«Η Κομισιόν δεν έχει αρμοδιότητα να κάνει συστάσεις στους καταναλωτές για την κατανάλωση τροφίμων αυτό είναι ευθύνη των κρατών μελών», δήλωσε ο κ. Β. Μαθιουδάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑγροΤύπου και του Σταύρου Παϊσιάδη, στο workshop για τους ισχυρισμούς υγείας και τα παραδοσιακά προϊόντα, στην εκδήλωση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ).
Ωστόσο την ίδια στιγμή η Κομισιόν δίνει εκατομμύρια ευρώ για την προστασία του περιβάλλοντος και την μείωση του αποτυπώματος άνθρακα. Όπως όμως δήλωσε στο ίδιο πάνελ η κ. Α. Τριχοπούλου, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας, όλα τα μεσογειακά προϊόντα έχουν χαμηλό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα.
Άρα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα σε Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη δεν αφήνουν να επιβληθεί η μεσογειακή διατροφή στην ΕΕ, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεγάλη τόνωση της οικονομίας των χωρών του νότου και των αγροτών της Μεσογείου (κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί με τις φιάλες μιας χρήσης ελαιολάδου στην εστίαση που αν και στην αρχή πήγε να το επιβάλλει σε όλη την ΕΕ ο τότε Επίτροπος Γεωργίας αλλά στη συνέχεια το πήρε πίσω μετά από πιέσεις).
Μιλώντας ο κ. Β. Μαθιουδάκης, τ. Τμηματάρχης της ΕΕ στη νομοθεσία Τροφίμων και νυν Σύμβουλος Νομοθεσίας Τροφίμων και Διατροφής, στην εκδήλωση του ΣΕΒΤ και της Ελληνικής Τεχνολογικής Πλατφόρμας, που έγινε στην Αίγλη Ζαππείου, την περασμένη Πέμπτη (5/12/2019), αναφέρθηκε στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για τους ισχυρισμούς υγείας στα τρόφιμα (1924/2006), που είχε όπως ανέφερε τους εξής στόχους: Προστασία του καταναλωτή, δίκαιες εμπορικές πρακικές, ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων στην ΕΕ.
Οι σχετικές εγκρίσεις (3 έχουν γίνει για το ελαιόλαδο) γίνονται από την Κομισιόν μετά από διαβούλευση με την EFSA (Ασφάλεια Τροφίμων της ΕΕ). Ωστόσο παραδέχτηκε ότι για να λειτουργήσουν οι ισχυρισμοί υγείας πρέπει να τραβήξουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών.
Εθνική στρατηγική και ανάγκη ιχνηλασιμότητας
Πάντως και η Ελλάδα δεν έχει κάνει πολλά για την προώθηση της μεσογειακής διατροφής. Όπως τόνισε η κ. Τριχοπούλου, χρειάζεται να υπάρξει μια εθνική στρατηγική και όχι να λειτουργούμε αποσπασματικά. Για να βάζουμε στόχους πρέπει να συμφωνούμε σε κάποια βασικά θέματα. Τι σημαίνει ένα παραδοσιακό προϊόν; Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να γνωρίζουμε την σύστασή του, τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής και μεταποίησης. Υπάρχει έλλειμμα ενημέρωσης των καταναλωτών για αυτά τα θέματα.
Επίσης στο βωμό του κέρδους καταστρέφουμε το ελληνικό μέλι με εισαγωγές φτηνού βουλγάρικου μελιού το οποίο αναμειγνύουμε και το πουλάμε σαν ελληνικό. Το ίδιο γίνεται και στις επιτραπέζιες ελιές που εισάγονται από Αίγυπτο (τις οποίες της μεταποιούν με καυστικό νάτριο) και τις πουλούν στην χώρα μας σαν ελληνικές. «Βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας», δήλωσε στον ΑγροΤύπο.
Μέλι
«Δεν υπάρχουν ακόμη μελέτες για ισχυρισμούς υγείας στο μέλι», ανέφερε ο κ. Γ. Πίττας, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Μελιού και Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης. «Θα πρέπει όμως το μέλι να μην κατηγορείται ότι είναι ένα προϊόν με υψηλές θερμίδες», πρόσθεσε.
Μιλώντας στον ΑγροΤύπο ανέφερε την προσπάθεια που υπήρξε στο παρελθόν (επί Υπουργού Υγείας κ. Αβραμόπουλου) να προμηθεύεται ο ελληνικός στρατός και τα νοσοκομεία της χώρας με ελληνικό μέλι, κάτι που δεν έγινε τελικά εφικτό, αφού οι κυβερνώντες στην χώρα μας αποφάσισαν να αγοράζουν το πιο φτηνό μέλι, που είναι αυτό της Βουλγαρίας.
Ελαιόλαδο
Ένα φυσικό χυμό χαρακτήρισε το ελαιόλαδο ο κ. Γ. Οικονόμου, Διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ. Ωστόσο πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν ακόμη έρευνες που να τεκμηριώνουν την ανωτερότητα του ελληνικού ελαιολάδου. «Αυτό που λέμε είναι ότι το 80% της ελληνικής παραγωγής ανήκει στην κατηγορία του έξτρα παρθένου, ενώ στους ανταγωνιστές μας το ποσοστό αυτό είναι μειωμένο», τόνισε.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στον τρόπο διακίνησης του ελαιολάδου, που συνεχίζει να πουλιέται κυρίως χύμα και ανώνυμα στους Ιταλούς και στην εγχώρια αγορά. Επίσης τόνισε ότι το μέτρο της φιάλης μιας χρήσης στην εστίαση ατόνησε στην χώρα μας (δεν μπήκε το επώνυμο προϊόν στο τραπέζι).
