Το ιστορικό κατάστημα ποιοτικών δερμάτινων παπουτσιών Λαφαζάνος στην οδό Αριστομένους ετοιμάζεται να κλείσει… Παρότι η πρώτη ματιά στις άδειες βιτρίνες μπορεί να παραπέμπει στη θλιβερή κατάσταση των ελληνικών μαγαζιών της οικονομικής κρίσης, με τα αλλεπάλληλα «λουκέτα», η περίπτωση εδώ είναι εντελώς διαφορετική, ιδανική επιχειρηματικά θα μπορούσε να πει κανείς.
Ο κ. Γιάννης Λαφαζάνος ξεπέρασε και το σκόπελο των πιο δύσκολων χρόνων και έφτασε στην ομαλή ολοκλήρωση του επιχειρηματικού του βίου σε αυτόν τον τομέα, με τη συνειδητή απόφαση να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 71 ετών. Περίπου 38 χρόνια αυτόνομα στο επάγγελμα ο ίδιος στην οδό Αριστομένους 15, με την παράδοση της οικογένειας στα υποδήματα να αγγίζει όμως τον αιώνα και τη φίρμα που δημιούργησε ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαφαζάνος, να καταμετρά 85 χρόνια!
Φυσικά, όσο ομαλά κι αν γίνεται το κλείσιμο ενός τέτοιου κύκλου, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από έντονη συγκινησιακή φόρτιση, καθώς, μάλιστα, επιθυμία του Γιάννη Λαφαζάνου ήταν η συνέχιση της οικογενειακής παράδοσης, όμως η κόρη του επέλεξε το δρόμο των γραμμάτων (είναι καθηγήτρια Αγγλικών), όπως είχε κάνει άλλωστε και ο αδελφός του, ο γνωστός πνευμονολόγος Γιώργος Λαφαζάνος.
Μέσω του «Θ», η καθημερινή έκδοση του οποίου είχε, μέσω συνδρομής, τη θέση της από το 1940 στο ιστορικό και μετέπειτα στο νεότερο κατάστημα, ο κ. Ι. Λαφαζάνος αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα αυτής της πορείας, δίνοντας και την «είδηση» ότι ο επόμενος ένοικος της οδού Αριστομένους 15 θα είναι το καφέ-Σπίνος:
«Ένα μεγάλο “ευχαριστώ” από τα βάθη της καρδιάς μου στους πελάτες μας που τόσα χρόνια μας εμπιστεύονταν. Μιλάμε για 85 χρόνια παρουσίας! Τον τελευταίο καιρό διακατέχομαι από έντονη συγκινησιακή φόρτιση που μια φίρμα, η Λαφαζάνος ΛΟΥΞ, φτάνει στο τέρμα της, λόγω συνταξιοδοτήσεως και δεν υπάρχει διάδοχος κατάσταση.
Σε καθημερινή βάση έρχονται και με συναντούν στο μαγαζί αρκετοί, εκδηλώνοντας τη στενοχώρια τους: πού θα ψωνίζουν το καλό ποιοτικό παπούτσι Λαφαζάνος;
Με τα παπούτσια Λαφαζάνος μεγάλωσαν και τώρα που είναι ηλικιωμένοι μάς αφηγούνται ιστορίες με τον πατέρα και τη μητέρα μας, όταν ψώνιζαν παπούτσια.
Στο άκουσμα του κλεισίματος του καταστήματος δέχθηκα τηλεφωνήματα, εκτός από την Αθήνα, από πελάτες μου από Μόναχο, Τορόντο, Σίδνεϋ, Νέα Υόρκη και αλλού. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα και για τον πατέρα μου, τον ιδρυτή της φίρμας Λαφαζάνος Λουξ, η απήχηση σε όλο τον πλανήτη.
Πρέπει να ανθίσει ξανά το καλό ελληνικό παπούτσι, να δοθούν κίνητρα στα ελληνικά εργοστάσια και να μην υπάρχει αυτή η ανεξέλεγκτη εισροή παπουτσιών κακής ποιότητας.
Παρότι είχα μεγάλη ζήτηση και πίεση για ενοικιαστή, επέλεξα τον Σπίνος-καφέ. Ένα ιστορικό όνομα στο εμπόριο, μια συνέχιση στην παράδοση, που σημαίνει ότι συνεχίζεται ένα εμπορικό όνομα στον ίδιο χώρο».
Ι. Λαφαζάνος: «Είμαι ευχαριστημένος από την επαγγελματική μου καριέρα»
Εκτός από το παραπάνω κείμενο, συναντήσαμε τον κ. Γιάννη Λαφαζάνο πριν από λίγες μέρες στο κατάστημά του και μας είπε, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:
«Με δυσκολία σταματάω το επάγγελμα και με μεγάλη συγκίνηση, αλλά οπωσδήποτε πρέπει κι εγώ να ξεκουραστώ. Ήδη έφτασα τα 71… Και ο λόγος που σταματάω την επαγγελματική μου καριέρα είναι ότι πρέπει να κοιτάξω λίγο την υγεία μου, γιατί όταν έχεις το επάγγελμα, δεν την κοιτάζεις όπως πρέπει.
Εγώ έμεινα ευχαριστημένος από την επαγγελματική μου καριέρα. Υπήρχαν και δυσκολίες βεβαίως, ποτέ οι χρονιές δεν ήταν ίδιες, και μπορώ να πω ότι η καλύτερη περίοδος στη δική μου καριέρα ήταν τα χρόνια 1981-1995. Από εκεί και μετά, ήταν λιγάκι πιο δύσκολα τα πράγματα, αλλά εγώ είμαι αυθόρμητος και αισιόδοξος. Δεν το φοβάμαι το επάγγελμα και γι’ αυτό το λόγο μέχρι σήμερα, το 2019, που το σταματώ, πήγαινα καλά.
Την κρίση που άρχισε το 2010 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τη βίωσα με σύνεση, με λιγότερα εμπορεύματα για να μην έχουμε παθητικό –το οποίο είναι το καρκίνωμα των καταστημάτων- και μπορώ να πω ότι άντεξα».
«Το επάγγελμά μας είναι καλό, αρκεί να το προσέχεις και να είσαι γνώστης»
Για το ξεκίνημα και τη «φιλοσοφία» της οικογένειας στο χώρο των υποδημάτων, ο κ. Γιάννης Λαφαζάνος ανέφερε: «Είναι ένα όνομα 85 ετών στο χώρο. Ιδρυτής ήταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ο Λεωνίδας Λαφαζάνος, ο οποίος είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1920 να εργάζεται στο μεγαλύτερο κατάστημα της Καλαμάτας που διατηρούσε ο Ιωάννης Χαλούλος, 50 μέτρα πιο ψηλά, δίπλα στα Public -τεράστιο μαγαζί, από την Αριστομένους έβγαινε μέχρι πίσω στη Νέδοντος. Ο Χαλούλος τον είδε ότι ήταν πολύ καλός, με οξύ πνεύμα και τον έβγαλε στην πώληση. Γύρω στα 10 χρόνια πωλητής ο πατέρας μου, είχε γνωριστεί με όλη τη Μεσσηνία. Όταν άνοιξε μαγαζί, έπιασε πάρα πολύ την περιφέρεια, ενώ και στο δικό μου κατάστημα η σχέση ήταν μπορώ να πω 70-30% σε σχέση με την πόλη της Καλαμάτας. Τα παλιά χρόνια ίσχυε περισσότερο η φιλία, η γνωριμία, και ήξεραν ότι ο Λαφαζάνος έχει πάντα το καλό παπούτσι. Η μητέρα μου, Καλλιρρόη Λαφαζάνου, μια δυναμική γυναίκα με ζωντάνια, ευγένεια και χαμόγελο, ήταν στο πλευρό του και συνετέλεσε τα μέγιστα στην πρόοδο της επιχείρησης από το 1945.
Εγώ συνέχισα την ίδια πορεία στο καλό, στο δερμάτινο και στο ελληνικό παπούτσι. Δεν πήγα στα πρόχειρα και στα συνθετικά παπούτσια. Επειδή η πελατεία, από τότε που άνοιξε του πατέρα μου το κατάστημα, ήταν, μπορώ να πω, η μεσαία τάξη και άνω, έπρεπε κι εγώ να ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή. Και πιστεύω ότι έπραξα ορθώς. Μακάρι να είχα διάδοχο κατάσταση ν’ ακολουθήσει. Γιατί το επάγγελμά μας είναι καλό, αρκεί να το προσέχεις και να είσαι γνώστης. Εγώ ήμουν από μικρό παιδάκι πάνω στο παπούτσι κι όπως καταλαβαίνετε, είμαι αρκετά γνώστης του είδους, του παπουτσιού και των δερματίνων ειδών εν γένει.
Ποτέ δεν ετέθη το θέμα να βάλω στο μαγαζί πιο φθηνά παπούτσια. Το καλό παπούτσι είναι και θέμα υγείας. Το πλαστικό παπούτσι δεν κάνει, πονάει το πόδι, ιδρώνει, ενώ με τα καλά παπούτσια δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, καθώς γίνονται και ανατομικά.
