Το μείζον θέμα για άλλη μία χρονιά για τη Μεσσηνία και τον πρωτογενή της τομέα είναι οι τιμές του ελαιολάδου, οι οποίες, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, είναι ιδιαίτερα χαμηλές.
Ο βουλευτής Μεσσηνίας της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννης Λαμπρόπουλος, κατέθεσε σχετική ερώτηση στη Βουλή, ζητώντας, μεταξύ άλλων, τη λήψη μέτρων για την αντιστροφή της κατάστασης.
Όπως σημειώνει: «Οι τιμές φέτος του ελαιολάδου έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό βέβαια συνέβη και κατά την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο 2018-2019, αλλά τότε λόγω ποιότητας. Η φετινή χρονιά από πλευράς ποιότητας είναι εξαιρετική. Όμως, οι τιμές, σας λέω και πάλι, είναι τραγικές.
Ο παραγωγός, ο αγρότης, δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί. Δεν καλύπτουν αυτές οι τιμές ούτε τα έξοδα, ούτε το κόστος παραγωγής. Δεν μπορεί ο αγρότης να επιβιώσει. Δεν μπορεί να ζήσει, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του να πληρώσει λογαριασμούς, να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές, να ζήσει τα παιδιά του και την οικογένειά του.
Επαναλαμβάνω ότι η κατάσταση είναι τραγική, παρότι έχουμε το καλύτερο ελαιόλαδο. Έχει τη φήμη, έχει την αναγνωσιμότητα, αλλά ό,τι εξαγωγές γίνονται, γίνονται χύμα, δεν είναι τυποποιημένες.
Ο τομέας ο ελαιοκομικός είναι ανοργάνωτος. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών, ύστερα από παρεμβάσεις της δικής μας κυβέρνησης, ήταν πάρα πολύ θετική. Μας εξαίρεσε από το εμπάργκο. Κάτι, όμως, πρέπει να γίνει. Κάτι πρέπει να αλλάξουμε. Πρέπει να εφαρμόσουμε καινούργιες πολιτικές. Πρέπει βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα να σχεδιάσουμε τα πράγματα, για να δούμε τι θα γίνει με το εθνικό μας προϊόν που είναι το ελαιόλαδο, να δούμε τι θα κάνουμε με τους αγρότες μας, τους παραγωγούς, γιατί η ελιά καλλιεργείται σε όλη την Ελλάδα”.
Απαντώντας ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας σχολίασε: “Διεθνώς οι τιμές του ελαιολάδου βρίσκονται στα κατώτατα επίπεδα των τελευταίων χρόνων και όντως σήμερα διαπραγματεύονται – το εξαιρετικά παρθένο, το καλής ποιότητας ελαιόλαδο- περίπου στην τάξη των 2 ευρώ ανά λίτρο. Πού οφείλεται αυτό και τι μπορεί να κάνει η ελληνική πολιτεία; Το πού οφείλεται νομίζω ότι είναι σχεδόν αυτονόητο. Μιλάμε για ένα προϊόν το οποίο κυκλοφορεί ελεύθερα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο. Οι τιμές διαμορφώνονται με τη διαδικασία της προσφοράς και της ζήτησης και, δυστυχώς, φέτος έχουμε την ατυχή –να το πω έτσι- περίπτωση να έχουμε πολύ μεγάλες παραγωγές από μεγάλους παραγωγούς του κλάδου, από άλλες χώρες παραγωγούς, όπως είναι η Ιταλία, όπως είναι η Τυνησία, όπως είναι το Μαρόκο, όπως είναι η Τουρκία”.