Χρειάζεται μια εθνική στρατηγική στο ελαιόλαδο στο μέλι και στο κρασί
Και πρόσθεσε: «Ζητάμε από την πολιτεία να μην συνεχίσει να βάζει αντικίνητρα και οι διεπαγγελματικές να αναλάβουν την προώθηση του προϊόντος. Χρειάζεται ενημέρωση των καταναλωτών». H σχετική ανακοίνωση του ΣΕΒΤ αναφέρει τα εξής:
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων και η Ελληνική Τεχνολογική Πλατφόρμα συνδιοργάνωσαν εκδήλωση με θέμα «Έρευνα και Καινοτομία: Πυλώνες Ανάπτυξης της Ελληνικής Βιομηχανίας Τροφίμων», την Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου 2019, στην Αθήνα. Στόχος ήταν να προβληθεί η σημασία της έρευνας και της καινοτομίας για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων του κλάδου των τροφίμων.
Στην πρώτη ενότητα της εκδήλωσης, ο Πρόεδρος του ΣΕΒΤ, κ. Ε. Καλούσης, αναφέρθηκε στις τάσεις, τις προκλήσεις και τις προοπτικές που αντιμετωπίζει η Βιομηχανία Τροφίμων στην Ελλάδα και την Ευρώπη και στην ανάγκη για συνεργασία και διάλογο ανάμεσα στη Βιομηχανία και την Πανεπιστημιακή & Ερευνητική Κοινότητα, με τη στήριξη της Πολιτείας, όπου χρειάζεται, προς όφελος του κλάδου και της εγχώριας οικονομίας.
Ακολούθησε χαιρετισμός από την Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, κ. Φ. Αραμπατζή, η οποία τόνισε ότι «η στήριξη της βιομηχανίας τροφίμων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα της Κυβέρνησης, στο πλαίσιο της γενικότερης, φιλικής προς το επιχειρείν και τις επενδύσεις, πολιτικής της» και υπογράμμισε: «Στα τρόφιμα όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι επίκεινται τεκτονικές αλλαγές την επόμενη 10ετία. Οι προοπτικές είναι ευοίωνες για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, ενός ισχυρού, δυναμικού, ανταγωνιστικού και εξωστρεφούς κλάδου της ελληνικής μεταποίησης.
Χρειάζεται βεβαίως να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πατρίδας μας, όπως είναι ο μοναδικός θησαυρός της βιοποικιλότητας με 6.700 είδη, εκ των οποίων το 22% υπάρχει μόνο στη χώρα μας και να έχουμε ανοιχτά τα μάτια και κυρίως το μυαλό μας ώστε να προσαρμοζόμαστε στις διαμορφούμενες νέες συνθήκες διεθνώς».
Η ενότητα ολοκληρώθηκε με την ομιλία του καθηγητή κ. Ν. Βέττα, Γενικού Διευθυντή του ΙΟΒΕ, ο οποίος αναφέρθηκε στη θετική συγκυρία αλλά και στις σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία και τον κρίσιμο ρόλο που θα έχει για τις συνολικές προοπτικές ανάπτυξής της η μεταποίηση λόγω και των ισχυρών διασυνδέσεών της με άλλους κλάδους. Τα τρόφιμα και ποτά εμφανίζουν μείωση του εμπορικού ελλείματος κατά 47% από το 2010 έως το 2018 και η περαιτέρω ενίσχυση του κλάδου θα έχει ευνοϊκή επίδραση στο σύνολο του εμπορικού ισοζυγίου και του ΑΕΠ.
Η δεύτερη ενότητα ήταν στοχευμένη στην Έρευνα και την Καινοτομία, πυλώνες ανάπτυξης του κλάδου των τροφίμων, με αναφορές στον ρόλο που μπορεί να παίξει η συνεργασία των επιχειρήσεων με τους ερευνητικούς φορείς και στις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται για την ενίσχυση των ερευνητικών δράσεων και της καινοτομίας στο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Στην ομιλία του, ο Πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Σπ. Κίντζιος, τόνισε την «αναγκαιότητα δημιουργίας νέας μορφής δομών μέσα από τα Δημόσια Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα οι οποίες θα αποτελέσουν αναπτυξιακά εργαλεία τόσο για τα Ιδρύματα όσο και για τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, μέσα από τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου φιλικού προς επενδύσεις έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης από εγχώριες και αλλοδαπές επιχειρήσεις, με τη δημιουργία θερμοκοιτίδας νεοφυών επιχειρήσεων καθώς και μονάδες συμπαραγωγής νέων προϊόντων και πρωτοτύπων».
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία 4 παράλληλα workshops, για σημαντικά θέματα που αφορούν στον κλάδο τροφίμων και συμβάλουν ουσιαστικά στην αναπτυξιακή του πορεία.
Καθ΄’ όλη τη διάρκεια της ημέρας πραγματοποιήθηκαν διμερείς συναντήσεις δικτύωσης εκπροσώπων της Βιομηχανίας Τροφίμων με εκπροσώπους από Πανεπιστημιακά & Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να προβάλουν, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, τις τεχνολογίες που έχουν αναπτύξει και τα ερευνητικά επιτεύγματά τους, με σκοπό να βελτιωθεί η επικοινωνία και η προώθηση των συνεργασιών μεταξύ της Βιομηχανίας και της ερευνητικής κοινότητας.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, αναδείχτηκαν οι στρατηγικές κατευθύνσεις, οι δράσεις και οι συνέργειες που αναπτύσσει η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων, αξιοποιώντας την έρευνα και την καινοτομία και ενεργοποιώντας τις απαραίτητες επενδύσεις, προκειμένου ο κλάδος των τροφίμων να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις εξελίξεις και τις απαιτήσεις σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο.