Τα οφέλη από την ελαιοκαλλιέργεια στην περιοχή μας, αλλά και γενικότερα στην ελληνική επικράτεια, είναι τεράστια, όχι μόνο από οικονομική, αλλά κι από οικολογική άποψη.
Αν κάποια ημέρα, για οποιονδήποτε λόγο, εκλείψουν τα ελαιόδεντρα από τη μεσσηνιακή γη, τότε δε θα μιλάμε πλέον για τον παράδεισο όπως είναι σήμερα, αλλά για κρανίου τόπο.
Δυστυχώς, όμως, παρόλο που οι ιθύνοντες γνωρίζουν πολύ καλά τα ευεργετήματα της ελαιοκαλλιέργειας για τον τόπο μας, δεν κάνουν σχεδόν τίποτα για να στηρίξουν το θαυμάσιο προϊόν που λέγεται ελληνικό ελαιόλαδο!
Θα αναφερθώ σ’ ένα περιστατικό που συνέβη αρκετά χρόνια πριν, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να καταλάβουν κάποιοι πώς φτάσαμε στο σήμερα που η τιμή του λαδιού δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα της συγκομιδής του.
Το έτος 1987 η παραγωγή ελαιολάδου στην ελληνική επικράτεια ήταν περιορισμένη. Ως εκ τούτου, στις αρχές της επόμενης χρονιάς η τότε κυβέρνηση απαγόρευσε την εξαγωγή χύμα λαδιού στο εξωτερικό και επιτρεπόταν μόνο να εξάγεται εμφιαλωμένο κι επώνυμο.
Αυτή η υπουργική απόφαση, εκτός των άλλων, είχε ως σκοπό ν’ αποκτήσει, επιτέλους, το ελληνικό ελαιόλαδο μια ταυτότητα.
Αυτό, όμως, έγινε αιτία πολέμου από τους λαδέμπορους της εποχής εκείνης, που ήθελαν πάση θυσία να εξάγουν το χρυσάφι της μεσσηνιακής γης σε χύμα μορφή. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, μ’ αυτό που λέει η λαϊκή σοφία, στραβό γουρούνι στο σακί να μην αβασκαθεί!
Μπήκε τότε στη μέση και το μικρόβιο της πολιτικής κι, ως εκ τούτου, η αντιπολίτευση, αντί να στηρίξει την προσπάθεια της κυβέρνησης, πήρε το μέρος των εξαγωγέων.
Το πράγμα, σε κάποια στιγμή, είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις στην περιοχή μας κι ένας άνθρωπος που υπερασπίστηκε με σθένος αυτή την υπουργική απόφαση, ήταν ο τότε δήμαρχος Καλαμάτας, Σταύρος Μπένος!
Έπεσαν, λοιπόν, πάνω του οι καθώς πρέπει «πατριώτες της συμφοράς» να τον φάνε. Διαλαλούσαν παντοιοτρόπως πως έτσι θα μειωθεί η εξαγωγή του λαδιού και θα χάσουν οι παραγωγοί ένα σημαντικό μέρος από το εισόδημά τους.
Μια μέρα, λοιπόν, χτύπησε το τηλέφωνο του Χημείου και στην άλλη άκρη ήταν ο κύριος Σταύρος Μπένος. Μετά την καλημέρα ρώτησε αν γνωρίζω το σάλο που είχε προκληθεί από την απαγόρευση του λαδιού σε χύμα μορφή και στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής σύντομος διάλογος:
Φυσικά και το γνωρίζω, κύριε δήμαρχε, είπα εγώ, και είμαι απόλυτα σύμφωνος με την απόφαση της κυβέρνησης. Γιατί ενώ εξάγουμε κάθε χρόνο περίπου εκατό χιλιάδες τόνους λάδι στην Ιταλία, όσο σπούδαζα εκεί, δεν είδα πουθενά ούτε ένα λίτρο λάδι να γράφει πως είναι ελληνικό. Αυτό σημαίνει πως οι Ιταλοί παίρνουν το δικό μας λάδι, που είναι χρυσάφι, για να φτιάξουν τα δικά τους βρωμόλαδα και στη συνέχεια τα μοσχοπουλούν ως ιταλικά.
