Επί τον τύπον των ήλων έθεσε ο επικεφαλής της παράταξης «Ανεξάρτητη Συμμαχία Πολιτών», Μιχάλης Αντωνόπουλος, στην τελευταία συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καλαμάτας για το 2019, τα προβλήματα που ταλανίζουν τους ελαιοπαραγωγούς κατά τη φετινή χρονιά. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πολύ καλή ποιότητα και παραγωγή του προϊόντος, αλλά όλα αυτά συνοδεύονται από πολύ χαμηλή τιμή.
Κατά τη διάρκεια της παρέμβασής του πρότεινε να αναληφθούν δράσεις για να υπάρξει αλλαγή της κατάστασης, επισημαίνοντας πως οι τιμές φέτος είναι στο χειρότερο σημείο όλων των εποχών.
Σε δημοσίευμα, δε, στην “Ύπαιθρο Χώρα” αναφέρεται ότι «μετά την καταστροφική περσινή χρονιά, πολλοί περίμεναν ότι φέτος το ελαιόλαδο θα ανακάμψει. Δυστυχώς, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Η ελληνική αγορά ελαιολάδου βιώνει συνθήκες κατάρρευσης τιμών, ενώ ελάχιστες είναι οι εμπορικές πράξεις. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι οι τιμές για το ελληνικό έξτρα παρθένο είναι κατά 13,5% κάτω σε σχέση με τη μέση τιμή της τελευταίας πενταετίας».
Στο ρεπορτάζ φιλοξενούνται δηλώσεις του προέδρου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κορυφασίου, Λάζαρου Σύρνου, ο οποίος αναφέρει: «Οι τιμές αυτή τη στιγμή είναι απελπιστικά χαμηλές. Μιλάμε για 2,30 – 2,40 ευρώ το κιλό για ένα λάδι που δεν ξεπερνά τα τρία δέκατα σε οξύτητα». Προσθέτει, δε, ότι τα αποθέματα που υπάρχουν στο συνεταιρισμό αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα περιορισμένα: «Εάν σκεφτούμε ότι σε μια φυσιολογική χρονιά είχαμε γύρω στους 150 τόνους και φέτος δεν έχουμε ούτε το 1/3 αυτής της ποσότητας, αντιλαμβάνεστε ότι ο κόσμος προτιμά να πουλά το προϊόν όσο όσο. Επικρατεί ένα πανικός στην αγορά».
TΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Ισπανική υπερπαραγωγή και υπερπροσφορά ποιοτικού ελαιολάδου βουλιάζουν τις τιμές
Η «ΥΧ» απευθύνθηκε στον Francesco Mirizzi, εμπειρογνώμονα του ελαιολάδου και στέλεχος των Copa – Cogeca, θέτοντάς του το «καυτό» ερώτημα των ημερών, τι δηλαδή ευθύνεται για την κρίση στην ευρωπαϊκή αγορά ελαιολάδου. «Σχετικά με τις τιμές, παρατηρούμε ότι παραμένουν σταθερά χαμηλές. Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα στην αγορά από την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, τα οποία είναι περίπου τα διπλάσια σε σχέση με το μέσο όρο των τελευταίων ετών. Επιπλέον, υπάρχει το πρόβλημα με την επιβολή δασμών στο ισπανικό ελαιόλαδο, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάθεσή του στις ΗΠΑ, που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αγοραστές. Επομένως, μιλάμε κυρίως για δύο αίτια».
Από το ρεπορτάζ της «ΥΧ» ανά τη χώρα, προκύπτει ότι δεν είναι λίγοι οι παραγωγοί που μιλούν για μία εν μέρει τεχνητή κρίση και «παιχνίδια των εμπόρων».
