Ο φωτογραφικός μας φακός, που ασταμάτητα συνεχίζει να ξεναγεί τους φίλους της παλιάς Καλαμάτας, έχει σταθεί σήμερα σ’ ένα άγνωστο – για πολλούς Καλαματιανούς – κομμάτι της ιστορίας της πόλης μας.
Αλήθεια, πόσοι συμπατριώτες μας, κυρίως νέοι, γνωρίζουν ότι υπήρξε στον τόπο μας (δυτική παραλία) ένα κτίσμα, πιστή απομίμηση των Ενετικών Πύργων!
Πρόκειται για έναν πύργο που χτίστηκε πριν 110 χρόνια από το δικηγόρο Διονύση Αριστ. Πανταζόπουλο (1861 – 1938). Κτίστηκε με μεράκι και κέφι και βέβαια με αρκετή δαπάνη, δεδομένου ότι χρειάστηκαν ακριβά υλικά για την κατασκευή του.
Χρησιμοποιήθηκαν: νταμαρίσια πέτρα, πελεκητή και συγκολλητικά «μπορζελάνας» που τότε κόστιζαν πολλά χρήματα.Ο πύργος είχε δύο πατώματα με εσωτερική σκάλα. Στον πρώτο όροφο ήταν η υποδοχή, σαλόνι, κ.λπ., και στο δεύτερο τα υπνοδωμάτια. Και οι δύο όροφοι ήταν ντυμένοι με βελούδα, πίνακες και ακριβά έπιπλα, που έδειχναν τον πλούτο και την ευμάρεια του ιδιοκτήτη.
Υπήρχε ακόμη και εσωτερικό τηλέφωνο, που επικοινωνούσε με το υπηρετικό προσωπικό, το οποίο βρισκόταν σε μικρό πλαϊνό κτίσμα. Εκεί βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι – μαγειρεία, πλυσταριά, κ.λπ.). Το τηλέφωνο της εποχής εκείνης ήταν με σωλήνες και χοάνες.
Σύμφωνα με ομολογίες παλαιών Καλαματιανών, ο πύργος γνώρισε μεγάλες δόξες.
Ο Πανταζόπουλος, γόνος και πλούσιας αρχοντικής οικογένειας, κοσμικός και δανδής της εποχής εκείνης, προσκαλούσε στον πύργο την αφρόκρεμα της πόλης μας και εκεί γινόντουσαν χοροί και συνεστιάσεις που είχαν αφήσει εποχή.
Εκεί φιλοξενήθηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και άλλα υψηλά πρόσωπα της εποχής εκείνης.
Οι επάλξεις ήταν θεματικές και θεωρείτο από τα ψηλότερα κτήρια. Από εκεί μπορούσες να θαυμάσεις τις ομορφιές του μεσσηνιακού κόλπου, την οροσειρά του Ταϋγέτου μέχρι το ακρωτήρι και ακόμα τον ποταμό Νέδοντα που χώριζε την Καλαμάτα στα δύο και σχημάτιζε τριγύρω βάλτους με άφθονους ορυζώνες.
Στις εθνικές επετείους ο Πανταζόπουλος ύψωνε τη μεγάλη ελληνική σημαία της θαλάσσης, ψηλά στις επάλξεις, και όλοι θαύμαζαν και καμάρωναν τον όμορφο πύργο, που ήταν το στολίδι της περιοχής.
Γύρω του υπήρχε μικρό δάσος από διάφορα δένδρα – κυπαρίσσια, φοίνικες, μπανανιές και λεύκες – που τον έπνιγαν στο πράσινο.
Όμως ήρθε το 1940 και οι κατακτητές Ιταλο-γερμανοί έκοψαν τα δέντρα, για να κάνουν διάφορες δικές τους κατασκευές, και ο πύργος γυμνώθηκε εξωτερικά.
Με το πέρασμα των χρόνων ο πύργος άλλαξε ιδιοκτήτη. Τον αγόρασε ο Κώστας Ηλιόπουλος, γνωστός τότε μεγάλος ρυζέμπορος με τεράστιες εκτάσεις ορυζοκαλλιέργειας κυρίως στη Μεσσήνη. Λίγο αργότερα, άλλαξε και πάλι ιδιοκτήτη.
Ήρθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Παναγιώτη και Σταύρου Μαστρογιαννόπουλου, τότε ληξιάρχου του Δήμου Καλαμάτας, μαζί με οικοπεδική μεγάλη έκταση γύρω.
Σήμερα είναι στην ιδιοκτησία των κληρονόμων του ζεύγους Παναγιώτη και Έλλης Μαστρογιαννοπούλου, το γένος Τζανετουλέα.
Στα χρόνια της κατοχής, αλλά και μετέπειτα, όταν ο πύργος ήταν ακατοίκητος και εγκαταλελειμμένος, οι περίοικοι είχαν βγάλει τη φήμη ότι… ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Είχε βέβαια διαδοθεί σκόπιμα για να μην πηγαίνουν τα παιδιά εκεί και συμβεί κάποιο δυστύχημα.
Άδικα τον κατηγόρησαν όμως, γιατί αυτός δεν είχε καμία σχέση με τους πύργους της Μεσαιωνικής εποχής, όπου διαβάζουμε ότι συνέβαιναν τόσα και τόσα!
Αυτή είναι η ιστορία του πύργου, σύμφωνα με αφηγήσεις παλαιών Καλαματιανών και μάλιστα από επιζώντες, οι οποίοι ως προσκαλεσμένοι στα κοσμικά γλέντια του Πανταζόπουλου, παραβρέθηκαν εκεί.
Σήμερα, αυτός ο υπέροχος και μοναδικός πύργος της πόλης μας, που γνώρισε μεγαλεία και δόξες, εξακολουθεί να ορθώνει το μεγαλόπρεπο ανάστημά του, προσπαθώντας να κρύψει τα σημάδια του χρόνου από τους σεισμούς και των εγκατάλειψη.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «εγκατάλειψη», γιατί το κτίσμα αυτό έχει χαρακτηρισθεί «διατηρητέο» και είναι κι αυτό μέσα στην πλειάδα των τόσων άλλων εγκαταλελειμμένων κτισμάτων στην Καλαμάτα μας, τα οποία έχει καταδικάσει το Υπουργείο Πολιτισμού στη φθορά του χρόνου.
Έχουν περάσει 33 χρόνια από τους σεισμούς του 1986 που εδόθησαν οι χαρακτηρισμοί και μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει κανένας αποχαρακτηρισμός, στερώντας τις περιουσίες των πολιτών συμπατριωτών μας.
Για την ιστορία της πόλης
Βασίλης Ι. Μανιάτης