Με αφορμή τα έντονα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ημερών στη Μεσσηνία υπάρχει ένας διάλογος, για τον τρόπο που θα πρέπει να γίνεται ο καθαρισμός των ρεμάτων.
Σύμφωνα με οικολογικούς φορείς υπάρχει σαφής διαφωνία με τον τρόπο διεξαγωγής του καθαρισμού από τη δημοτική ή την περιφερεριακή αρχή.
Η ένστασή τους είναι να μη γίνει ο καθαρισμός των ρεμάτων με μηχανικές μπουλντόζες, γιατί γδέρνουν την κοίτη και ξεριζώνουν όλο το φυτικό κομμάτι και την υδρόβια ζωή. Θεωρούν ότι αυτό είναι αντι – οικολογικό και πρέπει να γίνεται ο καθαρισμός χειρωνακτικά. Να καθαριστούν μέσα στην κοίτη δηλαδή με τα χέρια ό,τι είναι ελαφρύ, σακούλες, ξερά κλαδιά κτλ και τα βαριά αντικείμενα μπορούν να καθαριστούν με μικρότερα μηχανήματα.
Επιπλέον, επισημαίνουν την επανάληψη φαινομένων καταστροφής της βιοποικιλότητας των ρεμάτων, όπως είχαν σημειωθεί και παλαιότερα κατά τη διάρκεια καθαρισμών. Όπως σημειώνουν, σε ρέματα, που έχουν χαρακτηριστεί μεγάλου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, δεν επιτρέπεται να μπει εκσκαφέας. Ειδικά για τα ορεινά ρέματα είναι επικίνδυνο να ισοπεδώνεις την κοίτη, γιατί εξαφανίζεις τους μαιανδρισμούς, που ανακόπτουν την ταχύτητα που κατεβαίνει το νερό στα πεδινά και αποφεύγεις τις πλημμύρες.
Βέβαια, ο αντίλογος είναι ότι δεν μπορούν να καθαριστούν χειρωνακτικά τα ρέματα γιατί είναι τεράστιοι οι όγκοι φερτών υλικών και είναι αδύνατο να τα μεταφέρει άνθρωπος.
Ανάγκη συνολικής επίλυσης
Ο καθαρισμός της κοίτης σε συγκεκριμένα σημεία είναι το πρωταρχικό και επείγον βήμα, δεν είναι όμως το θεμελιώδες ζήτημα στη διαχείριση των ρεμάτων, όπως σημειώνει ο Βαγγέλης Πισσίας, καθηγητής διαχείρισης υδάτινων πόρων στο ΤΕΙ Αθήνας.
«Πρέπει να εστιάσουμε στη λεκάνη απορροής, από εκεί δηλαδή που τροφοδοτούνται τα ρέματα με νερό, για να θέσουμε υπό κάποιο έλεγχο τις πλημμύρες. Ξεκινώντας από ψηλά, από τον υδροκρίτη, θα πρέπει να κάνουμε παρεμβάσεις με κατάλληλα, μικρά και φτηνά κατά το δυνατόν, έργα ανάσχεσης της πλημμυρικής απορροής για να επιβραδύνουμε την ταχύτητα του πλημμυρικού κύματος και το χρόνο συρροής, δηλαδή να διαχειριστούμε το πόσο νερό φτάνει στην κοίτη των ρεμάτων και πότε, με ποια ταχύτητα φτάνει στην εκβολή, ώστε να μην έχουμε διάβρωση του εδάφους, που είναι πολύτιμο λόγω της γονιμότητάς του. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει σχεδιασμός και να υπάρξει συνεργασία, ενημέρωση των πολιτών και κινητοποίησή τους, ώστε να συνδυαστεί η γνώση με τη θέληση και να αντιμετωπιστεί από κοινού αυτό το ζήτημα».
Ταυτόχρονα, επισημαίνει πως η χρήση μηχανημάτων δεν είναι πάντα απορριπτέα, ιδιαίτερα την κρίσιμη, αποτρεπτική στιγμή, ούτε η χειρωνακτική μέθοδος είναι πάντα οικολογική, αν ο καθαρισμός γίνεται χωρίς γνώση των γεωλογικών, γεωμορφολογικών παραμέτρων και προπαντός των χαρακτηριστικών της βλάστησης.
«Η διάβρωση του εδάφους κάνει πολλές φορές μεγαλύτερο κακό από μια μπουλντόζα που θα χρειαστεί να μπει αποτρεπτικά σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι του ρέματος. Για να λυθεί το ζήτημα δεν αρκεί ο αφορισμός της μπουλντόζας, αλλά ο αφορισμός της κρατικής, αυτοδιοικητικής και κοινωνικής απάθειας. Για να σωθεί η βιοποικιλότητα των ρεμάτων, η παρόχθια βλάστηση και οι μικροβιότοποι στις εκβολές των μικρών ρεμάτων, πρέπει να αντιμετωπίσουμε συνολικά το ζήτημα, να γίνουν ήπιες αναβαθμίδες και κατάλληλες ανθρώπινες μικρο – παρεμβάσεις».
Τέλος, επικρίνει την καθυστέρηση του κράτους και της περιφέρειας στο ζήτημα, καθώς η κινητοποίηση για τη διαχείριση και τον καθαρισμό των ρεμάτων θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει από τους καλοκαιρινούς μήνες και όχι την περίοδο που ξεσπάνε οι φθινοπωρινές καταιγίδες και έπονται οι μεγάλες βροχοπτώσεις.