Ο διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ, Γιώργος Οικονόμου, διαφωνεί ξεκάθαρα με αυτή την άποψη: «Εάν κανείς θεωρεί ότι μπορεί κάποιος να χειραγωγήσει την αγορά το 2019, τι να πούμε. Ο νόμος της αγοράς είναι σκληρός: προσφορά και ζήτηση. Από την άλλη, θεωρούσαμε ότι η Ισπανία δε θα είχε τόσο μεγάλη παραγωγή. Οι εκτιμήσεις μιλούσαν για μια παραγωγή 1,3 εκατομμυρίων τόνων και τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει φτάσει τους 1,7 εκατομμύρια. Παράλληλα, άλλες χώρες, όπως η Τυνησία, το Μαρόκο και η Τουρκία, έχουν αυξήσει την παραγωγή τους και διεκδικούν μερίδιο, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και το ελληνικό λάδι».
Νέες φυτεύσεις σε Ιβηρική και τρίτες χώρες εντείνουν την κρίση
Εκτός από τα προφανή αίτια, αποτέλεσμα των συνθηκών της διεθνούς αγοράς, νέες συνθήκες ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής ελαιοπαραγωγής, απειλούν την ελληνική αγορά ελαιολάδου με μια παρατεταμένη κρίση.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις προοπτικές των αγροτικών αγορών, για την επόμενη δεκαετία, έως το 2030, η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να αυξηθεί κατά 400.000 τόνους. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι στην αύξηση αυτή θα πρωταγωνιστήσει η Πορτογαλία, που αναμένεται να αυξήσει την παραγωγή της έως το 2030 κατά 88%, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε την τελευταία πενταετία.
Η έκθεση σημειώνει ότι τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα θα δυσκολευθούν να παρακολουθήσουν αυτές τις αλλαγές.
Σημαντικός αγοραστής και εξαγωγέας έξτρα παρθένου ελαιολάδου, που δραστηριοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, σχολίασε σχετικά: «Η Πορτογαλία πράγματι έρχεται και από εκεί που δεν την υπολογίζαμε, θα τη δούμε να παίζει πολύ δυνατά τα επόμενα χρόνια. Να πούμε εδώ ότι, όταν μεγάλοι αγοραστές ζητούν από τους Πορτογάλους να αγοράσουν λάδι με τριετή συμβόλαια και συγκεκριμένη ποιότητα σε σταθερή τιμή, οι τελευταίοι μπορούν και το υποστηρίζουν αυτό. Δυστυχώς, οι Έλληνες παραγωγοί αποφεύγουν ή δεν μπορούν να δεσμευθούν κατά τον ίδιο τρόπο και μοιραία αυτό κάποια στιγμή θα το βρούμε μπροστά μας».
Όλα τα παραπάνω καθιστούν σήμερα την ανάγκη συγκρότησης και υλοποίησης μια εθνικής στρατηγικής πιο επιτακτική από ποτέ. Ένα νέο τοπίο σχηματίζεται ταχύτατα. Νέες, ριζικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα μέρα με τη μέρα, τη στιγμή που η Ελλάδα παρακολουθεί αμήχανα γείτονες και μη να εισέρχονται δυναμικά στη διεθνή αγορά ελαιολάδου με οργάνωση και σχέδιο, κάτι που λείπει από τον εγχώριο κλάδο της ελαιουργίας.
Ενδεικτική των ζυμώσεων που πραγματοποιούνται σε διεθνές σκηνικό είναι η εξέλιξη που μας μετέφερε μεγάλος εξαγωγέας ελαιολάδου: «Όταν μπήκαν οι δασμοί των ΗΠΑ στην Ισπανία, κάποιοι θριαμβολογούσαν ότι δημιουργείται μια μεγάλη ευκαιρία για μας. Πλέον, παρατηρούμε ότι άλλες χώρες κερδίζουν την αμερικανική αγορά εις βάρος μας. Οι τελευταίες έχουν επεκταθεί με μεγάλες φυτεύσεις στο νότιο ημισφαίριο και κυρίως στη Λατινική Αμερική, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να προμηθεύονται λάδι ανά εξάμηνο».
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης