Τα γεωπολιτικά παιχνίδια Ερντογάν με το τυνησιακό ελαιόλαδο


Η Ελλάδα αρμενίζει στραβά

Μαζί με τα πετρέλαια εμπλέκονται και τα έλαια στη Ν.Α. Μεσόγειο, σε ένα σκηνικό γεωπολιτικής ισχύος που γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο. Η Τυνησία, χώρα μικρή και φτωχή αλλά σε στρατηγικό σημείο της Μεσογείου, μετά την κατάρρευση του τουρισμού της από τις τρομοκρατικές επιθέσεις ακραίων ισλαμιστών (2015) έχει απομείνει με το ελαιόλαδο ως βασικό πυλώνα της οικονομίας της.

Καλά πληροφορημένες πηγές της αγοράς του ελαιολάδου αναφέρουν ότι κατά τη χριστουγεννιάτικη επίσκεψή του ο Ερντογάν παραχώρησε μια γενναιόδωρη πίστωση, «ψίχουλα» μεν για τον ίδιο (ή το Κατάρ) αλλά ζωτικής σημασίας για την Τυνησία, ώστε να απορροφήσει ομαλά την εφετινή της υπερπαραγωγή (350.000 τν ελαιολάδου), εκτονώνοντας έτσι τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που ήδη έχουν αρχίσει.

Τα παραπάνω έχουν για την Ελλάδα διπλή σημασία. Πρώτον, εφόσον επιβεβαιωθούν, να τα λάβουν υπόψη οι αρμόδιοι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Δεύτερον, να αποτελέσουν το έναυσμα για μια ανασύνταξη του ελληνικού ελαιοκομικού τομέα («συν Αθηνά και χείρα κίνει») με δύο αρχικές κινήσεις:

α) Με τη σύσταση του «Συμβουλίου Ελαιοκομικής Πολιτικής», πρόταση μηδενικού οικονομικού κόστους, που έχει ωριμάσει και εξασφαλίσει τη γενική πολιτική συναίνεση, αντάξια του «εθνικού μας προϊόντος» και,

β) Με την υιοθέτηση όλων των αναγκαίων δράσεων ώστε να υπάρξει και πάλι ελληνική παρουσία στα δύο κέντρα λήψης αποφάσεων: το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (ΙΟC) και την Επιτροπή (Κομισιόν), όπου η Ελλάδα έχει εξαφανιστεί, η Ιταλία (με την οποία έχουμε πολλά κοινά) έχει υποβαθμιστεί, ενώ κυριαρχούν οι Ισπανοί και οι Άραβες (Τυνήσιοι και Τούρκοι), φθάνοντας στο σημείο να απαγορεύσουν στον εκπρόσωπο του Ισραήλ την πρόσβαση κατά την πρόσφατη ΓΣ του ΙΟC.

Ανάλυση και επιχειρήματα προς συζήτηση

Επειδή τα ερωτήματα είναι πολλά, ας δούμε κατ’ αρχάς τι μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η Τυνησία συγκαταλέγεται στις «Μεγάλες Δυνάμεις» της παγκόσμιας ελαιοκομίας, στην πραγματικότητα 2η – αν και σε μεγάλη απόσταση- πίσω από την Ισπανία.

Εφέτος (εμπορική περίοδος 2019/20) με παραγωγή ρεκόρ, θα κυμανθεί περί τους 300 – 330.000 τόνους ελαιολάδου. Αυτό το «θείο δώρο» για τη χώρα και τους παραγωγούς της αντιμετωπίζει μια δυσκολία: επειδή η εσωτερική αγορά είναι μικρή, το 80% πρέπει να εξαχθεί, άρα να βρεθούν οι απαραίτητες πηγές χρηματοδότησης για τη συγκέντρωση και εν συνεχεία διάθεση του προϊόντος.

Η ποιότητα του τυνησιακού ελαιόλαδου είναι εξαιρετική, πολύ κατάλληλο για προσμείξεις και διόρθωση των ποικιλιών άλλων χωρών και επιπλέον είναι σχεδόν βιολογικό, χωρίς χημικά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν αντέχει να αποθηκευτεί για πολλούς μήνες – μοιάζει δηλ. με το δικό μας μανάκι- και επειδή είναι σχετικά πρώιμη η παραγωγή του, γι’ αυτό και ο παράγων χρόνος είναι καθοριστικός και πιεστικός.

Λόγω παλαιών ισχυρών δεσμών της Τυνησίας με την Ευρώπη (βλ. Γαλλία) η Τυνησία απολάμβανε ένα καθεστώς ιδιαιτέρων προνομιακών σχέσεων, που ενδυναμώθηκαν μετά την τρομοκρατική επίθεση των ακραίων Ισλαμιστών το 2015 στο Soussee, η οποία κατάφερε ένα μεγάλο πλήγμα στον τουρισμό – βασική πηγή εισοδήματος της χώρας.

Ο άλλος πυλώνας που στηρίζει τη χώρα είναι η ελαιοκομία της. Η πρόοδος που έχει επιτελέσει η Τυνησία είναι προϊόν επίπονης και επίμονης δουλειάς, καλής οργάνωσης -με έντονο το κρατικό στοιχείο- και εξωστρέφειας.

Το βιογραφικό του Τυνήσιου εκτελεστικού διευθυντή και ισχυρού άνδρα του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (ΙΟC), Abdellatif Ghedira, συμπυκνώνει με τον πιο εναργή τρόπο τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η Ε.Ε., όπως προαναφέραμε, στηρίζει την τυνησιακή οικονομία και ειδικά το ελαιόλαδό της με δύο κυρίως «εργαλεία». Το πρώτο είναι η παραχώρηση του δικαιώματος για 56.700 τόνους αδασμολόγητων εισαγωγών στην Ε.Ε. ετησίως, οι οποίοι μάλιστα προσαυξήθηκαν κατά επιπλέον 35.000 τόνους ετησίως για τα έτη 2016 και 2017. Το δεύτερο «εργαλείο» είναι η «ενεργητική τελειοποίηση», TPA, ας το πούμε απλά, η εισαγωγή μιας ποσότητας για ραφινάρισμα ή και για απλή συσκευασία – αν είναι (έξτρα) παρθένο βρώσιμο – προκειμένου να επανεξαχθεί μια ισοδύναμη ποσότητα σε άλλη Γ’ χώρα εκτός Ε.Ε. (π.χ. ΗΠΑ, Ιαπωνία κ.λπ.).

Last but not least, ο Ερντογάν (δηλ. η Τουρκία, για να μην τα προσωποποιούμε όλα) μετά τις τελευταίες εξελίξεις επιθυμεί και επιχειρεί απεγνωσμένα να διευρύνει την επιρροή του στη Ν.Α. Μεσόγειο. Η Τυνησία -την οποία επισκέφθηκε τα Χριστούγεννα- είναι μια χώρα μικρή σε έκταση και σε πληθυσμό, πολύ φτωχή οικονομικά και ευάλωτη πολιτικά γιατί ο σημερινός της νεοεκλεγμένος πρόεδρος δε διαθέτει το κύρος του Μπουργκίμπα.

Συγχρόνως αποτελεί στρατηγικό σημείο-κλειδί και αρκεί μια ματιά στο χάρτη για να το διαπιστώσει κανείς. Με την Τυνησία η Τουρκία βρίσκεται απέναντι από τη Γαλλία, καλύπτει τη δυτική πλευρά της Λιβύης και τη συνδέει με έναν άλλο σύμμαχο, την Αλγερία. Άρα η Τουρκία χρειάζεται την Τυνησία, αν όχι σαν ανοιχτό σύμμαχο –γιατί δύσκολα θα σπάσει την σχέση της με την Ε.Ε. και τη Γαλλία– αλλά τουλάχιστον σαν μια ουδέτερη επιρροή.

Στο σημείο αυτό ας προσθέσουμε και την κινητικότητα που παρατηρήσαμε με την επίσκεψη Ghedira στα μέσα Δεκεμβρίου, στην πατρίδα του Τυνησία, συνοδευόμενος μάλιστα από κλιμάκιο υψηλόβαθμων στελεχών του IOC.

Με την επίσκεψη Ερντογάν συμπίπτει η ανακοίνωση της κυβέρνησης της Τυνησίας για την επιχορήγηση με 32 εκατ. ευρώ του ΟΝΗ για την εσωτερική κατανάλωση, καθώς και μια σειρά μέτρων υποστήριξης της ελαιοκομίας και των εξαγωγών της: επιδότηση του κόστους μεταφοράς κατά την εξαγωγή, επιδότηση μικρών συσκευασιών έως 3 λίτρα, των εκστρατειών προβολής και προώθησης, της πιστοποίησης των βιολογικών ελαιολάδων όπου μάλιστα η Τυνησία κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο παγκοσμίως.

Επί χρόνια, με ανάλογο σκεπτικό «αγαθοεργιών» η Τουρκία κατασκευάζει υποδομές (δρόμους, γέφυρες, νοσοκομεία, σχολεία) στα σύνορά της με τη Συρία (και καλά κάνει).

Στον τοπικό Τύπο γράφονται ειδήσεις με Τυνήσιους διαμαρτυρόμενους που απειλούν να αυτοκτονήσουν και φωτογραφίες με τον πρόεδρο Qais Saeed – που δε θεωρείται και ιδιαίτερα ισχυρή προσωπικότητα- να προσπαθεί να τους καθησυχάσει.

Και η Ελλάδα;

Ενδιαφέρουσες -ίσως- οι παραπάνω ιστορίες, όμως το ερώτημα είναι τι πράττει η Ελλάδα; Κατ’ αρχήν να γνωρίζει και εφόσον επιβεβαιωθούν, να τα λάβουν υπόψη οι αρμόδιοι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Προτάσεις προτεραιότητας για τον ελαιοκομικό τομέα

α) Ίδρυση του «Συμβουλίου Ελαιοκομικής Πολιτικής- ΣΕΠ». Επί δεκαετίες στη χώρα μας, σαν ελαϊκή πολιτική επικράτησε το δίπτυχο: πανωγράψιμο επιδοτήσεων + η εύκολη λύση του χύμα. Με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα να στερείται μιας επεξεργασμένης εθνικής ελαϊκής πολιτικής.

Δε διαθέτει ούτε καν το «χώρο» και τις διαδικασίες που θα επιτρέψουν την επεξεργασία και χάραξη αυτής πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι να κινούμαστε σαν ένα καράβι χωρίς πηδάλιο, χωρίς έρμα, χωρίς χάρτες και πυξίδα, ενώ οι κατά καιρούς καπετάνιοι (υπουργοί) έρχονται και παρέρχονται εφησυχασμένοι στο ότι έπραξαν το καθήκον τους (ή επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες).

Όλοι οι δείκτες καταγράφουν τη διαρκή υποχώρηση της ελληνικής ελαιοκομίας (ιδίως του ελαιολάδου), την απώλεια ανταγωνιστικότητας – παρά τα 25 περίπου δισ. ευρώ των ενισχύσεων της ΚΑΠ μόνο από τον Α΄ Πυλώνα -μετά το 1981- με ορατή την προοπτική να αποτελέσει το λάδι μια ακόμη «χαμένη πατρίδα», όπως συνέβη με τον καπνό και τη σταφίδα, αν και για άλλους λόγους. Για να καλύψουμε αυτό το κενό δε χρειάζεται παρά να ακολουθήσουμε, να μιμηθούμε, άλλες χώρες οι οποίες έχουν βρει τρόπους συνεννόησης και σύνθεσης.

β) Επανασχεδίαση και δυναμική παρέμβαση ώστε η Ελλάδα να επανέλθει εκπροσωπούμενη στα διεθνή όργανα, παράλληλα με την άσκηση ενεργούς αγροτικής διπλωματίας.

Το IOC έχει εξελιχθεί στο σημαντικότερο κέντρο λήψης αποφάσεων, όπως κάποτε ήταν το τμήμα ελαιολάδου της Επιτροπής (Κομισιόν). Έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε κανέναν Έλληνα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, κι αυτό είναι πρωτοφανές.

Στο IOC κουμάντο κάνουν οι Ισπανοί – άλλωστε από την ίδρυσή του από τον ΟΗΕ το 1958 η έδρα του είναι στη Μαδρίτη- και σταδιακά τα τελευταία χρόνια οι Άραβες, με τους Τυνήσιους και τους Τούρκους, που εκτόπισαν τους πάλαι ποτέ κυρίαρχους Ιταλούς. Εμείς, όχι απλώς είμαστε ανύπαρκτοι, αλλά ούτε καν διεκδικούμε κάποια αξιοπρεπή παρουσία.

Ειδικά η Τουρκία ακολουθεί με εξαιρετικά επιθετική – αγενή θα έλεγε κανείς- πολιτική, η οποία χρειάζεται αρκετές σελίδες και θα περιλαμβάνει πράγματα που δε γράφονται.

Το λιγότερο, και γνωστό σε όλους, είναι ότι απαίτησε τη μεταφορά της έδρας του IOC στην Άγκυρα, την καθιέρωση της τουρκικής ως επίσημης γλώσσας (τα ελληνικά ποτέ δεν ήταν), ενώ πάντοτε η πολυμελής τουρκική αντιπροσωπεία διαθέτει πλήρη διερμηνεία που πληρώνουν οι ίδιοι.

Στον πολυμελή υπηρεσιακό μηχανισμό επικεφαλής είναι ο Τυνήσιος εκτελεστικός διευθυντής και ισχυρή προσωπικότητα, Abdellatif Ghedira, με αναπληρωτές έναν Ισπανό και έναν Τούρκο.

Ο Ιταλός, αντί για την υψηλή θέση που διεκδικούσε, παραμερίστηκε, Έλληνας δεν υπάρχει από το 2011, οι πρόεδροι είναι διακοσμητικοί και εναλλάσσονται ώστε να επικρατούν οι Άραβες –από 1/1/2020 ένας Γεωργιανός διαδέχθηκε έναν Αιγύπτιο- κι αυτό συμβαίνει, γιατί η Ε.Ε. λογίζεται ως μία χώρα. Η αραβική κυριαρχία με τη σιωπηρή αποδοχή της Ισπανίας έχει οδηγήσει στο σημείο να απαγορεύσουν στον εκπρόσωπο του Ισραήλ την πρόσβαση και συμμετοχή κατά την πρόσφατη ΓΣ του ΙΟC!

Αλλά και στο τμήμα ελαιολάδου της Επιτροπής, που πάντοτε από το 1981 υπήρχε Έλληνας υπάλληλος, μετά τη μετάθεση/ εξουδετέρωση και συνταξιοδότηση του τελευταίου, σήμερα δεν υπάρχει κανείς.

γ) Διάλογος για την εξισορρόπηση των συμφερόντων των Ευρωπαίων/ Ελλήνων ελαιοπαραγωγών με τους Τυνήσιους.

Στο παρελθόν διάφοροι «παράγοντες» (αγροτοσυνδικαλιστές, ευρωβουλευτές, δήμαρχοι, αρθρογράφοι) πρόβαλαν τα φιλολαϊκά/φιλοαγροτικά τους αισθήματα με παρεμβάσεις υπέρ των Ελλήνων (και Ιταλών) στρεφόμενοι εναντίων των παραχωρήσεων στην Τυνησία. Τώρα, όμως, έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο και το εκκρεμές πρέπει να επανέλθει και ισορροπήσει γιατί:

Η ευρωπαϊκή ελαιοκαλλιέργεια

αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης

Η Τυνησία έχει εξελιχθεί σε υπερδύναμη με 350 χιλ. τν. Επίσης η Τυνησία δεν πρέπει να αποτελέσει το «Δούρειο Ίππο» διείσδυσης της Τουρκίας και του ελαιολάδου της. Η Τουρκία εξελίσσεται με ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, έχει ήδη ξεπεράσει τους 200.000 τόνους ελαιολάδου, 450.000 τν επιτραπέζιας ελιάς (διπλάσιας από την Ελλάδα) και έχει διακηρυγμένο στόχο τη με γρήγορους ρυθμούς περαιτέρω αύξηση της παραγωγής τους. Επιπλέον, όπως προανέφερα, ασκεί μια ιδιαίτερα έντονη επιθετική εμπορική πολιτική, καθώς και επηρεασμού κρίσιμων κέντρων λήψεων αποφάσεων όπως του IOC,

Η Τυνησία και όλες οι Γ΄ χώρες είναι οι μόνες που ευνοούνται από τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε ο Τραμπ κατά της Ευρώπης στο πλαίσιο του ΠΟΕ (AIRBUS-BOEING).

Τελευταίο επεισόδιο η απειλή επέκτασης των δασμών σε όλα τα ευρωπαϊκά ελαιόλαδα και ελιές, για τα οποία οι ΗΠΑ ήδη έχουν επιβάλλει στα ισπανικής παραγωγής.

ΠΗΓΗ: Βασίλης Ζαμπούνης, olivenews.gr