάνουν υπόψη τους οι καταναλωτές κατά την αγορά του προϊόντος.
Οι ερευνητές συνδύασαν τα αποτελέσματα από τις 78 μελέτες που πραγματοποιήθηκαν την εικοσαετία 1994-2014 σχετικά με τα κριτήρια επιλογής ελαιολάδου των καταναλωτών, εκ των οποίων το 73% αφορούσε στους καταναλωτές των χωρών της Μεσογείου.
Στη διάρκεια των είκοσι ετών, σταθερή αξία και πρωταρχικής σημασίας στην επιλογή των καταναλωτών είναι ο παράγοντας της γεωγραφικής προέλευσης του ελαιολάδου, η οποία αποδεικνύεται από εξωγενή χαρακτηριστικά όπως είναι οι πιστοποιήσεις, η ιχνηλασιμότητα και η αναγνωρισιμότητα της ετικέτας.
Οι περισσότερες από τις μελέτες φαίνεται να συμφωνούν σε δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι πως η γεωγραφική προέλευση είναι συνώνυμο του τοπικού προϊόντος. Κανένα άλλο χαρακτηριστικό του ελαιολάδου δεν μπορεί να πείσει τους καταναλωτές για την ποιοτική του αξία όπως η περιοχή προέλευσής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας είναι η θετική καταναλωτική αντίληψη που έχουμε για το ελαιόλαδο από την Κρήτη και την Καλαμάτα. Συχνά βλέπουμε σε εμπορικές ετικέτες την αναγραφή «ελαιόλαδο από την Κρήτη» ή «από την Καλαμάτα». Και η εμπειρία του εργαστηρίου μάς έχει δείξει πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάμψεις την «αντίσταση» των καταναλωτών της Μεσσηνίας να αποδεχθούν ελαιόλαδο άλλων ποικιλιών εκτός της Κορωνέικης.
Από τις πληροφορίες που μας δίνει η ιχνηλασιμότητα για τα στάδια παραγωγής, επεξεργασίας, τυποποίησης και διανομής, εκείνη που ενδιαφέρει κυρίως και επηρεάζει τους καταναλωτές είναι η προέλευση του ελαιοκάρπου.
Το δεύτερο συμπέρασμα που εξάγεται από τη βιβλιογραφική έρευνα είναι πως οι πιστοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης των Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) δεν έχουν έως σήμερα αναδειχτεί ως ισχυρά στοιχεία διαφοροποίησης και προστασίας της ποιότητας του ελαιολάδου. Οι καταναλωτές αξιολογούν ως πιο αξιόπιστες τις πιστοποιήσεις εκείνες που συνδέονται με συγκεκριμένες περιοχές παραγωγής. Η σύνδεση της Καλαμάτας ή της Κρήτης με το ελαιόλαδο είναι πάλι ένδειξη αυτού.
Η αλήθεια είναι ότι το κατά πόσο ένα ελληνικό ΠΟΠ δίνει στοιχεία ποιοτικής διαφοροποίησης στο ελαιόλαδο είναι αμφισβητούμενο. Για παράδειγμα, οι προδιαγραφές του ΠΟΠ «Καλαμάτα», άγνωστες στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, θέτουν όρια στις εντάσεις των θετικών χαρακτηριστικών του φρουτώδους από 3 έως 5, του πικρού από 2 έως 3, και του πικάντικου από 2 έως 4 στην οργανοληπτική κλίμακα 0-10. Ουσιαστικά, το ΠΟΠ «Καλαμάτα» περισσότερο εκφράζει το μέσο όρο μιας μεσσηνιακής Κορωνέικης παρά ένα ελαιόλαδο υψηλής γαστρονομικής αξίας. Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές οργανοληπτικής ανάλυσης εξαιρούν τα περισσότερα ελαιόλαδα πρώιμης συγκομιδής στη Μεσσηνία, καθώς αυτά έχουν πιο έντονα χαρακτηριστικά, που είναι και το ζητούμενο εξάλλου.
Είναι, λοιπόν, απολύτως κατανοητή η αγωνία των παραγωγών και των εταιρειών της Μεσσηνίας μήπως η Ομάδα Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας δώσει τιμές υψηλότερες από τις προδιαγραφές, κυρίως στο πικρό, και δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το προϊόν τους ως ΠΟΠ «Καλαμάτα».
 
*Κείμενο: Δρ Βασίλης Δημόπουλος και Άννα Μηλιώνη από το Εργαστήριο Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας
*Δημοσιεύτηκε στον ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΟ της «Καθημερινής»