Σήμερα, βέβαια, ο κανόνας έχει αλλάξει και προτιμάται το φθηνό παπούτσι και όσο αντέξει.
Ο περισσότερος κόσμος δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει τα καλά παπούτσια, όμως υπάρχει μια μερίδα κόσμου που μπορεί να πάρει έστω κι ένα ζευγάρι καλά παπούτσια το χρόνο.
Για εμάς η ποιότητα ήταν αδιαπραγμάτευτη και αυτό είναι απόλυτο.
Γνώριζα από μικρό παιδί το παπούτσι και ήξερα τι αγόραζα από τους προμηθευτές, ακολουθώντας αρκετούς από αυτούς από τον πατέρα μου, το οποίο μου βγήκε σε καλό.
Είχαμε πελατεία από τη μεσαία τάξη και πάνω, γι’ αυτό και με έλεγαν λίγο ακριβό. Εγώ κέρδιζα και λιγότερο απ’ ό,τι μου έλεγε ο νόμος. Απλώς ήταν τα εμπορεύματα σε αρίστη κατάσταση, γι’ αυτό υπήρχε η διαφορά τιμών από τα υπόλοιπα καταστήματα».
Και η επιμονή στην ποιότητα και η αφοσίωση στο επάγγελμά του και στο μαγαζί αποτέλεσαν συνειδητή επιλογή για τον κ. Λαφαζάνο: «Ήμουν από το πρωί μέχρι το βράδυ στο κατάστημα, γιατί, ομολογώ, είμαι δύσκολος στο να μου αποσπάσει κάποιος την εμπιστοσύνη. Στις αγορές μου παρακαλούσα τα εργοστάσια να τους επισκεφτώ μόνο Σαββατοκύριακα, όταν δε λειτουργούσε το κατάστημα…
Μου άρεσε όμως όλο αυτό, γιατί ήμουν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας και ήμουν κατευθυνόμενος ότι θα κρατήσω αυτή την επιχείρηση. Μπορώ να πω ότι την αγάπησα και δεν έμεινα δυσαρεστημένος, βεβαίως αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Από τα 20 μου χρόνια έως τώρα, στα 71. Διότι αν δεν αφιερώσεις όλη σου τη ζωή στο επάγγελμά σου, πιστεύω, δε θα πράξεις τίποτα» τονίζει ο κ. Λαφαζάνος, και ως συμβουλή προς τους συναδέλφους του καταστηματάρχες προσθέτει: «Να είναι ειλικρινείς και έντιμοι στην κοινωνία, τίποτε άλλο», ενώ κλείνει εκφράζοντας την πεποίθηση ότι τα πράγματα στο χώρο θα πάνε καλύτερα.
Ή Λαφαζάνος ή καθόλου παπούτσια…
Μπορεί η φίρμα της οικογένειας Λαφαζάνου να μη συνεχίζεται, όμως στο κατάστημα της οδού Αριστομένους 15 δε θα ξαναδούμε συναφή είδη: «Δεν το νοίκιασα και δε θα το νοικιάσω σε υποδήματα ή δερμάτινα είδη, παρ’ όλο που ενόχλησαν πάρα πολλοί συνάδελφοι. Δε μου αρέσει στο κατάστημα που έχει αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου από το 1958 να μπει πάλι το είδος αυτό. Για λόγους συγκινησιακούς».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Λαφαζάνος έχει δεχθεί δεκάδες τηλεφωνήματα για την ενοικίαση του καταστήματός του –ενδιαφέρον που θεωρεί ότι εντάσσεται στην ευρύτερη αναβάθμιση που έχει γνωρίσει και θα συνεχίσει να γνωρίζει η Καλαμάτα, όπως και η Μεσσηνία, με «μοχλό ανάπτυξης» την Costa Navarino.
«Ζούμε σε μια πάρα πολύ καλή πόλη», προσθέτει ο Γιάννης Λαφαζάνος, ο οποίος με την τακτοποίηση του κλεισίματος του μαγαζιού ετοιμάζεται να απολαύσει περισσότερο τις ομορφιές της Καλαμάτας, με καθημερινούς περιπάτους στη μοναδική παραλιακή διαδρομή Ανάσταση-Φιλοξένια, καφέ στο «Πανελλήνιο», αλλά και με φροντίδα του οικογενειακού κτήματος με ελιές και οπωροφόρα στα Αρφαρά…
Της Χριστίνας Ελευθεράκη