-Επειδή, κύριε Μπουσούνη, το απόγευμα έχω μια συνέντευξη Τύπου πάνω σ’ αυτό το θέμα, πες μου σε παρακαλώ με δύο λόγια: Τι είναι αυτό που κάνει το δικό μας λάδι να ξεχωρίζει από πολλά άλλα;
-Δεν είναι τόσο το χημικό μέρος, κύριε δήμαρχε, αλλά τα σπάνια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που έχει το μεσσηνιακό ελαιόλαδο. Σ’ αυτά συντελούν πολλοί παράγοντες, όπως η ποικιλία της Κορωνέικης ελιάς, το έδαφος, το κλίμα της περιοχής, ο τρόπος συγκομιδής και επεξεργασίας του ελαιοκάρπου κ.λπ…
Στη συνέχεια, αφού μ’ ευχαρίστησε, πρότεινε να παρευρεθώ κι εγώ σ’ αυτήν τη συνάντηση με τους δημοσιογράφους ως ειδικός πάνω στο λάδι.
Πράγματι δέχτηκα και στην καθορισμένη ώρα βρέθηκα μαζί με τον κύριο Μπένο στο πάνελ. Στο τέλος, όταν ρωτήθηκα επί του προκειμένου, είπα το αυτονόητο: Πως είναι αδιανόητο να εξάγεται το μεσσηνιακό ελαιόλαδο χύμα για να φτιάχνουν οι Ιταλοί τα δικά τους λάδια και το δικό μας να μη φαίνεται πουθενά.
Την επομένη μέρα το πρωί μπήκε φουριόζος στο χημείο ένας εξαγωγέας λαδιού, τον οποίο είχα μόνιμο πελάτη και ρώτησε με έντονο ύφος:
-Τι ήταν αυτά που πήγες και είπες εχθές, ρε, μαζί με τον Μπένο;
-Μα, κύριε …Νίκο μου, είναι κρίμα να εξάγεται χύμα το δικό μας λάδι, για να φτιάχνουν οι ιταλοί τα βρωμόλαδά τους και το δικό μας να παραμένει στην αφάνεια.
-Εγώ εξάγω τέσσερα βυτία το μήνα, δηλαδή εκατό τόνους λάδι. Με δέκα δραχμές κέρδος που έχω ανά κιλό, μου αφήνουν ένα εκατομμύριο και θα κάτσω ν’ ασχοληθώ με τυποποίηση; Τρελός παπάς βάφτισε τον Μπένο κι εσένα μαζί!
Στη συνέχεια έφυγε κι από τότε κι έπειτα δεν ξαναπάτησε ποτέ πια το πόδι του στο Χημείο μου. Όχι μόνο αυτός, αλλά ούτε και κάποιοι άλλοι, που έβλεπαν το εμπόριο του λαδιού «σαν επάγγελμα της αρπαχτής».
Να σημειωθεί πως τότε, για να φύγει ένα βυτίο με λάδι στο εξωτερικό, έπρεπε να συνοδεύεται κι από ένα πιστοποιητικό με την ανάλυση του υπάρχοντος περιεχομένου λαδιού.
Κατά συνέπεια, αυτή η διαδικασία, κατά τη διάρκεια της όλης χρονιάς, άφηνε ένα σημαντικό κέρδος στο Χημείο. Ως εκ τούτου, η ανάμειξή μου σ’ αυτήν την υπόθεση κόστισε πολύ ακριβά. Παρόλα αυτά, δε μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτήν μου την ενέργεια, γιατί το θεωρούσα υποχρέωση.
Έπειτα απ’ αυτόν τον ντόρο η προσπάθεια της τότε κυβέρνησης αδρανοποιήθηκε και στη συνέχεια κανένας δεν ασχολήθηκε πλέον σοβαρά με το εθνικό μας προϊόν, που λέγεται ελαιόλαδο.
Ας μην κλαψουρίζουμε, λοιπόν, σήμερα νεκρολόγια πάνω στο πτώμα του λαδιού, αφού εμείς οι ίδιοι κοιτάμε να το θάψαμε ποικιλοτρόπως!
Δημήτρης Ν. Μπουσούνης
bussunis@gmail.com